Further tags

Εύγε νονέ acg, το λεξικό σ' ευχαριστεί για την πρότασή σου κι εγώ άλλο τόσο.

Μουνίλα λοιπόν, όπως είπε κι ο νονός, είναι η λέξη-βασίλισσα στο βασίλειο των -ίλα. Ευωδιαστή και βρωμερή βασίλισσα συνάμα και όχι σαν την κωλίλα που, βεβαίως, είναι μόνο δυσάρεστη (υποθέτω ακόμα και για τους κοπρολάγνους). Κατά κοινή παραδοχή όμως, δεν πρόκειται για καμιά υπέροχη οσμή, αλλιώς δεν θα τελείωνε σε -ίλα. Τό 'χουν αυτό όλες οι μυρωδιές που βγαίνουν από το σώμα ή όσες, όπως η φαγητίλα, κατευθύνονται προς αυτό. Η μουνίλα είναι μάλλον η μόνη σωματική μυρωδιά που ακόμα διατηρεί και θετικές πλευρές. Δεν τις έχει χάσει, όπως η ιδρωτίλα, η ποδαρίλα, η κωλίλα, η στοματίλα, κλπ. Σαν την φαγητίλα ή την ψητίλα, μπορεί να αρέσει και να προκαλέσει, τουλάχιστον μέχρι να περατωθεί η πράξη για την οποία σε καλεί. Μετά, όταν μένει πάνω σου, μπορεί και να γίνει εφιάλτης.

Είναι λοιπόν η μυρωδιά που βγαίνει από τα γυναικεία κολπικά υγρά και, κατ' επέκταση, απ' όλη την σχετική περιοχή του γυναικείου σώματος. Μπορεί να έχει μικρό βεληνεκές (δηλ. να πρέπει να φτάσουμε κοντά στην πηγή της για να την οσμιστούμε) αλλά και ευρύτατο, όπως όταν πχ. μπαίνουμε σε γυναικεία αποδυτήρια σε μέρα ζέστης, υγρασίας και συνωστισμού. Είναι κάτι αντίστοιχο της βαρβατίλας, με τη διαφορά ότι έχει μόνο κυριολεκτική σημασία ενώ η λέξη βαρβατίλα μπορεί να χρησιμοποιείται και μεταφορικά. Προσωπικά μου έχει τύχει να ακούσω μόνο από έναν άνθρωπο τη μεταφορική χρήση της λέξης («μου κάνει για μουνίλες αυτό το μέρος» είπε, και εννοούσε κάτι αντίστοιχο του αρχιδόκαμπου). Η λέξη χρησιμοποιείται στον πληθυντικό για εμφατικούς λόγους ή υποτιμητικά (βλ. παρ. 2)

Θετική όψη του φαινομένου:
η φρεσκοσαπουνισμένη ή αρωματισμένη μουνίλα (η γκόμενα μόλις έχει βγει από το ντους), όπου το σαπούνι υπερτερεί της σωματικής μυρωδιάς
η φρέσκια ή νεανική (η γκόμενα δεν είναι πάνω από 22), όχι τόσο βεβαρημένη από ουσίες συσσωρευμένες στον οργανισμό από τον χρόνο η μουνίλα της καβλοπυρέσσουσας γυνής (πρώτο πράμα, σε ποσότητα, άρα πάει έτσι και με την οσμή. Χτυπάει κάθε νεύρο της αντρικής ύπαρξης)
η μουνίλα υγιεινής διατροφής (της γυναίκας που τρέφεται μόνο με καρατσεκαρισμένες τροφές που κάνουν το μουνόχυμα να ευωδιάζει και μόνον. Σπάνιο είδος που συνεπάγεται μάλλον υστερική γκόμενα αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα.)

Η αμφισβητούμενη όψη του φαινομένου:
η μουνίλα της αγάμητης (άσπιλη, ανόθευτη, ιδανική, ή μήπως μπαγιατεμένη και βρωμούσα;;;)
Η μουνίλα της παρθένας (το ότι μας φτιάχνει είναι ιδέα μας ή τό 'χει;;;)

Τέλος, για όσους αντέξουν, η αρνητική όψη του φαινομένου:
Η άπλυτη μουνίλα (ξινή, επιθετική, με έντονη την απομυρουδιά των ούρων)
η σπερματομουνίλα (συνδυασμός σπερματίλας και μουνίλας. Φτούκακα. Ιδιαίτερα την επόμενη μέρα.)
η των τελευταίων ημερών της περιόδου μουνίλα (καμένο ντουί)
η μετά από κατανάλωση ψαρικών και θαλασσινών μουνίλα, κυρίως μετά την πέψη (καμένο ντουί)
η μουνίλα του τσιγάρου - σε ηλικίες άνω των 40 (δημόσια ουρητήρια)
η αλκοολική μουνίλα (σε γυναίκες άνω των 50)
η ιδρωμένη μουνίλα (μετά από πολύωρο περπάτημα το καλοκαίρι)
και το χειρότερο: η άρρωστη μουνίλα (από μύκητες και λοιπούς επισκέπτες του αιδοίου)

Γενικά: όποια ουσία πίνει ή καταπίνει η γυναίκα, μυρίζει και στα υγρά της όπως και στα ούρα της -και το σαπούνι δεν βοηθάει ιδιαίτερα στην περίπτωση αυτή. Πώς όταν, γυναίκες- άντρες, κατουράμε κόκκινο μετά από παντζάρι; Ή καλύτερα: πώς, όσο και να πλύνουμε τα δόντια μας, η σκορδίλα παραμένει; Οι άντρες οφείλουν να έχουν υπ' όψιν πως, καμιά φορά, όταν η γυναίκα λέει όχι είναι γιατί έχει τους λόγους της τους οποίους δεν γίνεται να εξηγήσει και πως η περιέργεια σκοτώνει τη γάτα.

Για πολλούς άντρες κάθε είδος μουνίλας είναι ευπρόσδεκτο αρκεί που είναι μουνίλα.
Για πολλούς άλλους είναι καταναγκαστικό έργο η επαφή μαζί της.
Γνωρίζω και κάποιον ο οποίος σιχαίνεται το σαπουνισμένο και θέλει το άπλυτο.

Όσο για τις γυναίκες, δεν έχουν και την πιο άριστη σχέση μαζί της. Κάνουν ό,τι μπορούν να την καλύψουν, με αποτέλεσμα μερικές φορές να δημιουργούν γυναικολογικά προβλήματα εκ του μη όντος. Υπάρχουν κοπέλλες, κυρίως οι νεότερες, οι οποίες λόγω απειρίας και έλλειψης ενημέρωσης, κινούμενες από την επιθυμία «να μη μυρίζουν», κάνουν τακτικά εξωτερική αλλά και εσωτερική πλύση του κόλπου με αντισηπτικά, με αποτέλεσμα να ξηραίνεται ο κόλπος και να είναι πιο ευάλωτος σε μικρόβια πάσης φύσεως. Έτσι φτάνουν ακριβώς στο αντίθετο αποτέλεσμα.

Αλλά για να τελειώσουμε ευχάριστα, η μουνίλα κάνει ωραίο χαρμάνι στα χέρια με άρωμα και μυρωδιά τσιγάρου. Ακόμα κι αν τα χέρια έχουν πλυθεί, βαστάει αρκετή ώρα. Και είναι μια ωραία ανάμνηση της στιγμής που μόλις πέρασε. Ίσως να έπρεπε να λέγεται αλλιώς εν τοιάυτη περιπτώσει και να μη φέρει αυτό το -ίλα.

Βασανίζω το μυαλό μου μήπως παρόλη τη διατριβή κάτι έχω ξεχάσει, αλλά if so, πιστεύω πως θα συνεισφέρετε αν χρειαστεί...

  1. - Καλά είσαι σοβαρός, δεν έχεις κάνει ποτέ σου γλειφομούνι;
    - Όχι κι ούτε πρόκειται. Σιχαίνομαι τη μουνίλα.
    - Μεγάλε, θες βοήθεια εσύ...

  2. - Πλύνε ρε μαλάκα τα μούτρα και τα χέρια σου, θα μυρίζεις μουνίλες και θα σε καταλάβει η Φρόσω ότι ξενοπήδηξες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

A. Εννοείται πως, πρώτ' απ' όλα, σκατίλα είναι η μυρουδιά του σκατού, η οποία, μια πουτάνα φέραμε, είναι λογιών λογιών:

α. σκατίλα η Παιδική. Τα καθαρά σκατά, τα αμόλυντα από ουσίες και κακή διατροφή. Κατά την ταπεινή μου, είναι τα πιο βρωμερά, ακριβώς γιατί αναδίνουν αυτή την παρθενίλα (περί ης ετοιμάζεται λήμμα, όσον ούπω). Προσώπικλυ, αυτή η παρθενέ σκατίλα με απωθεί πολύ περισσότερο από αυτήν του ενηλίκου που δεν εμπεριέχει ούτε ένα ψήγμα αθωότητας και καθαρότητας πια. Τώρα γιατί να είναι περισσότερο απωθητική μια «καθαρή» ανθρώπινη μπόχα από μια σιτεμένη, είναι ένα θέμα. Μάλλον επειδή η πρώτη μας φέρνει πίσω στον χρόνο κατά τον οποίον η καθαρότητά μας (σχετικό κι αυτό, τεσπα) ήταν έκδηλη (δεν κρύβεται ένα παιδί, τουλάστιχον όχι όσο ένας ενήλικας, ή τεσπα όχι συνειδητά) και πάντως προσωρινή: θα ερχόντουσαν θύελλες την επαύριο να μας σαρώσουν, κι αυτό δεν το ξέραμε τότε, και το γεγονός ότι τώρα ξέρουμε ότι δεν το ξέραμε αυτό που ξέρουμε, μας φέρνει θλίψη, και η μυρουδιά γίνεται δυσβάσταχτη, λέω εγώ.

β. σκατίλα η Ενήλικη: Η λεπτή και εξασκημένη μύτη μπορεί να διακρίνει όσα και ο μικροβιολόγος στο εργαστήριό του: τι έφαγε, τι κάπνισε, τι ήπιε, αν έχει πάρει φάρμακα ο χέσας, πόσων ετών (σε ποια δεκαετία της ζωής του) είναι.

γ. σκατίλα η Γεροντική: μυρίζει πάνω απ' όλα φαρμακείο. Από τις πιο μπάσταρδες μυρωδιές έβερ. Έχει κάτι προς την παιδική σκατίλα, καθότι ο ηλικιωμένος έχει κόψει τα πολλά-πολλά (τσιγάρα, ξίδια, μπαχαρικά, γλυκά και ταλιμπάν) και τρώει ελαφρά και νοσοκομειακά συχνάκις, πλην αλλ' όμως είναι τίγκα στα φάρμακα και στις βιταμίνες. Όλ' αυτά, μαζί με το γήρας του εντέρου, δίνουν μια περίπλοκη μυρωδιά, η οποία αντιστοιχεί στην όποια ωριμότητα του εν λόγω ατόμου (πες μου πώς μυρίζεις να σου πω ποιος είσαι).

Η γεροντική σκατίλα φέρνει την κατάθλιψη στον μυρίζοντα, γιατί σημαίνει το τέλος της ανεμελιάς του, καθότι ο γέρος του οδεύει προς την οδό που δεν θέλει να διαβεί κανείς.

δ. σκατίλα η Κοινή, άλλως η τουαλετίλα των δημόσιων χώρων, που συνοδεύεται από ένα χμου χλωρίνης και, τον παλιό καλό καιρό (τότε που γαμιόσαντενε οι καπνισταί στας τουαλέτας και αφήνανε το τσιγάρο να καίει στο καζανάκι), τσιγαρίλας.

Ό,τι περιγράψαμε εδώ για την σκατίλα, ισχύει και για την κατρουλίλα, και την ιδρωτίλα.

===========

B. Σκατίλα όμως σημαίνει και άλλο πράμα, για το οποίο δεν έχω τόσο πολλά να πώ όσο για τα παραπάνω, δίνει όμως πολύ περισσότερα παραδείγματα ο γούγλης (βλ. παρ. 2-6) κι έτσι εξισορροπείται το πράμα:

α. κακή διάθεση, μαυρίλα, νταούνιασμα.

β. η σκατοκατάσταση γενικά. Όταν δηλαδή η φάση / η πχιόττα / επίπεδο είναι σκατά

γ. το αδιέξοδο, ο βούρκος, το τέλμα, όταν έχεις πέσει μες τα σκατά.

γ. η σφηκοφωλιά, η κλίκα που βρωμάει και ζέχνει λαμογιά.

  1. Πρόκειται για ένα παλιό κτήριο (όχι νεοκλασικό φυσικά) και παίζει να έχουν περάσει εκατοντάδες φοιτητές σε κάθε δωμάτιο. Οι κοινές κουζίνες και μπάνια είναι αρκετά βρώμικα και ξεχαρβαλωμένα. Σίγουρα δεν πιάνει την αστρονομική σκατίλα των κοινόχρηστων τουαλετών στον Ελληνικό στρατό, μιας που εδώ οι τουαλέτες καθαρίζονται από το προσωπικό. Όμως, πάντα και παντού μέσα σε τέτοια κτήρια, υπάρχουν τα γουρούνια που δεν έμαθαν ποτέ να σέβονται τον άλλον.

  2. Νιώθω ότι αν είχα κάποιον άλλο μαζί μου, αυτό το βάρος της σκατίλας θα είχε διασκορπιστεί πολύ καλύτερα.

  3. Θα ξεκινήσω με μια μικρή αναδρομή στα τέλη των 90's και στις αρχές του μιλένιουμ...Συναντάμε μια μουσική βιομηχανία βουτηγμένη στη σκατίλα των γαμημένων δισκογραφικών,όπου αν δεν έστηνες κωλαράκι ή αν δεν υπέκυπτες στις ομοφυλοφιλικές τάσεις μάνατζερέων και παραγωγών δεν έβλεπες καριέρα ούτε από την κλειδαρότρυπα του Μάκη..

  4. Λίγο τα κοψίματα εισητηρίων, λίγο η ριζούπολη, λίγο η κόντρα των συνδέσμων, λίγο το παγωμένο και αντιοπαδικό ΟΑΚΑ, λίγο (πολύ μάλλον) η μόνιμη σκατίλα στην οποία βρισκόμαστε αγωνιστικά την τελευταία δεκαετία ( με ελάχιστες εξαιρέσεις) μας έχουν οδηγήσει σ αυτα τα λόγια και τα αισθήματα.

  5. ...με απογοήτευσε κάπως ο νόμος. Αντιλαμβάνομαι ότι μελετήθηκε με σκοπό τη δικαιότερη αντιμετώπιση των χρηστών, την αποσυμφόρηση των φυλακών και την πραγματική δίωξη των μεγαλεμπόρων του αληθινού θανάτου, των χαπιών, της πρέζας κι όλης αυτής της σκατίλας, που άμα πέσεις μέσα, είναι μεγάλο ζόρι να βγεις

  6. Δημόσια ξε-δημόσια όμως, η ΕΡΤ είναι εταιρεία που προσπαθεί να «πιάσει» λίγο στην σκατίλα και τα ιδωτικά κανάλια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αηδιαστική μυρωδιά που σε χτυπάει στην μούρη και κάνει τα μάτια σου να τσούζουν με το που μπαίνεις σε ένα κλειστό δωμάτιο. Μυρίζεται συνήθως σε δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων αλλά και φοιτητών.

Στα ξενοδοχεία είναι προϊόν πλημμελούς καθαριότητας και στα δωμάτια φοιτητών επίσης λόγω παρατεταμένης κλεισούρας. Στα ξενοδοχεία και αλλού επικαλύπτεται με αποσμητικό σπρέι και στα φοιτητο-δωμάτια ενίοτε με μπάφους.

Κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει με σιγουριά τις διάφορες μυρωδιές που εμπεριέχονται αλλά σίγουρα περιλαμβανουν: αρχιδίλα, κωλίλα, μουνίλα, κλανίλα, αυνανίλα, πουτσίλα, μπεκρίλα και άλλες σωματικές οσμές του προηγούμενου ένοικου. Ενίοτε δε ο προηγούμενος αφήνει την σκιά του σαν τον εσταυρωμένο στο σεντόνι...

Σημείωση συντάκτη: ό,τι κάνετε εσείς σε ένα κρεβάτι ξενοδοχείου, το έχουν κάνει πολλοί άλλοι πριν από σας! (πολλές φορές στα ίδια σεντόνια!)

Urban legend: όχι, οι τρίχες στα ρουθούνια δεν καψαλίζονται από την δωματίλα. Από μπάφους, ίσως.

Λήμμα αφιερωμένο στην ironick.

- Πωπω, ρε μωρό! Βρωμάει δωματίλα εδω μέσα! Ποιός μπίχλας λες να 'μενε εδώ πριν απο μάς; - Και τι περίμενες ρε ΜΧΣ, με 40 γιούρο στο Ναύπλιο, σουίτα; Άσε που μυρίζει σαν το σπίτι σου... Σκάσε ένα μπάφο, κι όλα καλά!
- Κι αυτό σωστό!

(αληθινή ιστορία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυσάρεστη οσμή την οποία ουδέποτε αντιλαμβανόμαστε ως τέτοια κατά τη διάρκεια του σεξ, παρα μόνο μετά. Ευτυχώς θα μου πείτε, αλλιώς δεν κάναμε δουλειά. Η κωλίλα (την οποίαν αντιλαμβανόμαστε πρωτίστως στα χέρια μας, πχ. στο περίφημο κωλοδάχτυλο) είναι ό,τι απομένει συνήθως από την επαφή μας με τον πρωκτό του συντρόφου -έχει δεν έχει λάβει ο/η σύντροφος τα απαραίτητα μέτρα (πλύσιμο, αρωμάτισμα, κλπ).

Υπάρχουν όμως κι άλλα πράγματα που μυρίζουν κωλίλα, όπως ορισμένα τυριά. Δεν μυρίζουν τόσο τα ίδια, όσο το περίβλημά τους. Όσο περισσότερο βρωμάνε, τόσο καλύτερα και νοστιμότερα τυριά θεωρούνται - και είναι. Το θέμα είναι να ξεπεράσεις αυτή τη μπόχα, καθότι δεν είσαι φτιαγμένος για σεξ την ώρα που πας να φας το τυράκι σου.

- Πω ρε πούστη, τι βρωμάει έτσι;
- Το τυρί που αγόρασα να δοκιμάσουμε, αγάπη μου...
- Έχει μποχιάσει όλο το σπίτι κωλίλα!
- Πού να δεις τα χέρια μου τώρα που τό 'κοβα! Δεν φεύγει με τίποτα!
(και αρχίζει να τον κυνηγάει να του πιάσει τα μαλλιά. Μετά μπορεί να πέσει και κανα γαμησάκι, οπότε τελικά πάλι στα ίδια ερχόμαστε)

(από ironick, 20/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαπρότητα, ηθική σήψη, διαφθορά, Σόδομα και Γόμορρα! Κατά τη γνώμη μου την ταπεινή, εδραιώθηκε κυρίως με την αυτή την έννοια (παρ' ότι η κυριολεκτική της εν μέρει, ωστόσο δε χρησιμοποιούνταν σε μεγάλη έκταση ως slang) από τη γριά-Μαρκάταινα και πλέον χρησιμοποιείται για να περιγράψει οποιουδήποτε είδους ηθική κατάπτωση, κυρίως σε ότι έχει να κάνει με βρώμικο σεξ και πρόστυχες συζητήσεις γύρω από αυτό και γενικά με ότι θα έκανε τον γέροντα- Παΐσιο να πάει από ανακοπή καρδιάς ή τριπλό εγκεφαλικό.

Πρέπει να τονιστεί ότι υπό αυτή την έννοια η λέξη «σαπίλα» δεν χρησιμοποιείται με προσβλητική διάθεση, αλλά αντίθετα ως κομπλιμέντο μιας κατάστασης εξεχόντως kinky ή ενίοτε καλτ.

Υ.Γ. Αφιερωμένο στο Βράσταμαν που το ζήτησε και στη φανταστική, πλην τεραστίων αντοχών, Γκαλάντριελ :D

1) Galadriel:

Μάφι μη βαράς, σιγά τι γράψαμε δηλαδής, κοινωνικό έργο επιτελέσαμε. Και τέλος πάντων κάπως πρέπει να εξιλεωθείς που ανέβασες στα σχολιασμένα το βρώμικο παρελθόν μου, σε καταδικάζω σε ποινή τρίωρων προκαταρκτικών. Φρουροί! Πάρτετην!

mafie:
Χαχαχαχα σαπίλα :Ρ (εδώ)

2) Πως εξηγείτε το γεγονός οτι ολόκληρος ο ελληνικός κινηματογράφος είναι μία ατέλειωτη καψουροκλάψα, μία αντιαισθητική απεικόνιση παρακμής και σαπίλας;
Λες και προσπαθούν οι σεναριογράφοι, σκηνογράφοι, σκηνοθέτες να βγεί όσο πιο ανώμαλη, κακάσχημη, αντιαισθητική, κλαψιάρα, με καλτ διαλόγους, η ταινία.
Τι νομίζουν οτι κάνουν οι ''καλλιτέχναι'' μας; Γροθιά στο στομάχι κι έτσι;
Κλάψα, μίρλα, αυτομαστίγωση, κακομοιριά, ανωμαλία, καλτίλα, λοβοτομή, ασχήμια, υπερβολή. Αυτό είναι ο ελληνικός κινηματογράφος. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιατί γουστάρουμε τα ’80′s, λατερμένε (από το λατέρνα, διότι μια δόση λατερνατζή την έχουμε, αμέ;) αναγνωσταράκη μου;

Διότι τα έιτις αντιπροσωπεύουν μια ολόκληρη γενιά. Προσωπικά μεγάλωσα στην εϊτίλα.

Τα ’80′s έχουν μια δική τους φόρμα. Τα μακριά μαλλιά, που όμως είναι κοντοκουρεμένα μπροστά, τα σηκωμένα και διπλωμένα μανίκια στο σακάκι, το ουίσκι με πάγο και κοκα-κόλα (ζήτω ο εμφιαλωμένος ιμπεριαλισμός!). Οι καλτ ταινίες σε VHS, Κώστας Τσάκωνας, Βουτσάς, ο Στάθης Ψάλτης και η Καίτη Φίνου. Κρατική τηλεόραση μόνο και τηλέφωνο είκοσι χρόνια μετά την αίτηση. Μαγκάιβερ και αμερικάνικη προπαγάνδα, Ρόκι Μπαλμπόα και αμερικάνικη προπαγάνδα, Ράμπο και αμερικάνικη προπαγάνδα, στις ταινίες οι Ρώσοι, οι Κινέζοι, οι Κουβανοί, οι Βιετναμέζοι, οι Βορειοκορεάτες, οι Ανατολικογερμανοί και άλλοι τυχαία επιλεγμένοι λαοί ήταν οι κακοί.

Παπούτσια Ζίτα, Strike (φοράει Στράικ και καρφώνει), ιστορικές διαφημίσεις. Χάρυ Κλυν σε κασέτα, Παπακωνσταντίνου στα φόρτε του, Νταλάρας με μαλλιά, έξω η ΕΟΚ-έξω το ΝΑΤΟ.

Στα τρία κόρνερ πέναλτι, οι σπόντες δεν μετράνε, μπακότερμα(ν), Στρουμφάκια, Μαμούθ Κόμιξ, Κάντι-Κάντι, Χάιντι, Νιλς Χόλγκερσον, Άμπρα-Κατάμπρα, αλάνες με χώματα, ματωμένα γόνατα, του Κουτιού τα Παραμύθια, Σάγκμα, Οδύσσεια του Διαστήματος και Νονό…

Ανδρέας Παπανδρέου, Κουτσόγιωργας, Κοσκωτάς, σκάνδαλα, Μιμή, Τόμπρας, κάθαρση, οικουμενική.

Το τείχος υπήρχε, το Πολυτεχνείο ήταν ζωντανό, η Πρωτομαγιά ήταν πραγματικά ταξική γιορτή. Στους Αμερικανούς έσκασε το Τσάλεντζερ και στους Σοβιετικούς έσκασε το Τσέρνομπιλ. Γιαννάκης, Γκάλης, Φάνης Χριστοδούλου-μπέμπης και Αργύρης Καμπούρης-οικοδόμος και Εθνική Ελλάδος να παίρνει το κύπελλο κόντρα στην ΕΣΣΔ!

Ντίσκο, lead organs σε 16-bit, συνθεσάιζερ και drum machines. Apple Macintosh, Amiga, Amstrad, μονόχρωμες οθόνες και γραμμές εντολών.

Στο τέλος το τείχος το ρίξανε και τέλειωσαν και τα έιτις, ήρθε η Τέκνο και τα κλαμπ, οι Πάουερ Ρέιντζερ, η ιδιωτική τηλεόραση κι ο εκσυγχρονισμός.


Κοπιπέιστ από εδώ.

- Πάμε το Σάββατο στον Σεφερλή;
- Σε ποιοοοοόν; Ο τύπος ειναι στην καλύτερη περίπτωση ο Στάθης Ψάλτης του 2010. Εϊτίλα με 30 χρόνια καθυστέρηση...

βλ. και ογδόνταζ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πιστή στην φροϋδική θεωρία περί γλώσσας λανθάνουσας, θεωρώ ότι ουχί τυχαία η αρχιδίλα αναρτήθηκε με κεφαλαίο Α- στο Δ.Π. από τον συνάδελφο συσλανγκιστή BuBis, πλην αλλ' όμως οφείλω να την υποβιβάσω και να την αναρτήσω στο καλό με μικρό, πρώτον επειδή, εκτός εξαιρέσεων, δεν δεχόμαστε κεφαλαία εμείς εδώ στο σλανγκρ, δεύτερον επειδή, ε, όσο και νά'ναι, η αρχιδίλα δεν μπορεί να συγκριθεί με τη μουνίλα κι ας ανήκει στο ισχυρό φύλο. Καλό γι' αυτήν.

    Την αρχιδίλα λοιπόν γνωρίζουν καλά όσες γυναίκες έχουν κατέβει χαμηλά σε αυτή τη ζωή, έχουν δηλαδή φτάσει εκεί όπου ο άντρας δεν μπορεί να σκύψει άλλο. Αυτά, βέβαια, υπό Κ.Σ., καθότι ως γνωστόν υπάρχουν και άντρες που έχουν βρεθεί εκεί, καθώς και γυναίκες που δεν βρέθηκαν ποτέ και ούτε πρόκειται (λεσβίες, αγάμητες, ξενέρωτες, πουτσοφοβικές, οι μαμάδες μας οι καημένες πολύ πιθανόν, και άλλες).

    Η αρχιδίλα είναι μια ύπουλη οσμή που δεν εντοπίζεται εξ' αποστάσεως. Μπορεί βέβαια να περάσει στο τζην που έχει να πλυθεί κάτι βδομάδες, αλλά και πάλι είναι ακαθόριστο το αν πρόκειται περί αρχιδίλας ή περί της γνωστής μπόχας του ρούχου αυτού όταν έχει τσακωθεί με τα σαπούνια.

    Είναι μια διακριτική, θα λέγαμε, μυρουδιά, η οποία όμως σε ξεγελάει, διότι τελικά μένει στα ρουθούνια σου. Δεν είναι απαραιτήτως προϊόν απλυσιάς. Τα καημένα τα αρχίδια, ναι, αυτά τα ανεξάρτητα κρατίδια επί του αντρικού σώματος, που κινούνται αργά ωσάν τον σαλίγκαρο, αλλά ταυτοχρόνως αλλοπρόσαλλα και ακατάπαυστα, ανεξαρτήτως του αν ο φέρων αυτά είναι έγκαυλος ή όχι (πολύ αστείο πράμα αυτό ομολογουμένως), τα αρχίδια λοιπόν δεν είναι κάτι το βρωμερόν και τρισάθλιον, δεν εκκρίνουν τίποτε το δύσοσμο, δεν μαζεύουν τυρί τόσο εύκολα όσο ο πέοντας, έχουν όμως την ατυχία να βρίσκονται στα σκοτάδια του Ερέβους και κει μέσα δεν αερίζονται όπως θα έπρεπε. Στριμώχνονται από στενά παντελόνια και σκληρά συνήθως υφάσματα, ζουλιούνται από τις ραφές, υπερθερμαίνονται από το καθισιό ή την καθιστική εργασία (και εκδικούνται ωσεκτουτού τον άντρα με στειρότητα), άρα επομένως συνεπώς όλο και αναδίνουν κάποια παραπανίσια μυρουδιά. Ακόμα και μετά το σαπούνι, παρόλο το διακριτικό της οσμής τους, την καταλαβαίνεις.

    Έχει κάτι από τη μυρουδιά του σπέρματος, κάτι από τη μυρουδιά του δέρματος, είναι ήσυχη και υπόκωφη, τεσπα είναι ακαθόριστη και ανάμικτα συμπαθητική και απωθητική. Προσώπικαλυ δεν έχω ιδέα τι γίνεται με την περίπτωση των αποτριχωμένων αρχιδιών, η ζωή δεν μου έχει διδάξει τόσα... Κάποιος /-α όμως που πιθανόν να ξέρει ή να έχει ακούσει, παρακαλώ να μας πει αν μυρίζουν το ίδιο ή όχι.

  2. Συνώνυμο της μπακουριάς, του αρχιδόκαμπου.

  1. Πάμε να φύγουμε, πολύ αρχιδίλα μυρίζει εδώ μέσα...

  2. Πάμε να φύγουμε, πολλή αρχιδίλα έχει μαζευτεί εδώ μέσα...

(από nick, 04/08/09)(από nick, 04/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τη λέξη βαρβατίλα εκφράζουμε το μέτρο σύγκρισης της αρρενωπότητας, του ανδριλικίου και του ασήκωτου νταλκαδιάρικου άντρα ακριβώς όπως χρησιμοποιείται και το μέτρο για το μήκος. Μόνο που η βαρβατίλα δεν διαθέτει κάποιο σταθερό σημείο αναφοράς ώστε να μπορούμε να το μετρήσουμε και να αποφανθούμε ότι ο Τάδες έχει 3.3 κιλόΒαρ βαρβατίλας Ζαγοράκειας πρώτης ποιότητος. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να καταφύγουμε στην ανάλυση των σημαδιών που μας επιτρέπουν να εκτιμήσουμε κάπως την ποσότητα της βαρβατίλας που κάποιος διαθέτει. Αναλυτικά:

1. Μυρωδιά ιδρώτα
Είναι επιστημονικά και εμπειρικά αποδεκτό ότι η δυσάρεστη οσμή του ιδρώτα είναι ανάλογη με την ποσότητα βαρβατίλας που κάποιος διαθέτει. Άρα αν στα κλαμπ όπου συχνάζετε παίζει Οτεγιάννη Χέρια Ψηλά και όλη η παρέα σας αφήνει χώρο να ξεδιπλώσετε τις χορευτικές σας ικανότητες είστε σίγουρος ότι διαθέτετε κατάτι περισσότερη βαρβατίλα από όλους γύρω σας.

2. Συχνότητα σκαλίσματος μύτης
Άλλη μια καταφανέστατη ένδειξη ότι διαθέτετε βαρβατίλα. Ειδικό μπόνους αν το κάνετε στα φανάρια ή βλέποντας ταινία του Τσαρλς Μπρόνσον (ξυπνάει ο ανταγωνισμός μέσα σας και θέλετε να δείξετε πως έχετε τόση βαρβατίλα όση αυτός, άδικος κόπος) ή αν πετάτε τις μπίλιες-κακάδια ενώ τεντώνετε την κορμάρα σας.

3. Ροχάλες
Δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτα εδώ. Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: όσο πιο μπρούτζινη και αλαβάστρινη η υφή της χλέπας τόση περισσότερη βαρβατίλα κουβαλάτε.

4. Αποβολή σωματικών αερίων κάθε είδους
Η συχνότερη και με όσο το δυνατόν περισσότερο πάταγο αποβολή τους συντελεί στην δημιουργία εντύπωσης πως αυτός που το κάνει διαθέτει κοχόνες αρίστης ποιότητος. Οπότε ρέψιμο και κλάσιμο ορίζουν τον ολοκληρωμένο άντρα.

5. Τρίχες σε όσο το δυνατόν περισσότερα μέρη του σώματος
Ειδικά οι τρίχες στην πλάτη μπορούν να αποδειχθούν γκομενοπαγίδα μιας και υπόσχονται πως ο κάτοχός τους βάζει κάτω και ρημάζει. Πωπός, αυτιά, μύτη και ιδιαίτερα στήθος ακολουθούν με μικρή διαφορά την περιοχή της πλάτης.

6. Ποσότητα και ποιότητα της κουράδας
Η κουράδα τα λέει όλα πιστεύω.

7. Η πίστη σε παραδοσιακές αξίες
Όσο και αν δεν θέλουν να το παραδεχθούν, τα θηλυκά έλκονται ακόμη από τύπους παραδοσιακούς του στυλ Αν δεν ψήφιζαν-οδηγούσαν-δούλευαν-έβγαιναν έξω οι γυναίκες όλα θα ήταν καλύτερα. Ο συγκεκριμένος τύπος άντρα εκφράζει μια πιο πρωτόγονη μορφή του που ξυπνά άγρια ένστικτα στις και καλά φεμινίστριες γυναίκες του σήμερα. Οπότε είναι ένδειξη βαρβατίλας.

Κάτι τρύπιοι ψευδοεπιστήμονες-κομπογιαννίτες υποστηρίζουν πως τα παραπάνω δεν έχουν καμία απολύτως αξία και πως μια ουσία ονόματι τεστοστερόνη καθορίζει τα πάντα αλλά όλοι ξέρουμε πως κάτι τέτοιο είναι βλακεία για τον απλούστατο λόγο ότι η τεστοστερόνη μετριέται ενώ τα παραπάνω είναι φλου και ο καθένας μπορεί να ισχυριστεί ότι τα διαθέτει. Επίσης ο καθένας μπορεί να συμπεριλάβει το δικό του χαρακτηριστικό της βαρβατίλας από το μπυροκοίλι μέχρι την φαλάκρα και έχω ακούσει φίλο να λέει πως η τεράστια πληγή που έχει στη φάτσα είναι γκομενομαγνήτης και δείχνει βαρβατίλα γιατί παρουσιάζει ένα πιο άγριο προφίλ.

(Η Νίτσα μιλάει με την Κούλα και της εξηγεί γιατί περπατάει σαν συγκαμένη)

- Αχ Κούλα μου, δεν φαντάζεσαι τι έγινε χτες. Με έπιασε ο Βαλάντης και μου εξήγησε το όνειρο! Τέτοιον άντρα πρώτη φορά πήρα! Βέβαια φαινόταν ότι είχε βαρβατίλα αλλά δεν τον περίμενα κι έτσι. Με βάζει κάτω και με αρχίζει στις σφαλιάρες! Και πάνω που αρχίζω να λιποθυμάω από τη μυρωδιά του ιδρώτα του με ξυπνάει με ένα ρέψιμο άλλο πράμα! - Και τι απέγινε ο φεμινισμός ρε συ; Το γραφείο που στήσαμε; Οι καμπάνιες μας;
- Από αρσενικό που δεν μπορεί να σου αλλάξει τα φώτα μη περιμένεις και πολλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανατριχίλα που σου έρχεται με το που μυρίσεις μέσα στο τρένο Πακιστανό/Κούρδο/Μουσουλμάνο γενικά που πλύθηκε τελευταία φορά στο περσινό ραμαζάνι, πότη που τα τσούζει από το πρωί ή κυριούλη/κυριούλα που έχει τσακωθεί με το σαπούνι ή πιστεύει ότι σαπούνι είναι περιοχή στην Αφρική. Η τρενιχίλα είναι πολύ έντονη τις πρωινές και μεσημβρινές ώρες του καλοκαιριού... Υπομονή θα κατέβετε.

- Μπήκα που λές στη Βικτώρια και μου ήρθε μια τρενιχίλα άνευ προηγουμένου. Ήταν μέσα 2 διμοιρίες Κούρδοι εργάτες και ένας μπεκρούλιακας. Έφριξα μέχρι να κατέβω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η κατάθλιψη της Κυριακής όταν οι προσδοκίες για κάτι ξεχωριστό ξεθωριάζουν εκεί στις 16.13 το απόγευμα, όπου και παρατηρείται και το peak της κυριακίλας.
Η -ίλα εδώ σε φάση πιο μπλου, αφού.

Κυριακή στην επαρχία, με βροχή απ’ το πρωί
φεύγει όλη η ζωή μας στο φαΐ και στη σιωπή

Γύρω στο νεκροταφείο, εργοστάσια σωρό
τα καλά τα κόμματά μας, θα φροντίσουν και γι’ αυτό

Μονιμότητα, θεά μας, άδυτο προσωρινό
έχεις γίνει της ζωής μας φάντασμα αλληγορικό

Υγιαίνουμε λιγάκι, το ίδιο ευχόμαστε για σας
κι όταν έχουμε επισκέψεις, είμαστε πλοίο της χαράς

Αν θα πάς στον Αϊ Γιάννη, πολυκατοικίες σωρό
οι νεοαριστοκράτες, πάνε τώρα στον Τοτό

Κι όταν δώδεκα σημαίνει, ραντεβού στο Κολιμπρί
ιδεολόγοι και αριβίστες, ευτυχία μαζική

Αργύρης Μπακιρτζής, Χειμερινοί Κολυμβητές, 1981

Billie Holiday - Gloomy Sunday
Στα αγγλικά λέγεται «Sunday night blues/syndrome». Έρευνες έχουν αποδείξει πως η Κυριακή είναι η λιγότερο ευτυχισμένη μέρα της εβδομάδας, πως 4 στους 10 νιώθουν άγχος και θλίψη, πως το 44% ζηλεύει τα Σαββατοκύριακα των συναδέλφων του όταν ακούει τα νέα τους τη Δευτέρα, το 75% δεν βγαίνει καν από το σπίτι, το 46% δεν θέλει να μιλάει σε άνθρωπο. Το λέει η επιστήμη.

Η Κυριακίλα θα σε βρει όπου και να 'σαι
Κάπως έτσι διώξαμε την "κυριακίλα"Από δω

  1. Στα φαγάδικα σήμερα κάνει Κυριακίλα. Οικογένειες με παιδάκια, μαμάδες νταντάδες, πατεράδες μουτρωμένοι

  2. Τι κι αν αύριο δεν δουλεύουμε, την Κυριακιλα δεν τη γλιτώνουμε

  3. Γιουνάιτεντ-Άρσεναλ, Ατλέτικο-Μπαρτσελόνα, Ολυμπιακός-Ρεαλ. Τα τουίτ για την κυριακίλα πιο αστεία από ποτέ.

  4. πόση κυριακίλα να αντέξει μια βδομάδα;

  5. Μέχρι και στο φέισμπουκ έγραψα στάτους σήμερα. Τόσο Κυριακίλα.

Θέμα προς διερεύνηση:

Η Σαββατίλα ειναι η νέα Κυριακίλα (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified