Further tags

Εκ της «σαϊλας», ψυχοκαταστάσεως εν γένει, psy- (σαϊ-), πιθανόν περιγράφουσα περισσότερο την ιδεοσυναισθηματική της εκδοχή και του γενικευμένα απρόβλεπτου αυτής, εντοπιζόμενη αλλά και επανανοηματοδοτούμενη κατά την εκφορά της από γκόμενα.

- Καλώς το μου. Τι αγόρασες εκεί;
- Α, είχα πάει φαρμακείο και πήρα αντικαταθλιπτικά και μια μάσκα ομορφιάς...
- Καλά μιλάμε είσαι μεγάλη σαϊλογκόμενα!

Σαϊλογκόμενα με λίγο από γιαλομαμούνα (από Khan, 02/10/10)Ο Εβραίος Shylock με την κόρη του Jessica Shylock, μεγάλη σαϊλογκόμενα, ντόοοοοινγκ (από Khan, 02/10/10)

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως από εφήβους, gamers, άτομα που τους αρέσουν οι ταινίες Ε.Φ. και γενικώς καμένους. Αναφέρεται φυσικά στα Αμερικάνικα φαντάρια (marines), αλλά δε μιλάμε για τα πραγματικά φαντάρια που βρίσκονται στο Κόσοβο ή το Αφγανιστάν ή αυτά που βασάνιζαν Ιρακινούς στο Αμπού-Γκράιμπ. Όχι!

Μιλάμε για για τους space marines, τα εξιδανικευμένα φαντάρια που βλέπουμε στις ταινίες του Κάμερον και σκοτώνουν Άλιεν, σάιμποργκ ή Ζεργκ. Αυτά που βλέπουν με θερμικές κάμερες, έχουν φουτουριστικά πολυβόλα με λέιζερ (αν έχουν σφαίρες καταγράφουν τον αριθμό που έμεινε σε LED), έχουν κάνα-δυο cyber εμφυτεύματα για να είναι πιο γαμάτοι, μιλάνε με μικροπομπούς στις μάσκες που κάνουν «κχχχ», λεγοντας φρασεις οπως «affirmative» και άλλα τέτοια καυλωτικά.

Συνήθως οι καραβανάδες των μαρινιών δεν φοράνε τέτοια καραγκιοζιλίκια, αλλά για να δείξουν τη γαματοσύνη τους καβαλάνε τρίμετρα οχήματα mech που βαράνε ρουκέτες. Επίσης συνηθίζουν να λένε κυνικές ατάκες με λογοπαίγνια (πχ. «ας τελειώσουμε την επίθεση γρήγορα και ανώδυνα γιατί θέλω να φάω νωρίς βραδινό») και γενικώς αφήνουν πίσω τον πρωτόγονο Ράμπο να πηδάει δέντρα δεύτερος και καταϊδρωμένος.

- ... και που λες το τέλος σκάνε εκεί τα μαρίνια με τα ελικόπτερα και τα ρομπότ και αρχίζουν να βαράνε στο ψαχνό με τα λέιζερ και φλογοβόλα. Τα κάνουν όλα λίμπα. Δεν μένει ούτε εξωγήινο αυτί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως Flockerface ορίζεται ο άνδρας, του οποίου το κεφάλι κατά τον αυνανισμό (ή το παίξιμο του πέους του από κάποια γυναίκα) βρίσκεται εντός της ακτίνας δράσης μαλακίας, με αποτέλεσμα τα σπέρματα να εκτοξευθούν στο απροστάτευτο πρόσωπό του.

Ο φλοκοπόταμος θεωρείται ότι επιδεινώνει το συγκεκριμένο φαινόμενο.

Ο Flockerface συνήθως δε λέει σε κανέναν για την εμπειρία του υπό τον φόβο μη γίνει περίγελος στους φίλους του.

-Καλά ρε μαλάκα, πόσο καιρό είχες να τραβήξεις;
-Γάμησέ τα, είχαμε αγαμίες τον τελευταίο καιρό...
-Και έχυσες το πρόσωπό σου ρε flockerface; Ντροπή του αντρικού πληθυσμού! Απεόφοβε!
-Μην το πεις στα παιδιά όμως ρε μαλάκα, στο λέω εμπιστευτικά...

Κάνει και πρώτης τάξεως ξύρισμα (από Vrastaman, 04/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας που μοιάζει με τον Γκούφη από τα κινούμενα του Ντίσνεϊ. Απαραίτητα ψηλός και τα πέλματα των ποδιών αντικριστά, όπως το καρτούν. Συνήθως καλοκάγαθος ηλίθιος.

  1. Ήρθε σπίτι ο Χρήστος μαζί με τον Γιάννη τον γκούφη.

  2. - Ήταν και ο Χαράλαμπος εκεί.
    - Ποιος Χαράλαμπος;
    - Ο γκούφη!
    - Α, κατάλαβα.

(από Vrastaman, 09/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Υποκοριστικό» της λέξεως πρετζόνι, που προφανώς σχηματίζεται από την λέξη πρεζόνι μαζί με το «τζ» από την αγγλικάνικη ομόλογη της λέξη junkie.

Συνώνυμη με τις: πρέζονας, ζακιπρέ, ζέο, ζάκι.

Σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες λέξεις που χρησιμοποιούνται, ως επί το πλείστον, για άτομα που κάνουν χρήση πρέζας (βλέπε και ζαμπόν, ζουζού, κ.τ.λ.) η συγκεκριμένη χρησιμοποιείται κυρίως για να κοροϊδέψει ή να ειρωνευτεί κάποιον (πως αυτά που λέει δλδ είναι αποτέλεσμα χρήσης ουσιών) όταν αυτός είτε είναι μπουρδολόγος- παπαρολόγος με την καλή έννοια, είτε το μυαλό του (λέμε τώρα) έχει πνεύσει τα λοίσθια, με αποτέλεσμα αυτά που λέει να σε κάνουν να μην την παλεύεις, να βαράς ενέσεις.

(συζήτηση μεταξύ σλάνγκου κ «φιλομπαμπανιώτη»)
-…..αφού το έγραψε και ο Μπαμπινιώτης σε λέω. Είναι σίγουρο ρε…
- Εεε άμα το ’πε κι ο Μπάμπης αλλάζει το πράγμα… Δεν μας χέζεις ρε Τζόνι λέω 'γω; Άντε κόψε τα ληγμένα να ησυχάσουμε όλοι μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άμυαλος, ο μωρός παρθένος, ο έχων μυαλό νηπίου, ο ανεπίδεκτος μαθήσεως, ο άμπαλος γενικότερα...

Προέρχεται από τα αξιολάτρευτα «Τελετάμπις», χαρακτήρες αγαπημένης παρέας τηλεοπτικής σειράς απευθυνόμενης σε παιδάκια προσχολικής ηλικίας, την οποία ο τηλεοπτικός Δρακουμέλ εφηύρε, προκειμένου να τα σκλαβώσει αιωνίως στο κλουβί με τις ηλίθιες... Ως εκ τούτου, απετέλεσαν άλλη μία δικλείδα του συστήματος για την από νωρίς, οπτικοακουστική, ποιμαντορική εξάρτηση του εκκολαπτόμενου τηλεοπτικού ποιμνίου...

Επιπλέον, λόγω της γενικότερης ξενέρας και ανουσιότητας που προξενούσαν στο «κριτικό μάτι», αυτές οι φιγούρες, με τα καμώματά τους, κατ' επέκτασιν, μπορεί ο τελετάμπης να ταυτιστεί με τον ξενέρωτο, τον αδιάφορο, τον νυσταλέο τύπο...

- Άντε, τελετάμπη, κουνήσου! Πάλι μουχλιάζεις στο κομπιούτερ; Σήκω να πα να δούμε κάνα στρινγκάκι στο «μπόντις»!

Teletubbies (από poniroskylo, 17/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ψευδώνυμο με το οποίο έγινε πασίγνωστος ο Bill Cardille, κυρίως στις ΗΠΑ, κατά την 20ετία 1963-1983, μέσω της Σαββατοβραδινής τηλεοπτικής εκπομπής «Chiller Theatre» απ' όπου του βγήκε και το παρατσούκλι. Ο Cardille ήταν άνθρωπος της τηλεόρασης και του θεάματος γενικότερα και έκανε αμέτρητες παραγωγές ποικίλου περιεχομένου (από πρωινάδικα μέχρι αθλητικά), ενώ ταυτόχρονα παρουσίαζε ο ίδιος αρκετές από αυτές.

Σημαίνει τον άνθρωπο που κάνει τα πάντα, τον ακούραστο, αυτόν που καταγίνεται ταυτόχρονα με πολλά και ποικίλα αντικείμενα.

  1. - Μήτσο, θα κάνεις και έναν καφέ, ρε συ;
    - Κάτσε, ρε μαλάκα, ποιος είμαι, ο Χίλι Μπίλι;

  2. Τον Αντρέα τον έχουνε σκίσει στην εφημερίδα. Επειδή ξέρει κομπιούτερ, τον βάλανε τώρα να κάνει και τη σελιδοποίηση. Χίλι Μπίλι!

  3. Χίλι Μπίλι, μαλάκα. Δεν προλαβαίνω να κατουρήσω. Τρέχω σαν τον πούστη!

Bill Cardille  (από panos1962, 30/10/09)Ο Αντρέας (από panos1962, 30/10/09)Τρέχω σαν πούστης! (από panos1962, 30/10/09)Ο Chilli-μίδης! (από BuBis, 30/10/09)To εξώφυλλο του LP των Kinks "Muswell Hillbillies" (1971) (από allivegp, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τελείως φαλακρός, ο καραφλάζ. Ετυμολογείται μάλλον από το γουλί (κουρεμένος με την ψιλή), αλλά οι κακές γλώσσες λένε ότι έχει να κάνει με τον γνωστό αστέρα του Χόλιγουντ Γιουλ Μπρίνερ που έδειξε το δρόμο.

Επίσης, γιούλης.

  1. - Στο ταμείο θα δεις έναν γκιούλη. Σ' αυτόν θα πας.

  2. - Ρε συ, νιώθω άσχημα με τη μαλλούρα. Όλοι γκιούληδες είναι εδώ μέσα.

  3. - Είναι δυνατόν; Πιο πολλά σαμπουάν από μένα έχει ο γκιούλης. Τι τα κάνει μου λες;

Yuliy "Yul" Borisovich Brynner (από panos1962, 29/10/09)Pierluigi Collina (από panos1962, 29/10/09)Ό άξιοτερος όλων (από BuBis, 29/10/09)Ceci n\'est pas Γκουζγκούνης (από Vrastaman, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οπαδός (fan) μέχρι τρέλας των Who.

Σε μπαράκι:
- Τόλη για δες, ο Roger Daltrey στη γωνία, δεν το πιστεύω!
- Ο Θύμιος είναι ρε, πολύ χούβιος, σωσίας του έγινε ο βλάκας.

Δες και -όβιος, -όβια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, o τσιφούτης. Αυτός που κοιτά να κάνει τα πάντα με τον πιο ανέξοδο τρόπο. Αρέσκεται σε παντός είδους τράκες. Αγαπημένη μάρκα τσιγάρων, τα Τρακαστράτος. Η λέξη έγινε γνωστή από διαφήμιση μεγάλου καταστήματος με είδη ένδυσης. Χρησιμοποιείται μόνο για άντρες, για τις γυναίκες υπάρχει το τζάμπαγουμαν.

Βγαίνει από τις λέξεις τζάμπα + -μαν.

  1. -Ρε φίλε, με πετάς μέχρι τη Πετρούπολη;
    -Αϊ φτυσ' τα μπούτια σου ρε τζάμπαμαν! Να πάρεις το αργοφορείο.

  2. -Τακούληηηη; Θα με κεράσεις τσιγαράκιιι;(με ναζιάρικη φωνή)
    -Μα ναι! Πώς;! (το σκέφτεται καλύτερα,πιό αντρικά)..Δε μας χέζεις μωρή πατόζα λέω 'γω;! Παλιο-τζάμπαγούμαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified