Λεξιπλασία που προκύπτει από το ελληνικό ρήμα «έρπω» και την απαρεμφατική κατάληξη («γερούνδιο») της αγγλικής «-ing».

Υποδηλώνει το mode κίνησης «ένα-με-το-χώμα», όπου το υποκείμενο προχωρά μπρούμυτα έχοντας πλήρη επαφή με το έδαφος.

Συναντάται κατά κόρον στον ένδοξο Ε.Σ.

- Ε, εσείς οι τέσσερεις, φέρτε μου ένα Μάλμπουρο από το Κ.Ψ.Μ. Και που 'στε, να το κρατάτε από μια γωνία ο καθένας να μη σας πέσει.. Τι; Εννοείται με έρπινγκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χώρος του μπίχτινγκ, σπορ κατά το οποίο απαιτείται υλικοτεχνικός εξοπλισμός, λίγα φράγκα και άφθονος χρόνος.

Τα εργαλεία που χρειάζονται συνήθως είναι

  • ντύσιμο ιταλικής προέλευσης,
  • 2λιτρο υπερτροφοδοτούμενο γερμανικής κατασκευής, και
  • ιδιωτικός χώρος για να μπει το χειρουργικό τραπέζι.

    Κύριοι στόχοι είναι νεανίδες από τον χώρο του μόντελινγκ, tραγουδιστριάκια, wannabe ηθοποιοί, χορεύτριες κ.ο.κ., καθώς επίσης και noname μουνάκια, αρκεί να έχουν σασί διαστημικό.

Οι μαιτρ του είδους καταφέρνουν να πλήξουν στρατηγικούς στόχους με ελάχιστα μέσα.

- Χτες πήγα εκείνο το μοντελάκι που σου έλεγα στο σπίτι και το χειρούργησα.
- Άξιος! Άξιος! Άρχοντα του μπίχτινγκ!

Παραπονιέται, ότι αυτός που τραβιολογιέται, της κάνει νερά και 'γω της είπα «άμα δεν γουστάρεις τέτοια, να μην ψωνίζεις από τον χώρο του μπίχτινγκ».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει το έθιμο την Μεγάλη Παρασκευή να γυρίζουν οι πιστοί από εκκλησία σε εκκλησία, για να προσκυνούν όσους περισσότερους Επιταφίους μπορούν. Και να κάνουν και τα σχετικά καλλιστεία ποιος είναι ο ομορφότερος, όχι χωρίς τοπικιστική υπερηφάνεια («ο δικός μας είναι έτσι» κ.τ.λ.).

Στην εποχή του clubbing, το παραδοσιακό αυτό έθιμο της Μεγάλης Παρασκευής, που συνεχίζουν να το εξασκούν χριστιανόφατσες τε και χριστιανόφουστες, μετονομάστηκε σε churching (κατά το clubbing) ή Επιτάφιινγκ. Επειδή και στο clubbing (κατά μία έννοια) πας από το ένα κλαμπάκι στο άλλο, χωρίς να μένεις πολλή ώρα σε κανένα.

- Κάναμε ένα Επιτάφιινγκ την Μεγάλη Παρασκευή το μεσημέρι, και νομίζω ότι τον καλύτερο Επιτάφιο τον έχει ο Άι Γιάννης ο Τρέντης στα Κάτω Σλανγκέικα.

- Θα διαφωνήσω! Το δικό μου churching μου λέει ότι ο καλύτερος βρίσκεται στην Αγία Καραμέλα στο Άνω Σλανγκοχώρι.

(από Khan, 10/06/14)King Crimson, Epitaph, μυδασίστ Πάτσης (από Khan, 11/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το άθλημα του σούρσινγκ, που σημαίνει ότι σέρνομαι από καναπέ σε καναπέ, ή από καναπέ σε πολυθρόνα.

Βασική προϋπόθεση είναι ότι δεν χρησιμοποιώ τα πόδια μου, αλλά σέρνομαι με το σώμα μου σαν το φίδι.

Ιδιαίτερα δημοφιλές άθλημα στις λεγόμενες καφετέριες, στέκι όπου συναντιέται όλη η παρέα και υπάρχουν φυσικά καναπέδες.

Επίσης σούρσινγκ γίνεται και στα φοιτητόσπιτα όπου οι φοιτητές, άκα λιωμένοι φοιτητές, μετακινούνται στον χώρο με την χρήση αυτού του αθλήματος.

- Ρε μαλάκα... Πάμε έξω;;
- Κάαααααατσεεε να καταφέρουμε να κάνουμε σούρσινγκ... να πάμε στο σαλόνι να πιούμε νερό... τι έξω να πάμε είσαι με τα καλά σου;

αρκούδα που κάνει sourcing! (από sexpeer, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να είσαι cheerleader, δηλαδή μαζορέτα, «αρχηγός/οδηγός της χαράς» στην κυριολεξία. «Αμερικανιά που μας ήρθε κι από δω», που λέει κι ο Παυλέας.

Επίσης, το να συμπεριφέρεσαι ως χαζορέτα.

Επίσης, το να είσαι πεσίχαρος ή πασιχαρής ή πισωγλέντης, πισωγλεντζές. Εξάλλου gay και cheer δεν διαφέρουν πολύ νοηματικά. Η έκφραση είναι «κάνω τσιρλίντινγκ», όπως «κάνω κλάμπινγκ» κτλ.

  1. Η Λόλα κάνει τρελό τσιρλίντινγκ. Χτες με ρώτησε: «Έχω μια απορία: Τελικά, το σωστό είναι Ιράν ή Ιράκ;».

  2. - Λες να κάνει τσιρλίντινγκ ο Λούλης; Τον βλέπω πολύ χαρούμενο τώρα τελευταία, πολύ ανεβασμένο!
    - Χαρούμενο στα αγγλικά;

(από Hank, 07/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πόρτο-Ράφτιγκ είναι οι διακοπές στο Πόρτο-Ράφτη, για τους Αθηναίους που δεν έχουν χρόνο και χρήμα να πάνε μακρύτερα!

- Πω πω, τι ωραία που ήταν στο ράφτιγκ στον Αχελώο! Εσύ πώς πέρασες;
- Γαμάτα! Έκανα Πορτο-Ράφτιγκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπύριασμα, τα μπυρίτσουαλς, το χτίσιμο των κοιλιακών.

- Ανδρέα γιατί μυρίζει μπύρα η ανάσα σου;
- Να σου εξηγήσω μωράκι μου, πήγαμε με τον Παναγιώτη μετά τη δουλειά για μία παγωμένη.
- Ποια μία ρε μωρό μου; Εσύ μυρίζεις σαν την Αθηναϊκή Ζυθοποιία! Δε βλέπεις που έφτασε η μπυροκοιλιά;;;
- Άει παράτα μας κι εσύ. Φεύγω.
- Που πας τώρα;
- Συγχύστηκα και πάω να χτίσω κοιλιακούς...

(από Galadriel, 08/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνάντηση, η μάζωξη. Εμπαικτική μεταφορά της αγγλικής λέξης meeting, κυρίως όταν αυτή εκφράζει τις επαγγελματικές συναθροίσεις μεγαλοστελεχών ή και πιο παρακατιανών γιάπηδων. Αντί να γραφεί «μίτινγκ» ή «μήτινγκ», γράφεται με -υ- ώστε να παραπέμεπει στη λέξη μύτη. Προφέρεται δε και αναλόγως, όπως δηλαδή λένε οι γερμανοί το y ή οι γάλλοι το u.

Αν και δεν έχει καμία θέση η μύτη στον εμπαιγμό ή στο πραγματικό μήτινγκ, εντούτοις προσδίδει κάτι το γελοίο στη λέξη, γιατί φέρνει στο νου λέξεις όπως ψηλομύτης, («ψηλομύτινγκ» θα μπορούσε να είναι το μήτινγκ υψηλοβάθμων στελεχών), «σκάω μύτη» (εμφανίζομαι απροειδοποίητα σε μήτινγκ), ή θυμίζει τη μύτη του Πινόκιο που έλεγε ψέματα, έτσι ακριβώς όπως κάνουν όλοι οι συνδαιτημόνες αυτών των συναντήσεων.

Στη σλανγκ μύτινγκ είναι κάποιο «δήθεν» μήτινγκ, είτε ψεύτικο (δικαιολογία για την απουσία μας ή για το κλειστό κινητό μας) ή απλώς η συνάντηση μιας παρέας για χαβαλέ.

  1. - Γιατί άργησες αγάπη μου σήμερα και ήρθα σπίτι και δεν ήταν κανείς, τα φώτα σβηστά και φαγητό ούτε για δείγμα; Και σε έπαιρνα τηλέφωνο και δεν το σήκωνες;
    - Μωρέ είχαμε μύτινγκ στη δουλειά και δεν μπορούσα να φύγω ούτε να έχω ανοιχτό το κινητό.

  2. Ρε παίδες, να κανονίσουμε ένα μύτινγκ επί τέλους, χρόνια και ζαμάνια έχουμε να βρεθούμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός και λιγάκι απαρχαιωμένος όρος που προέρχεται ή έστω διαδόθηκε από την ιδιόλεκτο των χάπατων στα 90's και που περιγράφει την ευφοριογόνο (αγαπογόνο ίσως) ψυχοτρόπο δράση διάφορων ουσιών (με πατριάρχη το eψιλον), σε αντιδιαστολή προς την παραισθησιογόνο (που εξασφαλίζεται από τη συνομοταξία των τριπακίων).

Συντάσσεται με το «δίνω», «βγάζω», σπανιώτατα «σκάω φήλινγκ». Πιο ιδιότροπη και τώρα πιο διαδεδομένη η χρήση ως περιγραφή του γενικού κλίματος και συναισθήματος που αποπνέει ένας μέρος και μια κατάσταση.

Ακόμα πιο ιδιότροπη η χρήση του ως περιγραφή της «αύρας» ενός ατόμου (βλ. παράδειγμα).

- Τι λέει ο καινούργιος συνάδελφος; - Καλά με τον καΐλα δε βγάζεις άκρη... Τον έχωσα λίγο να βοηθήσει στο πατάρι και άρχισε και μου λέγε «Αδερφέ, το φήλινγκ σου, την αλήθεια σου να μη χάσεις, αυτό έχει σημασία». Τα πιάσαμε τα λεφτά μας λέω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλοβαράμε , ψωλαρμενίζουμε , την παίζουμε. Γενικώς μαλακιζόμαστε.
Προέρχεται από τη λέξη πούτσα, η οποία στο γερούνδιο της ενεργητικής φωνής προσλαμβάνει την κατάληξη -ing (όπως λέμε κλάμπινγκ, όχι όμως κάμπινγκ) και δηλώνει την αποκλειστική ενασχόληση με αυτήν (ναι ρε την πούτσα εννοώ). Προσοχή, δεν έχει καμία σχέση με τον Ρώσο άρχοντα Πούτιν, αλλά μάλλον με τον Αμερικανό πρόεδρο Μπους που έχει αναγάγει το πούτσινγκ σε επιστήμη.

- Πού έχεις χαθεί ρε μαλάκα σήμερα όλη μέρα; Πάλι για πούτσινγκ είχατε πάει με την κωλοπαρέα σου; Πότε ρε θα διαβάσεις για την εξεταστική;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified