Further tags

Ο χώρος που έπαιζε κανείς ηλεκτρονικά παιχνίδια, φλιπεράκια και μπιλιάρδο ή πινγκ-πονγκ σε παλιότερες δεκαετίες. Ο διάδοχος του σφαιριστηρίου και πρόγονος του νετ-καφέ.

- Πάλι στα ουφάδικα ξημεροβραδιάζεται το ρεμάλι ο αδερφός σου;
- Έλα μωρέ γέρο, μην του τη βγαίνεις με κόκκινο. Αφού ξέρεις ότι έτσι τη βρίσκει καλύτερα, του την δίνει η φάση που λένε.
- Ποιοι;

Η NASA επιθυμεί την συνεργασία σας. (από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοαμερικανική έκφραση η οποία προέρχεται από την αγγλική λέξη block=οικοδομικό τετράγωνο + την γνωστή ελληνική κατάληξη -ος. Ο υποφαινόμενος άκουσε την παραπάνω λέξη μαζί με πληθώρα άλλων συναφών στο ταξίδι του στις USA. Ο πληθυντικός είναι δόκιμος και ως μπλόκια και ως μπλόκοι (βλ. παραδείγματα).

  1. Είναι μόνο δύο μπλόκους παρακάτω, σο πάμε να δούμε.

  2. - Oh my gad, Harry! Πώς κι' από δω;
    - Περπάτουσα στους 42 δρόμοι κι' είπα δεν πετάγομαι στο φίλο μου τον Τζώρτζη δυο μπλόκια παρακάτω να του πω ένα γεια...

Βλ. επίσης δώσε κώλο στον ρουφιάνο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα τηλεοπτικά στούντιο ειδήσεων, η χειρίστρια γεννήτριας χαρακτήρων. Με άλλα λόγια, η κοπέλα -οι άνδρες είναι σπανιότατοι στο επάγγελμα- που κάθεται σ' ένα κομπιούτερ και ρίχνει τα σούπερ. Όπου σούπερ, είναι οι ταινίες ή κάρτες με τα γράμματα που εξηγούν ποιος μαϊντανός παπαρολόγος είναι σε κάθε παράθυρο, ποιος πανελίστας αφιερώνει αυτή τη στιγμή και πόσοι είναι οι νεκροί από τις επιθέσεις στη Βομβάη. Σε ορισμένα κανάλια, η σουπερατζού χειρίζεται επίσης και το λογισμικό που χωρίζει τα παράθυρα, φτιάχνει κάποια γραφικά κλπ. Οι σουπερατζούδες δουλεύουν υπό μεγάλη πίεση -διότι πολλά πρέπει να γίνουν ζωντανά και σε χρόνο dt και, έτσι κι αλλιώς, λόγω των ατόμων που τις περιστοιχίζουν.

Το σουπερατζού είναι κατ'αρχήν απαξιωτικό αλλά έχει καθιερωθεί. Πιο προσβλητικό είναι στην τρέχουσα το superwoman το οποίο εκφέρεται πάντα με μεγάλη δόση ειρωνείας από τους πολ μουρ συναδέλφους.

Μετά από συμπλήρωση εικοσαετίας σε αυτή τη δουλειά, οι σουπερατζούδες συνταξιοδοτούνται και η Εκκλησία μας τις ανακηρύσσει αγίες. Καμμία δεν έχει αντέξει τόσο πολύ.

- Νταξναούμ, το μάνα ρέιβερ έμεινε ... αλλά, είναι γεγονός ότι οι κοπέλες δουλεύουνε με φοβερή πίεση ...
- Ναι, ρε μαλάκα, αλλά έχουνε πλάκα ... προχτές θέλανε να πούνε «Εύα Καϊλή - τώρα» και στο σούπερ βγάλανε «Εύα Καυλή - τώρα» ...
- Πώς ήτανε εκείνο το έργο, ρε συ ... Τόρα-Τόρα-Τόρα ... τύφλα νάχει ο Μπεν Χουρ ...
- Γιατί, παιδιά, άδικο είχανε με την Καϊλή; ... Εγώ σας το λέω, δε φταίνε, οι σουπερατζούδες ... οι δημοσιοκάφροι τους τα λένε λάθος ... για να μη σου πω κι επίτηδες λάθος, για να γίνει τζόγος ...
- Σωστόστ ... σα την άλλη φορά πούχανε ρίξει «Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, φοιτητής στο Βελιγράδι» ...

(σ.σ. Όλα τα παραδείγματα είναι πραγματικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φωτογραφία ή εικόνα που έχει υποστεί επεξεργασία στο Photoshop (άλλως γνωστό και ως φωτομάγαζο) ή οποιοδήποτε αντίστοιχο πρόγραμμα, όπως Corel.

Συνήθως αναφέρεται σε φωτομοντάζ (είτε για πλάκα, είτε στεγνά για παραπλάνηση του κοινού), ή σε διορθώσεις που αποκοπούν στο να φαίνεται ομορφότερο το εικονιζόμενο πρόσωπο/κορμί (από μοντέλες και τραγουδιάρες μέχρι δημοσιογράφους και πολιτικούς) - και όχι σε αθώα επεξεργασία τύπου «διόρθωση κόκκινων ματιών».

Ετυμ. (εν μέρει αντιδάνειο) < αγγλ. photoshop <
photo (= φωτογραφία) < photograph < ελλ. φως + γράφειν
+ shop (= μαγαζί) < παλ. αγγλ. sceoppa (= πάγκος πωλητή).

- Χαχα, την είδες την τελευταία φωτοσοπιά στη Σαλάτα Εποχής; Κολλήσανε τη μούρη του Κακλαμάνη σε πόστερ του Σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι. Μιλάμε, έκλασα στο γέλιο.

(κοιτάζοντας φωτογραφία περιοδικού)
- Πωωω, πολύ παιδί αυτή η Δούνια... Τούμπανο...
- Φωτοσοπιά είναι ρε στόκε, ξέρεις τι κυτταρίτιδα έχει αυτή κανονικά;
- Δηλαδή, άμα σου κάτσει, θα της πεις όχι, ε;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένταξη στο ελληνικό κλιτικό σύστημα του Smartphone. Έχει το πλεονέκτημα ότι εξελληνίζει τον ξενισμό ομαλά, και χωρίς να φαίνεται τόσο αστειατόρικη χαριτωμενιά, όσο το εξυπνόφωνο, όπου και παραπέμπω για τα περαιτέρω. Ωστόσο, δεν είναι και τόοοσο διαδεδομένη, δίνει λίγα χτυπήματα στον γούγλη, μάλλον προτιμάται ο ξενικός όρος.

  1. Το παιδάκι που κάθεται κάποιες σειρές πιο πίσω, έχει ανοίξει και παίζει το αγαπημένο του παιγνίδι ikariam στο Ipad αφού συνδέθηκε πρώτα δωρεάν με το free wi-fi που προσφέρει το συγκεκριμένο δρομολόγιο. Η μεγαλύτερη αδελφή του ανταλλάσσει μηνύματα στο σμαρτόφωνο με ήχους από μπουρμπουλήθρες και σφυρίγματα παπαγάλου που μου προκαλούν ευθυμία. (Εδώ).
  2. Χτες ή προχτές μου έδειξαν οι κόρες μου ένα παιχνίδι κουίζ για το σμαρτόφωνο, για το οποίο είχα ήδη ακούσει να γίνεται λόγος χωρίς όμως να ασχοληθώ. (Εδώ).
  3. κι ένα QR code με link σε κάποιο ντόπιο site μας που να μπορεί να το σκανάρει τουρίστας με σμαρτόφωνο και σύνδεση στο ιντερνέτι. (Εδώ).

Τόση εξυπνάδα μαζεμένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειο από την αγγλική λέξη death (θάνατος), σχετική με το μουσικό μεταλλικό ιδίωμα του death metal.

Η ντεθιά, όμως, σαν ελληνική λέξη, πάει ακόμη παραπέρα. Η χρήση της ενδέχεται να σηματοδοτεί τέσσερα σχετικά μεν, αλλά επί της ουσίας διαφορετικά πράγματα:

  1. Μία δισκογραφική δουλειά του συγκεκριμένου μουσικού ιδιώματος.

  2. Ένα μουσικό πέρασμα σε κομμάτι το οποίο μπορεί να παραπέμπει συνθετικά και εκτελεστικά στο συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα.

  3. Ένα ολοκληρωμένο μουσικό κομμάτι δισκογραφικής δουλειάς του μουσικού χώρου της μέταλ, το οποίο χαρακτηρίζεται από την συνθετική (κατά κύριο λόγο) τεχνοτροπία του death metal, έστω και αν συνολικά ο δίσκος κινείται σε άλλα μουσικά μονοπάτια (τις περισσότερες φορές εντός του ευρύτερου μεταλλικού μουσικού ιδιώματος).

  4. Οτιδήποτε μπορεί να παραπέμπει ηχητικά στα στοιχεία του συγκεκριμένου μουσικού ιδιώματος.

Τέλος, η λέξη ντεθιά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σχετικά με άλλες περιπτώσεις (σχετικές ή μη με τις διάφορες μορφές τέχνης) υποδηλώνοντας μία αποπνέουσα ζοφερή, πένθιμη ή ψυχοπλακωτική διάθεση ή έκφραση. Στην περίπτωση αυτή, το ουσιαστικό μετατρέπεται στο επίθετο ντεθιάρικος (ντεθιάρικη, ντεθιάρικο).

  1. Μπράβο βρε Gothic καιρό είχα να ακούσω τόσο καλή ντεθιά. (Από εδώ)

  2. τι ψαγμενη ντεθια ειναι αυτη... απο σουηδια ακουμε μονο the haunted... (Από εκεί)

  3. Sorry αλλά με πολλαπλά takes και hard panning και καμιά 100 βατ και κανά μπουστάρισμα και κανά eq και ένας βοξ μπορεί να βγάλει που και που καμιά ντεθιά... (από παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ταινιών τρόμου, συνήθως δευτεροκλασάτων, όπου κυριαρχεί το συνεχές πλατσούρισμα των σκηνικών και της κάμερας από λουτρά αίματος. Εκ του αγγλικού splatter.

Ποοοο, μαλάκα, νοικιάσαμε χτες μια σπλατεριά ... Άλλο να σου λέω και άλλο να βλέπεις. Ο τύπος να της τραβάει το λαρύγγι με τα δόντια και να 'χει γεμίσει ο τόπος κέτσαπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το γνωστό μας διαδικτυακό shoutbox ή φωνοδοχείο. Ο όρος προέρχεται από σύντμηση του shoutbox < box < βοχ, όταν το πληκτρολόι είναι γυρισμένο στα ΕΛ.

- Όχι άλλο ξεκατίνιασμα στο βοχ - θα διαγράφονται ποσταρίσματα. (μήνυμα διαχειριστικής ομάδας σε βοχ)

βλ. και βτς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νταλαβέρι, το ντιλεριλίκι, εμπόριο ναρκωτικών ουσιών. Ο πληθυντικός παραπέμπει προπαντός στο μικρεμπόριο που κάνει το βαποράκι, προς εξασφάλιση της δόσης και τέρψη των φίλων του. Μεταγενέστερη είναι η εισαγωγή του ντιλ στον ενικό, που υιοθετήθηκε εδώ και καμιά δεκαετία νομίζω, το οποίον αναφέρεται σε νταλαβέρι εκατοντάδων εκατομμυρίων Ευρώ και άνω, υπάγεται στο χώρο του μεγάλου οργανωμένου οικονομικού εγκλήματος, με πολιτικούς, μίζες κλπ. και όχι της μικροπαραβατικότητας.

(Απελπισμένος χαρμάνης προς την τρίτη κατά σειρά άκρη που απευθύνεται:)
- Έλα ρε, τι γίνεται; Χαθήκαμε. - Ε, ναι, καλά όλα, ησυχία. Έχει πέσει πολλή δουλειά, δε βγαίνω πολύ. Τα ’χω κόψει και τα ντίλια.
- (Λυγμ!) Α, μάλιστα, καλά ρε συ, να βρεθούμε καμιά φορά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρή ποσότητα ή δόση πρέζας ή κόκας, αρκετή για να σε σιάξει. Εναλλακτικά ψάκι, ποδανιστί, ξαφίκι.

Εκ του αγγλικανικού fix.

- Σε διαθεσιμότητα για δύο φιξάκια ο Αστυφύλακας ... της Αμέσου Δράσεως, να κατέχει μικροποσότητα ναρκωτικών ουσιών
(εδώ)

- Ναι, η ζωή χρειάζεται αναισθητικά... Ας αποποινικοποιήσουμε και τα φιξάκια της ηρωίνης και τις μυτιές της κοκαΐνης... Τουλάχιστον αυτά δεν είναι επικίνδυνα για την υγεία όσων δε τα χρησιμοποιούν...
(εκεί)

- Από χθες ψάχνονται οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι πως βρέθηκε ένα φιξάκι ηρωίνης πεταμένο στη μέση του διαδρόμου του σωφρονιστικού καταστήματος ...
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified