Further tags

Είναι η ελεύθερη, λυτή αίγα, αλλά και γενικά η γίδα. Ίσως λέγονται έτσι κι άλλα ζώα που, αν και έχουν ιδιοκτήτες, διάγουν βίον αλανιάρικο (παράδειγμα 5).
Όπως φαίνεται και στην μαντινάδα του 1ου παραδείγματος, η φουριάρα αίγα με τη βιασύνη του φευγιού της δημιουργεί ωραιότατες ποιητικές εικόνες και μεταφορές.

Από τη φούρια (< ιταλ. furia) και την κατάληξη -άρα.
Στον πληθυντικό εκτός από φουριάρες παίζει και το φουριαρές (παράδειγμα 4).

Συνώνυμο (και σόρι για τη ...γείωση): Fast & Furious.
Σημείωση: Στο τρίτο παράδειγμα αναφέρεται το "πάμενε" για το οποίο ο Χαλικού είπε 2-3 λογάκια εδώ.

  1. Φουριάρες αίγες οι χαρές
    φεύγουν σαν με θωρούνε,
    κι οι πόνοι, σκύλοι μπιστικοί
    στο πλάι μ'ακλουθούνε ♫

  2. Έτσι μπέρδεψε και δεν ξεμπέρδεψε κοντά τέσσερις δεκαετίες στο Κέντρος, στα πρόβατα και στις κατσίκες που είναι ελεύθερες, σχεδόν φουριάρες και δεν πιάνονται παρά μόνο σκοτωμένες, σαν τους γενναίους που θυσιάστηκαν από το όπλο του εχθρού… (εδώ)

  3. -προλαβαινουμενε να παμενε στις φουριαρες...
    -καλια'χω να παεις τσι καβρούς
    -αμε χαρωτο κι αγαπω-τω να ντυθεις να παμε-νε που να σε χαρει η μαμαααα σου!!! (εδώ)

  4. -Εσείς π φοράτε πόλο μπλουζάκια με σηκωμένο γιακά κ περπατάτε με ανοιχτά τα πόδια λες κ έχετε συγκαεί, στο μαντρί έχετε γίδια ή μόνο πρόβατα?
    -εγώ έχω φουριαρές κυρίως (εδώ)

  5. -εγω αν εχω ερθει? αρραβωνιασμενος ειμαι με κρητικια εδω και χρονια. Καταγωγη ειναι απο χωρα σφακιων. Δεν το λεω εγω οτι ειστε κλεφτοκοταδες εσεις υπερηφανευεστε για αυτο, και το κανετε αθελα σας κιολας λεγοντας, σημερα εφερα τις "φουριαρες" του ΧΧΧΧΧΧΧΧ. Εγω ειχα τελειως αλλα πραματα στο μυαλο μου για τη κρητη και τελειως αλλα ειδα. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμετάβατο ρήμα, από Ηράκλειο Κρήτης μεριά. Σημαίνει την πρώτη ή τις πρώτες συνουσίες των νεαρών αρσενικών χομοσάπιε, πράξη που γίνεται συνήθως με την παρότρυνση και τη μεσιτεία - βλ. συνοδεία σε μπουρδέλο - μεγαλύτερων αρσενικών της οικογένειας, προκειμένου αυτά τα νεαρά να βγάλουν τα χοντράδια, δηλαδή, να "ξεβαρβατέψουνε" προς ώρας, και να τωσε φύγει η πολύ έξαψη της παροξυσμικής λόγω ορμονών εφηβικής βαρβατίλας, και για λόγους πρόληψης, μη πάθουνε κανά ψυχολογικό καραμπεγλέρι ή μην πουστέψουνε ή μην παραφουριέψουνε και κάνουνε καμιά ψιλο-χοντρομαλακία και δε μαζώνουνται ύστερα.

Σίγουρα βουκολικής προέλευσης, ή που θα προήλθε από κάποιο πιο εκτεταμένο "ξε-βαρβατ-σίζω" (τα λεξικά λένε ότι βαρβάτος<barbatus λατινικά ο μουσάτος, δηλ. ο μη ευνούχος), ή μπορεί πιο άμεσα από το βατ(σ)- που έχει σχέση με το βατεύω = πηδώ, ζευγαρώνω, για ζώα, - υπάρχει βέβαια και το βατσ- από το vaccine, που σημαίνει κατά λέξη δαμαλισμός, βλ. βατσίνα, αλλά νομίζω άσχετο.

Αλλά ο πληροφοριοδότης μου που είναι από την πόλη μου είπε ότι έχει ακούσει να το λένε για αθρώπους.

Σε πήγε ρε γρόθε ο πατέρας σου να ξεβατσίσεις ή ακόμης; Να του πεις μιας στιγμής να σε πάει μη μας-ε επάθης πράμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπόχα των μποχών στη Δ.Κρήτη, τουλάιστο ηχητικά και ως μέρος της σχετικής γκριμάτσας αηδίας και απογοήτευσης που συνοδεύει την εκφορά της. (Στην Κρήτη οι άσχημες οσμές σχηματίζονται με το -έα, στο τέλος, π.χ. σκυλέα, αυγουλέα, σκατουλέα, τσουκνέα κ.λπ.). Όχι επειδή δεν υπάρχουν εφάμιλλα ανυπόφορες οσμές, αλλά επειδή αυτή η λέξη κττμγ σ' όσους έχουν βιωματικά μεγαλώσει μαζί της δημιουργεί συναισθησία, σα να παράγει η εκφορά την την οσμή στον εγκέφαλο ναούμ'. Είναι η όχι απαραίτητα έντονη αλλά αναγουλιαστική, ταγκιά μυρωδιά που βγάζει κάτι σάπιο ή βουρκιασμένο. Θρασουλέα βγάζει το κρέας που άφησες στη συντήρηση μέρες και έχει αρχίσει να μυρίζει, αλλά και το κακοπλυμένο ποτήρι που βρωμάει αυγουλίλα, και άλλα, βλ. στα "παραδείγματα" όπου κι άλλοι έχουν προσπαθήσει να την ορίσουν . Ετυμολογία: το λεξικό Ξανθινάκη λέει από το θρασίμι = ψοφίμι (το οποίο θρασίμι, από το σαθρός).

Ακούγεται επίσης η λέξη «θρασουλέα» για την άσχημη μυρωδιά, ιδίως αυτήν που αναδίδεται από ακάθαρτο αποχωρητήριο ή μετά από σφουγγάρισμα με βρώμικο χρησιμοποιημένο νερό. πηγή

θρασουλέα και θρασουλέ : οσμή αβγού ή υπολλειμάτων ξινισμένου φαγητού σε μαγειρικά σκεύη πηγή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δε σημαίνει απλά "εγώ είμαι οπαδός του Ο.Φ.Η." αλλά, σε κάργα ομιλjήτικες(1) συνοικίες του Ηρακλείου, όπως τα Καμίνια, σημαίνει είμαι ντόμπρος, παντελονάτος και λογοτιμήτης άθρωπος.

Είναι, δηλαδή, παραπλήσιο αλλά και διαφορετικό από το βορειοελλαδίτικο αντίστοιχο ΠΑΟΚ είσαι. Διαφορετικό, επειδή το "ΠΑΟΚ είσαι" σημαίνει περισσότερο ότι δεν πρέπει να λιποψυχάς στα δύσκολα, το νόημα είναι στον ΜΠΑΟΚ αφού...ενώ εγώ' μαι ΟΦΗτζής σημαίνει πως διεκδικώ ένα είδος αξιοπιστίας επικαλούμενος την εντοπιότητα-συμβατικότητα των προτιμήσεών μου στο τοπικό πλαίσιο - κάτι λίγο σαν το κούτελο δηλαδή. Παραπλήσιο, από την άλλη, είναι το νόημα των φράσεων σε βορρά και νότο, επειδή είτε ΟΦΗτζής είτε ΠΑΟΚτζής, το να το δηλώνεις έχει τον ηρωισμό του μη ξεπουλήματος στο ΠΟΚ. Αλλά κυρίως, επειδή είτε επικαλείσαι τη σχέση σου με τον ΠΑΟΚ ως ψυχική εφεδρεία, είτε επικαλείσαι τη σχέση σου με τον ΟΦΗ ως απόδειξη αξιοπιστίας, και στις δυο περιπτώσεις επικαλείσαι την ομάδα ως έσχατη καταφυγή, μοναδική και απαράγραπτη, σε καταστάσεις που ή αν είσαι άνθρωπος για τον οποίο γενικά η ψυχική αντοχή και η τιμή είναι πρόβλημα.

Φιλαράκι, δε σε παίζω(2), εγώ' μαι ΟΦΗτζής!


(1) Ομιλήτης=επίσημο προσωνύμιο των οπαδών του ΟΦΗ.

(2) παίζω = κοροϊδεύω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει καρακατακατάντια, ναδίρ. Η κατάντια στην Κρήτη λέγεται έτσι κι αλλιώς και κατήντια ή και κατηντία, μάλλον υπό την επίδραση του αορίστου, (ε)κατήντησα (στην κρητική διάλεκτο σπανίως (ε)κατάντησα). Φτάνουμε στην φουλ έξτρα επαυξημένη κι ενισχυμένη εκδοχή κατηντίαση, εικοτολογώ λόγω κάποιου σλανγιωτατισμού και παρεπίδρασης από την ακουγόμενη, αλλά και κάπως μυστηριώδη ασθένεια καντιντίαση - προσοχή, ίου φωτογραφίες -> candidiasis. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή, ήταν ακόμη πιο εύκολο να κοτσαριστεί στην κατάντια η κατάληξη -ίαση, που κάνει την ηθικοκοινωνική κατάπτωση να ακούγεται σαν καλοπεριγεγραμμένη όσο και δυσίατη κλινική οντόντηντα.

Ίντά' ναι μωρέ η κατηντίασή σου! Με το σώβρακο πήγες στο περίπτερο;;!! όφου-όφου να κουζουλαθώ θέλει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που αυτηκόησα στ' Ανώγεια στην Κρήτη και δηλώνει τον Master Commander της βοσκικής, ο οποίος μπορεί μάνι-μάνι, άκοπα και εύκολα να μαζεύει, να καθοδηγεί και γενικότερα να μανατζάρει το κοπάδι, αίγες ή πρόβατα, ειδικά σε δύσκολες περιοχές (δηλαδή, "στα όρη" - ή μήπως "στ' αόρι"; ποτέ δεν κατάλαβα αν είναι το ένα ή το άλλο - γύρω από τον Ψηλορείτη) ή σε δύσκολες καταστάσεις (π.χ. φόρτωμα σε νταλίκα). Τώρα, ντράπηκα να ρωτήσω: είναι η φράση έτσι επειδή τα γουρούνια είναι παροιμιωδώς δύσκολα να κοπαδιαστούν; Είναι, δηλαδή, η φράση σαν το αγγλικό herding cats που δηλώνει το ψιλο-ανέφικτο έργο; Μάλλον...

Ή μήπως ο αγαπητός βοσκός που το είπε χρησιμοποίησε τη φράση επειδή του έκανε, αλλά αυτή έχει απ' αλλού νόημα: λαλεί και τσι χοίρους κάλλιστα θα μπορούσε (με το ιστορικό της περιοχής) να σημαίνει και τον γουίνστον γουλφ της ζωοκλοπής, ο οποίος ρημάζει έναν τόπο και φεύγοντας λαλεί (οδηγεί) πρόβατα, κατσίκια, γουρούνια, κότες, κουνέλια, αρκάλους,λιακόνια και γενικά όλη την τοπική πανίδα...; Λίγο ευφάνταστον αλλά ποιος ξέρει...

Α, ευτυχώς π' ήρθανε καημένε Χαλικούτη(1) οι αγκζαδέρφοι από τη Γέργερη και μας αβοηθήξανε και τα φορτώσαμε στο τριαξονικό, κι αυτοί, άντρες να ιδείς, βοσκοί, μα και τσι χοίρους λαλούνε είμαι άτιμος(2).

(1) Ψευδώνυμο.

(2) είμαι άτιμος = είμαι άτιμος [αν λέω ψέμματα] = στο λόγο της τιμής μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπακαλιάρος στην Κρήτη, προφ ο παστός, τι παστός, δηλαδή, αλίπαστος και βάλε! Γιατί ήταν κάποτε το φτηνό διαθέσιμο ψάρι, ειδικά στην σχετικώς μακρινή από τη θάλασσα ενδοχώρα.

Ηταν "πιστός φίλος" των Πορτογάλων, "ψάρι του βουνού" το έλεγαν οι Ισπανοί, "Φτωχογιάννη" οι Κρητικοί, άλλαξε το διατροφικό χάρτη της Ευρώπης. Στα παραθαλάσσια μέρη είναι εύκολο να βρεθεί ψάρι, στα ενδότερα όμως ο παστός μπακαλιάρος δίνει τη λύση, φτηνή και νόστιμη». πηγή

Η τιμή του παστού μπακαλιάρου φαίνεται πως ήταν προσιτή. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να λέει πως στο χρηματιστήριο της αγοράς τροφίμων ένα κιλό μπακαλιάρος πήγαινε ένα κιλό λάδι όσο θυμόταν! Προχθές που τον αγόρασα 11 ευρώ είχε το κιλό. Το λάδι φέτος ίσα που ξεπερνά τα 2 ευρώ! Αχ γιαγιά που είσαι να δεις πως έγινε είδος πολυτελείας ο φτωχογιάννης! πηγή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που την έλεγε ο παππού μου, όντεν κιανείς ετόλμουνε να μην κάνει το θέλημά ντου ή να πάει κόντρα σ' αυτό. Όπως οι προετοιμασίες για εκλογές έχουν ανακατωσούρα, σούσουρο μεγάλο, πονοκέφαλο και μεγάλη φασαρία, ανεξάρτητα από αυτήν την ίδια τη μέρα που μοιάζει με πανηγύρι (το φερέλπιδο αυτό κλίμα κρατά μέχρι την καταμέτρηση των ψήφων που δικαιώνει για την αγωνία λίγους και απογοητεύει τους πολλούς όπως είθισται στις τελευταίες πολλές εκλογές που μας βρήκανε), έτσι και η εναντίωση σε κάποιον ισχυρότερο από άποψη δύναμης ή κύρους, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τα προεόρτια των εκλογών και ισοδύναμο με αρνητικά - ανεπιθύμητα εκλογικά αποτελέσματα στο τέλος. Με άλλα λόγια θα έχω μπελάδες, μαλώματα, καβγάδες, φασαρίες και θα υποστώ επιπλήξεις.

Παραλλαγή: θε(λει) να'χομε εκλογές. Στην Κρήτη χάριν ευφωνίας εμφανίζονται σύμφωνα για να εξαλειφθούν οι χασμωδίες. Το "ν" είναι το πιο κοινό γι' αυτόν το σκοπό. Έτσι το "ν" μεταξύ του "θα" και του φωνήεντος του ρήματος αναπτύσσεται δευτερογενώς, εφόσον το "θέλει να" έχει εξελιχθεί σε "θα" ως μόριο μέλλοντα και δεν αποτελεί εναλλαγή φωνηέντων. Αλλιώς "νά'χομε εκλογές θέλει". Υπάρχει, τέλος στην Κρήτη μια διαφοροποιημένη σημασιολογική χροιά ανάμεσα στον μέλλοντα της κοινής και σ' αυτόν της διαλέκτου, το μεσαιωνικό μορφολογικά μέλλοντα ως προς τη χρήση. Ο κοινός χρησιμοποιείται για να εκφράσει κάτι πιο απρόσωπα αλλά σίγουρο ότι θα γίνει, σαν να το επιβάλει μια ανώτερη δύναμη που εξασφαλίζει αυτή τη βεβαιότητα, ενώ ο μεσαιωνικός της διαλέκτου για κάτι στο οποίο εμπλέκεται άμεσα η προσωπική επιθυμία για κάτι που μέλλεται να γίνει και που εξαρτάται από αυτόν που συμμετέχει στην ενέργεια άμεσα και μπορεί να υπολογισθεί αυτό. Μπορεί να είναι πιο αβέβαιο, αλλά και πιο βέβαιο καθώς εξαρτάται από το ποιον του ομιλητή που εκφέρει τον μέλλοντα και το ρόλο που αυτός θα διαδραματίσει στην μελλοντική ενέργεια ή το τρίτο πρόσωπο το οποίο θα σχετιστεί μ' αυτήν και αναφέρεται.

- Μα θέλω να πάω κι εγώ μαζί τους... Γιατί να μην πάω;
- Αυτό που σου είπα! Και μην επιμένεις γιατί θα ν-έχομε εκλογές.

Εδώ, η ανώτερη δύναμη που εξασφαλίζει το αποτέλεσμα είναι ο ίδιος ο παππούς που προειδοποιεί την εγγονή του για την μη αποδεκτή επιθυμία της να πάει μαζί με τα ξαδέρφια της έξοδο. Άρα στον επίγειο Θεό της ελληνικής οικογένειας (λόγω παλαιότητας) αρμόζει η εκφορά αυτή καθώς αυτός ορίζει πότε θα ξεκινήσει το μπάχαλο αν γίνει τ' αντίθετο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμιώδης έκφραση που δηλώνει πως κανείς δεν πρέπει λυπάται κανέναν, παρά ο καθένας να φροντίζει για τον εαυτό του κι ο καθένας έτσι να αναλαμβάνει την ευθύνη του εαυτού του. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος προς την ενηλικίωση άλλωστε... Αυτή η έκφραση πηγαίνει ταμάμ για τους συχνά εμμονικούς ψυχοπονιάρηδες και αλτρουιστές λυπησιάρηδες που αγρόν ηγόραζον αμφότεροι καθώς και για τους παθολογικούς ευχαριστίες που από τη μία ναι μεν βοηθούν, αλλά από την άλλη στην πρώτη ευκαιρία όλοι σπεύδουν να τους παρατήσουν στην τύχη τους, αφού οι πρώτοι που έχουν εγκαταλείψει ο ευχαριστίες είναι πρώτα απ' όλα ο ίδιος τους ο εαυτός. Ειδικά όταν πρόκειται για περιπτώσεις αντικρουόμενων συμφερόντων (ο θάνατός σου η ζωή μου, ή έστω η χειρότερη ζήση σου ή λίγο καλύτερη δική μου) ενδείκνυται αυτή η υπενθύμιση σ' αυτές τις κατηγορίες ανθρώπων ως αντιβίωση για να μην παίζουν τους μεγαλοσχήμονες, γαλαντόμους σε άκυρες στιγμές ακόμα και σε τέτοιες που απειλείται αυτή η ίδια η ύπαρξή τους (από το θύμα που μόλις θρέψει γίνεται θύτης παθητικά ή ενεργητικά), που με την πετριά που έχουν κινδυνεύουν να επιτείνουν αυτήν την ανισορροπία. Όσο πιο γρήγορα γίνει κατανοητό, τόσο το καλύτερο. Η τάξη αποκαθίσταται με τον κάθε κατεργάρη να πηγαίνει στον πάγκο του.


Από ένα παραμύθι του περιοδικού "Δρήρος" αρ. 33, 1940.
Περίληψη: Ένας γάιδαρος κι ένα βούι μ' αθρώπινη μιλιά, στα παλιά τα χρόνια είχανε μεγάλες φιλίες στο αχούρι τ' αφεντικού τωνε. Το βούι αγκομαχεί απού το ζευγάρισμα κι ο γάιδαρος το πείθει να κάμει το ανόρεχτο. Ο αφεντικός που το περνά για άρρωστο, το αντικαθιστά με το γαϊδούρι. Το βούι, καλομαθημένο μπλιο στο τεμπελχανιλίκι, δε θέλει να ξαναδουλέψει, παρά ο γάιδαρος την πληρώνει: για το καλό που τού'καμε, βρίσκει το κακό ν-του αυτός. Τελικά του λέει του βουγιού να ξαναδείξει προθυμιά και να γενεί πάλε σερπετός, ειδεμή ο αφεντικός που τό'χει γι'άρρωστο, να το σφάξει θέλει πριν καλαρρωστήσει και δεν μπορεί μετά να το κάμει πράμα, παρά να πάει άχρηστο... Τότε το βούι ζωντανεύει και βγαίνει στο ζευγάρισμα. Ο γάιδαρος αναλαμβάνει πάλι την παλιά του δουλειά. Στο τέλος παραπονάται το βούι του γαϊδάρου, γιατί του τό' καμε αυτό και τον επρόδωσε στ' αφεντικό:
"- Κατέχεις ίντα λέει μια παραμιά;
- Όι.
- Ε, άκου τηνε και μην τηνε ξεχάσεις. Απούσα λυπάται τα ξένα κόκκαλα οι σκύλοι τρώνε τα δικά ντου..."

Παρά την όποια καλή πρόθεση, αυτός που προσφέρει βοήθεια, εκ των προτέρων δε γνωρίζει πόσο ασύμφορη μπορεί ν' αποβεί για τον ίδιο. Το λογικό είναι τότε να τη σταματήσει, εφόσον ο βοηθούμενος κοιτάζει μόνο τη δική του ωφέλεια αγνοώντας ηθελημένα - αθέλητα σε ποιανού τις πλάτες την έχει, τη χρωστά και ως γνήσιος αγνώμων κουτοπόνηρος δε τη μοιράζεται ξανά μ' εκείνον που χάρη σε αυτόν έγινε η ζωή του πιο εύκολη. Αλλιώς αυτός που βοηθά άχρηστους κι ανάξιους είναι άξιος της τύχης του... Και για να μη φάει κανενιούς μας τα κόκκαλα οι σκύλοι, ξανοίξετε καλά καλά τζ' αθρώπους προτού να πράξετε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καμία σχέση με το λάσο του καουμπόη που παραπέμπει εκεί για πολλούς. Το "λάσω" αυτό γράφεται με ωμέγα, είναι σλανγκιά που προέρχεται από τα βάθη του χρόνου και είναι λέξη του μητάτου (μικρό σπιτάκι που χρησιμοποιείται ως κατοικία του βοσκού στα όρη και ως τυροκομειό, στην ακτίνα βοσκής των οζών του) και τση βοσκικής ζωής και ακούγεται στα ορεινά τση Κρήτης. Προέρχεται από το συμφυρμό της προστακτικής "έλα" και του επιρρήματος "έσω" από τα ύστερα μεσαιωνικά βυζαντινά (έλα έσω>ελά'σω>λάσω) και είναι λέξη σχεδόν επιφωνηματικής χρήσης, καθώς με αυτήν οι μητατζήδες φωνιάζανε στα πρόβατα να μπούνε μέσα στη μάντρα μετά τη βοσκή τωνε.

Άλλες φορές ο μητατζής κι ο μαντρατζής είναι διαφορετικά πρόσωπα που έχουν ξεκαθαρισμένες τις ποιμενικές τους εργασίες. Ο ένας ασχολείται αποκλειστικά με το πήξιμο του γάλακτος και όλες τις διεργασίες που μας δίνουν τα γαλακτοκομικά προϊόντα και ο άλλος με την περιποίηση των ζώων, δηλαδή βοσκή, άρμεγμα κούρεμα και σφάξιμο. Πολλές φορές μπορεί να υπάρχει συνεργασία αφού και οι δυο ασχολούνται με την ίδια παραγωγική μονάδα (κοπάδι) ή και με εναλλαγές ρόλων. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως για το τελευταίο αποτελεί η γνώση που χρειάζεται για τις τυροκομικές εργασίες να τις κατέχουν κι οι δυο. Η λέξη σημαίνει "έλα μέσα" και ακούγεται και από τους δυο, αναλόγως ποιος επιτελεί το ρόλο του βοσκού κάθε φορά. Ο φόβος μην υπάρξουν απώλειες σε έμψυχο υλικό και η έγνοια, οδηγεί τους βοσκούς να απευθύνονται άμεσα στα πρόβατα που αυτό δείχνει και τη φροντίδα προς την εργασία τους και τη συνειδητοποίηση ότι από αυτά προέρχεται η δική τους επιβίωση και έτσι τα υπολογίζουν απευθυνόμενοι σε αυτά με προστακτικές της αληθινής γλώσσας κι όχι μόνο με ηχομιμητικά καλέσματα (εκ των οποίων αμφότερα σκοπίμως έχουν στρόγγυλη και απλή άρθρωση συνοδευόμενη με οξεία και κόφτη φωνή και τις αντίστοιχες κινήσεις του σώματος ώστε να επικοινωνηθεί το μήνυμα - εντολή προς τα ζώα). Επίσης αυτό καλύπτει υποτυπωδώς και την ανάγκη τους για επικοινωνία με κάτι έμψυχο, καθώς πολλές φορές περνούν και μήνες ολόκληρους στα βουνά μακριά από τις οικογένειές τους ξεκομμένοι από τους υπόλοιπους ανθρώπους, σε κακοτράχαλος και απρόσιτους δρόμους και τόπους.


- Πρρρρρρρρ!.... Λάσω, λάσω μ'ρέ!
- Ποιος είναι π' αλυχτά σα ν-το σκύλο;
- Ο μπάρμπα Μαθιός και γαέρνει με το κουράδι στη γ-κούρτα (=μάντρα). Εδά να ν-τ'αρμέξει θέλει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified