Further tags

Αυτός που δουλεύει σε ορυχείο, ο μάινερ.

- Τι καινούριο χόμπι είναι αυτό του Γιώργου... Αηδία, σκαλίζει τη μύτη του συνέχεια!
- Nαι, το παίζει και καλά ορυχός... Ρώτα τον αν έχει αποφέρει τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φάλτσο, η λάθος νότα (κυρίως σε συμφραζόμενα ελληνικής λαϊκής μουσικής).

- Με τον Μπάμπη εγώ δεν ξαναπαίζω.
- Γιατί ρε Μικέ; Πού θα βρούμε δεύτερο μπουζούκι δυό μέρες πρίν τη συναυλία;
- Στις πέντε πενιές του η μια ειναι πράσινη ρε. Καλύτερα να παίξω μόνος μου να 'ούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αναισθησιολόγος.

Από την φούσκα (σάκκο ABU) με την οποία αερίζουν (σπρώχνουν αέρα στους πνεύμονες) τους αρρώστους.

-Εγώ χασάπης είμαι, δεν είμαι φουσκαδόρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φάρμακο χωρίς καμία δράση.

- Με τρώει το δάχτυλό μου, τι να βάλω επάνω:
- Παπαριζόλ σε σπρέυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην αργκό του χρηματιστηρίου. Υποδηλώνει την πώληση μεγάλης ποσότητας κάποιας μετοχής, με σκοπο το ξεφόρτωμά της.

Η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ. (=Αυτός που πούλησε και ξεφορτώθηκε είναι και αυτός που έχει το χρήμα που δεν χάνεται από υποαξίες.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός της μαιευτικής που χαρακτηρίζει το υγιές μωρό, του οποίου το κλάμα μοιάζει με νιαούρισμα γάτας.

(Στο μαιευτήριο, χαζομπαμπάς στην μαία:)
- Ποιό είναι το δικό μου;
- Το νιαούρι με τα ροζ, στο βάθος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρύγχος εργαλείου ή συσκευής.

Μου κλέψανε τον ναργιλέ, με το χρυσό μαρκούτσι. (ρεμπέτικο άσμα)

στο φιλντισένιο μου μαρκούτσι... (από gaidouragathos, 12/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρόφωνο που στερεώνεται στο πέτο, στην τηλεόραση.

- Δεν ακούγεστε καλά, σας έπεσε το μικρόφωνο. Παρακαλώ, διορθώστε την ψείρα στον κύριο Πάγκαλο.
(η Στάη (ας πούμε), στους φροντιστές του στούντιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρουσιάστρια πρωινής εκπομπής στην τηλεόραση.

- Α... Την ξέρω ρε συ! Αυτήν την πρωινατζού δε λες;

(από Khan, 06/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικό του «Φεύγω», «Την κάνω», κ.τ.λ. Ακούγεται συνήθως σε μεγάλες αντροπαρέες της Κοζάνης. Η μπλαντέζα είναι συνήθως το τελευταίο εργαλείο που μαζεύει κανείς όταν έχει τελειώσει τη δουλειά του. Εναλλακτικά ακούγεται και το: «Άντε να μάσουμε τα εργαλεία»

-Μαλάκες τι κάνουμε βαρέθηκα.
-Τη μπαλαντέζα μαλάκες πέρασε η ώρα...

Got a better definition? Add it!

Published