Further tags

Μπιλιαρδάδικο είναι ένας υγειονομικός σχηματισμός, συνηθέστερα Νομαρχιακό Νοσοκομείο ή περιφερικό Νοσοκομείο μεγάλου αστικού κέντρου, που δεν είναι σε θέση να προσφέρει ολοκληρωμένη νοσηλεία αλλά κατευθύνει / παραπέμπει τα δύσκολα περιστατικά (περίπλοκα ή επιπεπλεγμένα) σε άλλα, μεγαλύτερα, με αρτιότερη λειτουργία Νοσοκομεία. Αυτή η μετακίνηση των ασθενών από το ένα Νοσοκομείο στο άλλο, προσομοιάζει, βεβαίως, με τις σπόντες με τις οποίες μετακινούνται οι μπάλες πάνω στο τραπέζι του μπιλιάρδου.

Συνηθέστερες αιτίες που προφασίζονται τα μπιλιαρδάδικα για να δικαιολογήσουν το ξεφόρτωμα των ασθενών τους προς άλλα Νοσοκομεία, είναι η έλλειψη συγκεκριμένων ειδικοτήτων (π.χ. Νευρολόγος, Αγγειοχειρουργός κ.λπ.), η αδυναμία πραγματοποίησης εξειδικευμένων παρακλινικών (π.χ. spiral CT, σπινθηρογράφημα θυρεοειδούς κ.λπ.) ή εργαστηριακών (κουφά αυτοαντισώματα, διάφορες ό,τι νά 'ναι ορμόνες) εξετάσεων, που ούτε και οι ίδιοι οι θεράποντες ιατροί ξέρουν για ποιο λόγο τις ζητάνε ή πώς να τις αξιολογήσουν άμα λάβουν τ' αποτελέσματα, αλλά σε κάθε περίπτωση χρησιμεύουν ως πρώτης τάξης δικαιολογία για να αδειάσουν την κλινική από τις δύσκολες περιπτώσεις και να απαλλαγούν από τη σχετική μέριμνα, ευθύνη και άγχος (πασάροντας τα βέβαια όλ' αυτά στους συναδέλφους τους).

- Προϊσταμένη, με ποιο άλλο νοσοκομείο συνεφημερεύουμε σήμερα;
- Μια στιγμή να δω... εεε...Παρασκευή... Παρασκευή... α! Άγιος Δημήτριος!
- Όχι ρε πστ μου, πάλι με το μπιλιαρδάδικο, τη γκαντεμιά μου μέσα! Θα φτύσουμε αίμα πάλι Παρασκευιάτικα, γμτ.

Δες και -άδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαγαζί τύπου κλαμπ ή μπαρ που εξειδικεύεται στην διοργάνωση και πραγματοποίηση συναυλιών (live < λάιβ στο ελληνικότερο).

Η διαφορά του κατ' εξοχήν λαϊβάδικου σε σχέση με τα διάφορα μπαράκια ή κλαμπάκια που διοργανώνουν περιστασιακές εμφανίσεις μουσικών ή συγκροτημάτων, έγκειται στην ειδική διαμόρφωση του χώρου (ύπαρξη σκηνής, υπερυψωμένης ή στο επίπεδο του πατώματος) έναντι της δημιουργίας χώρου μέσω της αφαίρεσης τραπεζιών, πάγκων, καναπέδων στα δεύτερα, καθώς και στον ιδιόκτητο ηχητικό και μουσικό εξοπλισμό (π.χ. ολοκληρωμένο σετ ντραμς, ενισχυτές, κονσόλες, P.A. κλπ συναφή), αν και το δεύτερο δεν αποτελεί πάντα κανόνα. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό είναι τ' ότι στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουν στάνταρ εβδομαδιαίο πρόγραμμα εμφανίσεων, αλλά φιλοξενούν διάφορες διοργανώσεις, συχνά με συνεχή ροή διαφορετικών συναυλιών.

Τα λαϊβάδικα δεν περιορίζονται σε συναυλίες συγκεκριμένων μουσικών ιδιωμάτων, αν και στα καθ' ημάς ασχολούνται περισσότερο με ροκ / μέταλ και έντεχνη ελληνική μουσική. Πρέπει επίσης να αναφερθεί τ' ότι όσον αφορά το σκέλος της παροχής αλκοολούχων, τα λαϊβάδικα δεν διαφέρουν σχεδόν σε τίποτα απ' τα παραδοσιακά κλαμπάκια-μπαράκια-ελληνάδικα, είτε ως προς τις τιμές και την ακρίβεια, είτε ως προς την ποιότητα - η μπόμπα πάει σύννεφο και στα μεν και στα δε.

Οι ιδιοκτήτες των μαγαζιών αυτών λέγονται λαϊβάδες.

  1. Τον θυμάμαι στις αρχές τις δεκαετίας του 80 να παίζει συχνά-πυκνά σε ένα λαιβάδικο στην Μεσογείων στο ύψος της Αγ.Παρασκευής . «Ρόδα» το λέγανε το μαγαζί αν θυμάμαι καλά και μάζευε 50-100 άτομα.Όταν δεν έπαιζε ο Nick,παίζανε οι «Μουσικές Ταξιαρχίες».Τέλειο line up για τότε.Ιδανικό. (Εδώ)

  2. Το ΑΝ είναι για το πολύ 350 άτομα. Παραπάνω χωράει μεν, αλλά δεν φχαριστιέσαι συναυλία, εκτός εάν είσαι στις 5 πρώτες σειρές. Βασικά πιο πολύ κοντά σε προβάδικο πάει παρά σε λαιβάδικο. (Εκεί)

  3. Εδω θα ηθελα να αναφερω ενα μαγαζι το οποιο δεν ηταν μεταλ, αλλα αποτελουσε μια πολυ καλη προσπαθεια προς την κατευθυνση αυτου που λεω ''σωστο ροκ κλαμπ''. Τελη 90 και το μαγαζι ηταν το Bug στο Γκαζι. Αρκετα μεγαλος χωρος, industrial σκηνικο με σωληνες τεραστιους ανεμιστηρες κτλ. Η μουσικη ηταν αυστηρα ξενη και κινουνταν απο το mainstream rock της εποχης, στο ανερχομενο crossover (μετεπειτα numetal), industrial και στο τσακιρ κεφι επιλεγμενα μεταλ κομματια. Μπορει μουσικα να μην με καλυπτε 100% αλλα ηταν ενας πολυ ωραιος χωρος, προπαντως με καλο κοσμο και οχι καμμενους και πρεζακια. Σωστος ηχος και πολλες ωραιες παρουσιες χεχε, μιας και ηταν παντα τιγκα. Μετα εγινε αποτυχημενο λαιβαδικο και τελικα απ οτι εμαθα gay bar (ε ρε νηλες που θα επαιξαν τις πρωτες μερες) (Λίγο πιο πέρα)

(από Khan, 25/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέχρι πρότινος μπακάλικο που δεν είχε πατήσει άνθρωπος από το 1950 και τώρα πλασάρεται σαν ντελικατέσεν.

Πουλάει τυριά Νάξου, σαλιγκάρια από Κρήτη, κάπαρη σε βαζάκι και άλλα λιαστά και μη προϊόντα της Ελληνικής γης. Ψαρώνουν με τέτοια μαγαζάκια όλες οι νεόπλουτες γκόμενες, κυρίες του Κολωνακίου και διάφοροι σαολίν με ράστα γιατί είναι «in».

- Ρε μαλάκα για πες πως ήταν χτες που πήγες σπίτι της Έλλης και σου έκανε το τραπέζι;
- Άσε φίλε ...
- Τι ρε δεν πέτυχε τη μακαρονάδα;
- Ποια μακαρονάδα ρε ... κάτι φύλλα έτρωγα και κάτι τυριά που μύριζαν σαν τα πόδια του Παπαδόπουλου που κοιμόταν από πάνω μου στο στρατό!

Lauren Bacall (από Vrastaman, 26/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαγγελματική αργκό των οδηγών πούλμαν.

Στις μεγάλες αποστάσεις μοιράζονται το οδήγημα δύο οδηγοί. Όσο ο ένας είναι στο τιμόνι, ο άλλος πρέπει να ξεκουράζεται ή να κοιμάται. Τα πούλμαν όμως δεν έχουν κρεβατάκι, όπως οι νταλίκες. Ο χώρος που κοιμάται ο πουλμανατζής βρίσκεται στο κάτω μέρος του πούλμαν, εκεί όπου είναι και οι αποσκευές. Επειδή λοιπόν είναι βαθιά και σκοτεινά κει χάμω, το αποκαλούν τάφο.

- Μπάμπη, ξύπνα, πιάστηκα. Πάρ' το συ, να μπω λίγο στον τάφο να ισιώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι αίθουσες τσαγιού (εκ του Αγγλικού tea room) που ανοίγαν με επιτυχία πολλοί Έλληνες μετανάστες στην Αυστραλία στις αρχές του 20ου αιώνα.

Εμένα ο παππούς μου ήταν πολύ προδομένος. Χωρίς ένα βρακί ήρθε στην Αυστραλία και έφτιαξε μόνος του ολόκληρο τιρουμτζάδικο στην Καμπέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέθοδος φωτισμού και αερισμού υπόγειων χώρων αλλά και μικρή αυλή στο πίσω μέρος, συνήθως μονοκατοικίας.

Από τo γαλλικό cour anglaise, αγγλική αυλή. Η διαμόρφωση συνηθίζεται πολύ σε εγγλέζικες και αμερικανικές μονοκατοικίες.

Επαγγελματική αργκό σε μηχανικούς.

Φέρ' τα σχέδια να δούμε, εδώ είναι το γκαράζ, εδώ το WC, κι εδώ ο κουραγκλές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (Π.Ο.Π.) επιχείρησης εστίασης που ευρίσκεται πλησίον στρατοπέδου, στρατιωτικής μονάδας, γραφείων, επαγγελματικών χώρων, συνεργείων αυτοκινήτων, γηπέδου, γυμναστηρίου, σχολείου, νυκτερινών κέντρων, οίκων ανοχής και αλλαχού.

Είναι συνήθως ατομική επιχείρηση, βία Ο.Ε., αλλά μπορεί να είναι και περιστασιακή φουφού, χωρίς καμία απολύτως άδεια η νομική υπόσταση.

Η εγκαταστημένη ισχύς της κυμαίνεται από ξυλοκάρβουνα μέχρι μερικά KVA. Απασχολεί 1-3 άτομα (καντίνα, μικρό εστιατόριο, κιόσκι, πάγκος, ψησταριά). Ο χώρος υγιεινής W.C. μπορεί να είναι από υποτυπώδης έως το παρακείμενο δέντρο. Δεν είναι καταχωρισμένη στον Χρυσό Οδηγό η στο 1188... ούτε θα την συναντήσετε σε κάποιο τηλεοπτικό σποτάκι.

Δεν απαιτείται ινδιάνος Απάτσι για την ερμηνεία των σημάτων καπνού από τη τσιμινιέρα του καταστήματος που αποτελούν τον καλύτερο κράχτη τής εν λόγω επιχείρησης, μαζί με τη τσίκνα της παντσέτας (χοιρινό έδεσμα, πλήρες τριγλυκεριδίων) και τα περιφερόμενα πειναλέα κοπρόσκυλα.

Παρά την αποθαρρυντική έως αποτρεπτική οργάνωση-στήσιμο, οι επιχειρήσεις αυτές σπάνε ταμεία.

Στο γραφείο:
- Αχ, σας έφερα κάτι τυροπιτάκια απ' το σπίτι, που τα 'φτιαξα μόνη μου.
- Άσε, ρε Γιώργη, πετάξου στον βρομιάρη και πάρε κάνα κιλό παντσέτα με τα συναφή να ντερλικώσουμε, κερνάω εγώ σήμερα.

(από iwn, 30/10/10)(από iwn, 30/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψιλοαρχαία σλανγκ λέξη συνώνυμη με τη φυλάκα, τη στενή, την ψειρού ντε!

Συγγενεύει με την λέξη μπουζουριάζω. Καμία σχέση με τα μπουζούκια βεβαίως-βεβαίως.

Θυμάσαι κάτι τσαντάκηδες που είχανε ρημάξει την Καλλιθέα; Ε, τους πιάσανε και τώρα είναι στη μπουζού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ταύρος (Δήμος του L.A.) στη γλώσσα της κίτρινης φυλής.

- Το 31 ακούει;
- Ναι ακούω.
- Πού είσαι 31;
- Πάω από Νταύρο προς Καλλιθέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νυχτερινό μαγαζί που αναλαμβάνει γάμους, στη γλώσσα των φωτογράφων.

- Γιώργο παιδί μου, όταν τελειώσεις με τη φωτογράφηση έλα λίγο στο γραφείο μου.
- Τι με θέλετε, πάτερ;
- Σκέφτομαι να ανοίξω ένα γαμάδικο δίπλα στην εκκλησία κι ήθελα τη γνώμη σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified