Ο ταξιτζής.
- Σανίδωσέ το ρε τάριφμαν, θα χάσω την πτήση.
Ο ταξιτζής. Από την «ταρίφα», το κόμιστρο δηλαδή της «κούρσας». Συχνά αναφέρεται και ως Κίτρινη Φυλή (από το κίτρινο χρώμα των ταξί στην Αθήνα), ταριφόπουλος και ταρίφογλου.
Καθώς οδηγούσα στην Αλεξάνδρας πετάγεται ο ταρίφας από το στενό χωρίς καν να κοιτάξει. Του 'χωσα δυο φάσκελα και κάτι μπινελίκια και ηρέμησα.
Αύριο έχουν απεργία οι ταρίφες, άδειοι θα είναι οι δρόμοι.
Δες και τάρι-τάρι/ τάρι, τάριφμαν, Ομάρ Ταρίφ, ο, ταρίφα-ταρίφα, κιτρινιάρης, κίτρινη φυλή
Got a better definition? Add it!