Το φιλοδώρημα, το πεσκέσι, ο άξιος μισθός. Επί τουρκοκρατίας, η αμοιβή των αρματολών· σήμερα, η μίζα των πάσης φύσεως παρακρατικών.

Πιο αδόκιμα: ναρκοσλάνγκ για τον μεσάζοντα διακινητή. Ο λουφές αμείβεται με ποσοστά επί των πωλήσεων και κατά κανόνα δεν είναι χρήστης. Καμία σχέση με το βαποράκι που μεταφέρει αλλά δεν διακινεί πράμα.

Εκ του τουρκικού ulufe (αμοιβή μισθοφόρου).

Βλ. και λουφετζής.

1.
«-Καπετάνιε,πάρε κι εσύ το λουφέ σου..» Ο Νικηταράς έπιασε το σπαθί,κοίταξε τα στολίδια του και το πέταξε μπροστά του. Είπε: «-Αυτός είναι ο λουφές της πατρίδας..» Αμέσως ένας-ένας άρχισαν να αφήνουν χάμω τα λάφυρα σχηματίζοντας ένα σωρό ,το πρώτο ταμείο του έθνους. Από τότε έχει να πάρει η πατρίδα λουφέ..

2.
Ποιος όμως είναι ο… λουφές της εξουσίας για τους νικητές; Κανείς δεν ξεχνά τη φράση του Βύρωνα Πολύδωραμ που είχε κάνει αίσθηση λίγο πριν την αναρρίχηση της Ν.Δ. στην εξουσία το 2004, που έκανε λόγο για «δέκα χιλιάδες κομματικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που ήταν διορισμένα σε θέσεις ευθύνης του Δημόσιου Τομέα». Η Νέα Δημοκρατία είχε υποσχεθεί προεκλογικά «επανίδρυση του κράτους», αλλά δυστυχώς οι «κουμπάροι», οι «κολλητοί» και οι «ημέτεροι» δεν έλειψαν και πάλι...

  1. ♪♫ Περιμένω τον λουφέ μου
    26 ευρά ανά χείρας ♪♫

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξεσκούφωτο λουκάρισμα: όταν κάποιος αναγκάζεται να κρύψει μικρή ποσότητα σταφ στην σούφρα του χωρίς υπόθετο. Το χούσωμα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη πρακτική και εφαρμόζεται μόνο σαν έσκατη λύση απελπισίας σε δύσκολη στιγμή. Δεν πρόκειται για μορφή λαθραίας διακίνησης ουσιώνε.

Το Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) μας πληροφορεί ότι το λήμμαν ετυμολογείται από τα καλιαρντά όπου η τρύπα λέγεται χους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νταραβέρι (κυρίως ουσιώνε) στα ποδανά.

Το λήμμαν δεν δίνει γουγλοχτυπήματα αλλά καταγράφεται στο Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) ως εμβληματική ναρκοσλανγκιά.

- Ζειπαί ποτατί με τον Καυλαγόρα και κλιζιτρεί; Τον πάνε παπί-λοκώ στη λειαδού; Πήρε τον λοσπού από καμιά λατσού μεναγκό; Έχασε γκαφρά σε κακό ραβεριντά;
- Όχι, διάβασε στο σλανγκρρ λήμμα για τον Ντερριντά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται στο ουδέτερο («χημισμένο») και σημαίνει το προϊόν (κυρίως το ελαιόλαδο) που έχει ελεγχθεί και πιστοποιηθεί από το γενικό χημείο του κράτους.

Από τη λέξη χημεία, εννοείται.

Ζαργκόν των λαδάδων. Δεν εντοπίστηκε στον γούγλη.

Μόνο χημισμένο εξάγεται το λάδι, αλλιώς ξέχνα το.

Got a better definition? Add it!

Published

Έχουμε φτιάξει το τρίφυλλο...ναι; Έχουμε μαζί μας και πρέζα. Σαλιώνουμε λοιπόν το τσιγάρο και του ρίχνουμε πάνω πρέζα! Η πρέζα κολλάει. Και το κανονικό χαρτάκι Rizla που έχουμε χρησιμοποιήσει, έχει γίνει πλέον πρεζόχαρτο!

Βλέπεις ένα μπάφο με άσπρη σκονίτσα κολλημένη πάνω του; Μπάφος με πρεζόχαρτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Διαθέτει μεγάλη ικανότητα στο να τυλίγει τον ακροατή του, όπως ένα πακέτο, να τον ξεγελάει και να τον παραμυθιάζει, συνήθως με σκοπό να του πασάρει σκάρτο εμπόρευμα.

Κατ' επέκταση, χρησιμοποιείται για όλους τους μικρούς ή μεγάλους απατεώνες, στο εμπόριο κάθε είδους, (παραδείγματα 1 και 2), στην πολιτική (παρ. 3) ή στον αθλητισμό (παρ. 4).

Προσωπική γνώμη: Η λέξη χρησιμοποιήθηκε με αυτή την έννοια πρώτη φορά από τους γυρολόγους Τσιγγάνους, που πουλούσαν μικροεμπορεύματα, περιπλανώμενοι από περιοχή σε περιοχή και από κει πέρασε και σε άλλα περιβάλλοντα, κυρίως του λεγόμενου παραεμπορίου, (βλ. 5ο παράδειγμα). Ήθελαν οι Τσιγγάνοι με τη λέξη αυτή να τονίσουν την έμφυτη ικανότητα κάποιων από το σινάφι τους να πουλάνε απίθανα ή και ολότελα άχρηστα προϊόντα στους πελάτες τους, χρησιμοποιώντας άμεσο, στακάτο και έξυπνο λόγο, με ζηλευτές ατάκες και χειμαρρώδη ομιλία, έτσι ώστε απλά να μην μπορεί κανείς να πει όχι.

Το λήμμα αφιερώνεται στον ψηλέα γυρολόγο Τσιγγάνο πωλητή πουκαμίσων και άλλων ειδών που δραστηριοποιείται πέριξ της πλατείας Συντάγματος και ποιος ξέρει πού αλλού. Μιμείται καταπληκτικά τη φωνή του Βοσκόπουλου. Μια φορά να τον συναντήσετε, δεν τον ξεχνάτε.

1) ΓΕΙΑ ΣΑΣ ΠΑΙΔΙΑ ΕΙΜΑΙ ΝΕΟΣ ΣΤΟ ΦΟΡΟΥΜ ΚΑΙ ΕΔΩ ΚΑΙ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΩ ΜΠΟΤΕΣ,ΜΗΠΩΣ ΞΕΡΕΤΕ ΑΠΟ ΠΟΥ ;
ΠΙΣΤΕΥΩ ΕΧΕΙ 3,4 ΜΑΓΑΖΙΑ ΑΛΛΑ ΔΕ ΞΕΡΩ ΠΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΣ Ο ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΚΕΤΑΤΖΗΣ.ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ

Από το δίκτυο, εδώ

2) Mόλις είχα έρθει στην Aθήνα από μια άλλη χώρα όπου έλειπα καιρό, και κατέβηκα για να “γίνω” σ’ ένα παλιό νταραβέρι. Aπέναντι απ’ τον OKANA της 3ης Σεπτεμβρίου, ελπίζοντας ότι τα πράγματα είχαν μείνει όπως τα ήξερα. Πίκρα. Kόσμος δεν υπήρχε, τίποτα δεν “έπαιζε”. Mια κοπελιά “αρρωστάκι” κι αυτή μου λέει: “φιλαράκι όλοι είναι Γερανίου”. Mε πήρε σχεδόν απ’ το χέρι και φτάνοντας εκεί έμεινα έκπληκτος από την έκταση του νταραβεριού. Ένα απέραντο πλήθος εξαθλιωμένων πρεζάκηδων, μεταναστών, κάθε λογής ταλαιπωράκηδων σ’ ένα ακατάπαυστο και ατέλειωτο πάρε δώσε, φόρα παρτίδα να την πίνουνε μάλιστα “χύμα” μπροστά σε όλους. H πραγματικότητα ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Mπορούσες την ίδια στιγμή να σπρώξεις ότι είχες “ψειρίσει” και να γίνεις απ’ τον δίπλα. Πολλή και φτηνή πρέζα. H απόλυτη φαντασίωση του κάθε πρεζάκια. Yπήρχαν όμως και καινούργιες φιγούρες. Yπήρχαν αφρικανοί και ασιάτες που αγόραζαν διαβατήρια και κλεμένα. Tα πρεζάκια που μπαίνανε “μπροστινοί” σου ψιθυρίζανε στ’ αυτί “ψηλέ θες να γίνεις από αράπη;”. Όπου αράπης ήταν ο αφρικανός, νέα φιγούρα νταραβεριτζή, που εγγυότανε καλύτερη “ξήγα”, αφού ο τόπος είχε μπουχτίσει από “πακετατζήδες” Έλληνες και Pωσοπόντιους

Από το δίκτυο, εδώ

3) απο λογια χορτασαμε....ειδικα ο Παπουτσης ειναι μεγαλος πακετατζης.... αν δεν στειλει πισω 10000 τον επομενο μηνα μην πιστευεται τιποτε....

Από το δίκτυο, λίνκ δε βάζω, μυρίζει, κάποιος απαιτεί να στείλει πίσω ο Παπουτσής 10000 μετανάστες, αν θέλει να μην τον περνάνε για πακετατζή. Η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

4) Ο πακετατζής,Γκμοχ δηλαδή, την δουλειά την έκανε με εντολές βάζελου γιατί μέχρι τότε η ομάδα που κυνηγούσε την ΑΕΛ ήταν ο ΟΦΗ του Θόδωρου Βαρδινογιάννη όταν ακόμη ο ΟΦΗ δεν ήταν το παραμελλημένο παραπαίδι της οικογένειας Βαρδινογιάννη.

Από το δίκτυο, εδώ

5) - Δηλαδή είσαι παραμυθάς !! - Πακετατζής το λέω εγώ.

Συνέντευξη του γυρολόγου Τσιγγάνου Διονύση, στο βιβλίο της Αλίκης Βαξεβάνογλου: Έλληνες Τσιγγάνοι, Περιθωριακοί και Οικογενειάρχες, εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παντζαρόσωστος: Δεν είναι αυτός που είναι σωστός περί το παντζάρι αλλά αυτός που σώθηκε από το παντζάρι. Δηλαδή ο παντζαροσωσμένος ή ο διά κοκκινογουλίου ή τεύτλου σεσωσμένος.

Σ.ς.: Τα τεύτλα σώζουν! Ρίχτε μια ματιά στα σχόλια της φραπελιάς να καταλάβετε.

- Είχα μια αιμορραγία που κόντεψα να πεθάνω. Αλλά η κυρα-Νίτσα να είναι καλά! Με δυο κιλά παντζάρια με συνέφερε!
- Σ' έσωσε θες να πεις!
- Μόνο; Μ' έκανε σωστό παντζαρόσωστο!

Σώζει ζωές (από Vrastaman, 19/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζεται έτσι το υλικό που προκύπτει από την σύνθλιψη και άλεση ασβεστόλιθου (~80%) με άργιλο (αργιλικός σχιστόλιθος ~20%) κατά την διαδικασία παραγωγής τσιμέντου.

Το υλικό αυτό θερμαίνεται στους 1450°C σε περιστροφικούς κλιβάνους, όπου υφίσταται διάφορες πολύπλοκες χημικές μεταλλάξεις και μετατρέπεται σε ένα άλλο υλικό που ονομάζεται κλίνκερ. Η λεπτή άλεση του κλίνκερ μαζί με μικρή ποσότητα γύψου δημιουργεί το τσιμέντο.

Παρά τη σχετική του ονομασία το υλικό αυτό δε φουσκώνει μόνο του και πιθανότατα πήρε την ονομασία του λόγω του ωχρού λευκού χρώματος που θυμίζει το αλεύρι.

(κι άλλες λεπτομέρειες.)
(σ.σ.: ο ορισμός γράφτηκε με μια μικρή βοήθεια.)

Φτου ρε πούστη μου δουλειά...
Είναι κάτι μέρες που γυρίζω απ' το εργοστάσιο και καθόμουν και σκεφτόμουν: τι σκατά καθόμασταν και φτιάχναμε εκεί πέρα, κάθε μέρα τσιμέντο, χιλιάδες τόνοι τσιμέντο, τσιμέντο δηλαδή να μπούμε μέσα...
Πάω στο φούρνο, του λέω : «λίγο αλεύρι»
Μου λέει: «απλό ή φαρίνα
Άκουσε να δεις φίλε αν νομίζεις ότι μου κάνεις πλάκα...
τι σκατά θα το κάνουμε τόσο τσιμέντοοοο;

σε υποστήριξη του επικού παραδείγματος. (από jesus, 17/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας κάνναβης έχει εξαντλήσει πλήρως τους εκάστοτε pot-ες. Υπό αυτή την κατάσταση δεν είναι σε θέση να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο, παρά να κουνήσουν τις κόρες των ματιών τους - με εξαντλητική προσπάθεια - και να γελάνε ασταμάτητα, από μέσα τους.

Σπάνια κάποιος φτάνει στα επίπεδα της υπερχόρτωσης στη σύγχρονη Ελλάδα λόγω ανεργίας, που ως αποτέλεσμα έχει την εξαιρετικά περιορισμένη αγορά κάνναβης και φυσικά την προσεκτική κατανάλωσή της. Παρ' όλα αυτά, όλοι οι pot-ες κάποτε φτάσανε στην απόλυτη αυτή κανναβική νιρβάνα.

Η λέξη είναι βέβαια συνδυασμός των: υπερφόρτωση + χόρτο.

Τιμή και Δόξα στη Μπιζελόσουλα, δημιουργό της λέξης αυτής.

- Στρίψε ακόμη ένα τρίφυλλο ρε!
- Μαλάκα θες κι άλλο; Εγώ δεν την παλεύω πια, έπαθα υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά λέξη μετάφραση του αγγλικού «what's your poison» που στην ουσία ρωτά «με τι φτιάχνεσαι;», «με τι την βρίσκεις;», «ποιο το κόλλημά σου;».

Αν κι αναφέρεται κυρίως σε ξίδια, ουσίες και βίτσια, έχει φτάσει να κυκλοφορεί από και καλά αλάνια μπάρμεν, ίσως, γιατρούς και νταβατζήδες με πολλά κονέ, μέχρι το πληκτρολόγιο κάθε βιαστικής ντεμέκ άνετης και περπατημένης νετο-γιαλόμας, όταν βολιδοσκοπεί τα όποια γούστα του εκάστοτε συζητητή.

To γνωστό αναντάμ παπαντάμ απ' τον Titus Lucretius Carus: Ut quod ali cibus est aliis fuat acre venenum πως «ό,τι αποτελεί τροφή για κάποιον, αποτελεί πικρό δηλητήριο για κάποιον άλλον», μοιάζει να ανάγεται από μια υπερανεκτική κοινωνία, σχεδόν χαριτωμένα και τελείως απενοχοποιητικά, σε αήθη κατανάλωση (ο πελάτης έχει πάντα δίκιο) οποιουδήποτε προϊόντος ή υπηρεσίας (όλα εμπορεύματα προς πώληση, για να κινηθεί με το νταλαβέρι η Αγορά).

Υπονοείται προφανέστατα, πως καθένας έχει τουλάχιστον από ένα, που στην τελική τον χαρακτηρίζει μονοδιάστατα, τουλάχιστον σ' όποιον ρωτά.

1.
-Η μόνη απορία πλέον είναι ποιο είναι το δηλητήριο σου πρωί - πρωί. Ουίσκι; Βότκα; Ρούμι; Τσίπουρο; Ποιο; -Όλα ρε, σε σφηνάκι.

2.
Λοιπόν, ποιο είναι το δηλητήριό σου απόψε; Τι είναι αυτό που σε βοηθά να κρύψεις αυτό που τα μάτια σου προσπαθούν να προδώσουν; Τι είναι αυτό που σου δίνει ενέργεια να χορεύεις όλο το βράδυ, αυτό που σε κάνει να δείχνεις όμορφη, ευχάριστη κι ενδιαφέρουσα; Τι έχει κάνει όλα τα μάτια να καρφωθούν πάνω σου; Είναι μήπως αυτό που βρίσκεται μέσα στο ποτήρι σου, που έχει γεμίσει κι αδειάσει ήδη τρεις φορές; Είναι η μουσική που έχει πλέον γίνει ένα με τους παλμούς της καρδιά σου, τα φώτα που έχουν κάνει τα πάντα γύρω σου να εξαφανιστούν κι αισθάνεσαι σα να έχεις μεταφερθεί ολομόναχη σ' έναν πύρινο πλανήτη;

(όλα απ' το δίχτυ)

Δες και δηλητήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified