Είναι τα γνωστά ακαταλαβίστικα που συναντάμε σε όλα τα λεξικά ξένων γλωσσών που υποτίθεται ότι μας βοηθάνε να προφέρουμε σωστά την κάθε λέξη. Ένα λεξικό που σέβεται τον εαυτό του όπως το slang βεβαίως βεβαίως (του Θεμιστοκλέους, βεβαίως βεβαίως), δε θα μπορούσε να μην έχει και αυτό κάτι παρόμοιο να επιδείξει. Ορίστε οιπόν η slangίστικη έκδοση των phonetics.

Γαλλικά
L'émi boucallion = λαιμοί μπουκαλιών Craci vareglion = κρασί βαρελιών Qu'est-ce qu'il y a = και σκυλιά C' est la pas piou = σέλα παπιού Gelé c'est que c'est que c'est baul = ζελέ σε κεσέ και σε μπολ

Γιαπωνέζικα
Metrameto Harakaki = μέτρα με το χαρακάκι Solinaki yaura = σωληνάκι για ούρα Kafasaki yamura = καφασάκι για μούρα Takata kasoni e nakasaki = τάκα-τάκα σώνει ένα κασάκι Nashushiro tokasoni = να σου σύρω το κασόνι Yatohoma = για το χώμα Ostayasupa = οστά για σούπα Yakitamutaura = για κοίτα μου τα ούρα (ή ο ουρολόγος στα γιαπωνέζικα) Yakaura = για καούρα (ή ο στομαχολόγος)

Ιταλικά La mia volo ela me caro = Λαμία-Βόλο έλα με κάρο Canto me lato = κάν' το μελάτο Adiamo cimento = αντί άμμο, τσιμέντο Ti amo ti votsalo = τι άμμο, τι βότσαλο

Γερμανικά
Sfachtus = σφάχτους Biete, richeinere = μπείτε, ρηχά είναι ρε

Αγγλικά
Into the spot = είν' του Δεσπότ' To you too funny = του γιού του Φάνη Sleep for us = σλίπ φοράς A nice party = ε, να η Σπάρτη She has money = συ χεσμένη Kill kiss = Κιλκίς The necklaces = δεν έκλασες

(από ανέκδοτο)
Μία μέρα του καλοκαιριού, ένας Iταλός τουρίστας στη Κρήτη κοζάρει μια συκιά με κάτι μεγάλα και ζουμερά σύκα. Άδραται λοιπόν της ευκαιρίας και σκαρφαλώνει σ' ένα κλαδί της για να κόψει μερικά. Έλα όμως που ο Θεός αγαπάει μεν τον κλέφτη, αλλά αγαπάει και τον νοικοκοίρη. Να σου λοιπόν ο μπαρμπα-Μανούσος και αρχίζει να του φωνάζει: - «Κατέβα κάτω μωρέ, διάολε τσ' αποπολειφάδι σου!». Ο Iταλός όμως με τα walkman στα αυτιά, δεν άκουγε τίποτα. - «Δεν ακούς μωρέ;» του λέει ο μπάρμπας και μπροστά στον κίνδυνο να του ρημάξει το δέντρο του ο κλεφτοσυκάς, του χώνει μια με τη μαγκούρα και τον γκρεμίζει καταής. Σκάει κάτω με δύναμη ο καημένος ο ιταλός και ημιλυπόθυμος ψελίζει: - «Aqua!Aqua!» Και τότε ο μπαρμπα-Μανούσος του αποκρίνεται: - «Αφού άκουες μωρέ, γιατί δεν κατέβαινες;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Very très bien.

Ανύπαρκτος συνδυασμός του αγγλικού very με την γαλλική έκφραση très bien (πολύ καλά).

Υπερβολή και σαχλαμάρα του τύπου έξτρα πρίμα γκουντ, καταπληκτιquement, κλπ.

Σημαίνει «λίαν καλώς» ένα πράμα.

Άμα θες να δείξεις ότι τό' χεις το γαλλικό, πετάς από δίπλα κι ένα «μον αμί» (φίλε μου) ή «μον αμούρ» (αγάπη) και γίνεται «βέρυ τρε μπιέν μον αμί / μον αμούρ».

- Επιτέλους, τα κατάφερα με τους γονείς. Τώρα μπορούμε να ξενυχτίσουμε όσο θέλουμε!
- Βέρυ τρε μπιέν!!! Φύγαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανήκει στο ιδίωμα της πολυσυντροφικότητας και είναι το μέλος μιας πολυσυντροφικής σχέσης με το οποίο δεν κάνεις σεξ, αλλά κάνει σεξ ο/η σύντροφός σου. Αποδίδεται στα ελληνικά ως μετασύντροφος.

Το μεταμούρ μου είναι μαέστρος κλασικής μουσικής και μου στέλνει συχνά Μπαχ στο ίνμποξ.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που του αρέσει να ζει ποιοτικά και με ανέσεις ή ζει ποιοτικά και με ανέσεις αν και ο δεύτερος χαρακτηρίζεται ως μπονβιβέρ σκέτο. Ως μπονβιβερατζής/μπονβιβερατζού χαρακτηρίζεται αυτός/αυτή που γουστάρει γενικά το φίνο και το ωραίο και το κυνηγάει άσχετα που δεν είναι παραλής. Χιουμοριστικά και ο μπονβιβέρ μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι. Προέρχεται από το γαλλικό bon vivant που στην ελληνόφωνη γωνιά των Βαλκανίων (Ελλάδα) μας ήρθε από το αγγλικό ψευτο-γαλλικό bon viveur και με την προσθήκη της τουρκικής κατάληξης -τζής (ci) είναι μία σλαγκιά πρώτης τάξεως.

-Ματσό ο Άλεξ... και πατέ στο ψυγείο του, και αυγά ψαριών, και μουστάρδα ντιζόν με άρωμα τρούφας και κάτι αλλαντικά καπνιστά μυστήρια ...

-Μπονβιβερατζής απλά, τα βρίσκει φτηνά από ρωσσικά μίνιμάρκετ και απ' τα λιντ...

Got a better definition? Add it!

Published

Αδελφό λήμμα του σο. Από το γαλλικό «non;» που έχει τη σημασία του αγγλικού «isn't it;» και που λέγεται στα ελληνικά «έτσι δεν είναι;» όπου είναι το μακρύτερο απ' όλα. Έτσι λοιπόν, χάριν συντομίας, καταφεύγουμε στο γαλλικό, αλλά με μια αγγλική χροιά (παραλείπουμε δηλαδή το τελευταίο -ν, το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν προφέρεται απόλυτα στη γαλλική).

(παρένθεση: για τους ρωσσομαθείς, παραπέμπει στο αλλά (но,...) και στην περίπτωση αυτή το αφήνουμε αιωρούμενο, υπονοώντας το κόμμα, σα να επρόκειτο να συνεχίσουμε την πρότασή μας).

Τέλος, ουδεμία σχέση έχει με το ιαπωνικό θέατρο του Νο.

Έγινα κατανοητή νομίζω, νο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δύο ταχυτήτων (αγγλογάλλικο).

- Φίλε, τον βλέπεις αυτόν; Έχει δέκα γκόμενες κάθε βράδυ στο κρεβάτι του.
- Αφού είναι ντουμπλ φαστ ο τύπος. Τις μισές τις ρίχνει με μπαρούφες, τις άλλες μισές με το μπιγκιγκίνιον. Είναι ο εραστής του μέλλοντος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified