Further tags

Μια μυρωδιά όπως η αριστερίλα, αλλά πιο δυνατή.

  1. Πήγα να ανοίξω το άρθρο του, αλλά απέπνεε κομμουνίλα και το ξανάκλεισα.

  2. Όλη η κομμουνίλα του 1980 έχει μετακομίσει στον ΣΥΡΙΖΑ τώρα.

  3. Άσε να μπει και κανάς πατριώτης στη Βουλή, γιατί έχουμε πήξει στην κομμουνίλα.

Κομ-μουνίλα (από Khan, 30/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απ'το χέζω, χέσιμο, σκατό, σκατίλα, χεσίλα.
Ακούγεται λίγο πιο αηδιαστικό, ίσως και λίγο πιο υγρό. Μάλλον κοντεύει περισσότερο στο τσιρλιό.

  1. Έριξα μια χεσίλα, άλλο πράγμα.

  2. Μ' έπιασε μια χεσίλα... κάτσε καλά!

(από bright, 21/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια -ίλα που μυρίζει Βαλκάνια. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μέρος του χαρακτήρα της Ελλάδας που πολιτισμικά είναι μακριά από την Δυτική Ευρώπη και τον εκσυγχρονισμό, ενώ είναι περισσότερο κοντά στην πολιτισμική ζώνη που σηματοδότησαν η πάλαι ποτέ Οθωμανική Αυτοκρατορία και το Βυζάντιο, την οποία μοιράζεται με τις υπόλοιπες χώρες των Βλακανίων.

Σε περίοδο οικονομικής κρίσης η -ίλα είναι της μοδός για να περιγράψει την κατάρρευση της ψευδαίσθησης ότι απέχουμε παρασάγγας από τους υπόλοιπους Βαλκανίους και ότι είμαστε μια νησίδα Εσπερίας που θα χρησίμευε ως μεσάζων για να ενταχθούν και οι άλλοι βαλκανικοί λαοί στην ευρωπαϊκή οικογένεια και ότι εντέλει η όποια διαφοροποίησή μας από τα υπόλοιπα Βαλκάνια αποδείχθηκε ένα επεισόδιο όχι και τόσο μεγάλο σε διάρκεια. Ορισμένοι πανηγυρίζουν την βαλκανίλα στην λογική ανάληψης της Ρωμιοσύνης τε και βρωμιοσύνης που αποτελεί σημαντικό μέρος της ταυτότητάς μας, επιβεβαιώνοντας εκ του αντιστρόφου τον Samuel Huntington.

Εξάλλου, η βαλκανίλα χρησιμοποιείται γενικά για οποιοδήποτε πολιτισμικό ερέθισμα έχει ένα βαλκανικό μπρεγκοβιτσικό / κουστουριτσικό ζενεσεκουά. Μάλιστα η βαλκανίλα δεν είναι προνόμιο των Βαλκανίων, αλλά μπορεί να εμφανιστεί όπου γης στην παγκοσμιοποιημένη εποχή μας.

Παρεμπιπτόντως, την πρόσληψη της βαλκανίλας από τους Ευρωπέους εταίρους μας έχει analύσει με Β-λακανικούς όρους ο Slavoj Zizek. Υποτίθεται ότι στα 1990ζ, όταν μαινόταν ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, οι λαοί της θεωρούντο ως η συστατική εξαίρεση που συνιστούσε το συμβολικό σύστημα της Ευρώπης ως ο εξαιρούμενος Άλλος της, με τρόπο που στην λακανική ψυχανάλυση ισοδυναμεί με την jouissance ως άρρητη συνύφανση ηδονjής και οδύνjης επέκεινα της συμβολικής συστηματοποίησης και θεματοποίησης. H μεγάλη επιτυχία της α λά Emir Kusturica βαλκανίλας οφειλόταν ακριβώς στο ότι με τα πνευστά, τους Ρομά, την οργιαστική μουσική και το γενικό ντελίριο προσέφερε στην Ευρώπη την jouissance ενός μη συμβολοποιήσιμου Άλλου (του Πραγματικού κατά Lacan). Στην περίοδο 2010-2012, όταν ήταν η Ελλάδα στην μπούκα, πολλοί νεοζιζεκιανοί εντρύφησαν σε παρόμοιες analύσεις για την φοροκώσταινα ως συστατική εξαίρεση της Ευρώπης, αναλύοντας λ.χ. την jouissance του σουβλακιού, που τρέχουν τα ζουμιά στα χέρια σου και σε ενοχλούν καθώς σε λερώνουν, αλλά σου αρέσει κιόλας καθώς το βρώμικο είναι μέσα στην ευχαρίστηση. Πέρα από την σχετικότητα του ποιος τυχαίνει κάθε φορά να είναι ο Άλλος της (Δυτικής) Ευρώπης, νομίζω ότι μπορούμε να κρατήσουμε ότι στην βαλκανίλα ενυπάρχει μια ορισμένη jouissance, μια γοητεία από την καταστροφή, την ευτέλεια, την γυφτιά, την μυρωδιά μπαρουτιού, το χάος. Περισσότερα στα παραδείγματα.

  1. Βαλκανίλα και Κάιρο μυρίζει. Και παλιά Αθήνα του ’60, όταν οι ζητιάνοι συνωστίζονταν στα σκαλιά των εκκλησιών κάθε Κυριακή, απλώνοντας εικονίτσες και άδεια χέρια κάτω από τις μύτες των νοικοκυραίων, κι όταν μαυροντυμένες κοσμοκαλόγριες με μπόγους γυρνούσαν πόρτα πόρτα πουλώντας μοσχολίβανο και καρβουνάκια. [...] Το ’50 και το ’60 εισβάλλουν βίαια στο 2012. Δεν φέρουν κανένα φολκλόρ, δεν ξυπνούν καμιά νοσταλγία, δεν περιέχουν αισθητική και καλαμπούρια, όπως αυτή που ξυπνούσαν έως πρόσφατα οι ασπρόμαυρες φαρσοκωμωδίες. [...] Η ηθογραφία εξελίσσεται: σαν δυστοπία. (Από το Νίκο Ξυδάκη εδώ).

  2. (Του ίδιου Βαλκανίλα και καγκουριά για τη νεοβαλκανίλα της Αθήνας):
    Στις κεντρικές συνοικίες, ακόμη και στα θεματικά πάρκα της διασκέδασης, Γκάζι και Ψυρρή, το χρώμα και η αύρα έχουν αλλάξει, τα αλλάζει ραγδαία η κρίση και η φτώχεια. Μια βαλκανίλα τα σκεπάζει όλα, ημιορατή ακόμη, σαν τούλινος μανδύας, που όμως επιμένει και εντείνεται, σταθερά. [...] Η βαλκανική αύρα, ίσως και ανατολικομεσογειακή, απλώνεται πολύχρωμη, μελαγχολική, με υποβόσκουσα επιθετικότητα, πλανάται πάνω σε ρημαγμένες βιτρίνες και φαλιρισμένα μαγαζιά, σε θορυβώδη γκράφιτι και μαρκαρίσματα, σε καφενεία ανάγκης με φωναχτές επιγραφές «καφές 1€», σε φούρνους που ξεφυτρώνουν διαρκώς, στα κλειστά περίπτερα και τις πολλαπλασιαζόμενες τυφλές ζώνες του κέντρου. Ιδίως μετά το δειλινό, όταν τα χρώματα ξεβάφουν και τα φώτα είναι λιγοστά.

  1. Πρώτου μεγέθους θέμα είναι το πώς θα γίνουμε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα και όχι το πώς θα ανακατευόμαστε καθημερινά με τη βαλκανίλα (Εδώ).
  1. Η Κύπρος, είναι μία «Ελλάδα», απαλλαγμένη από την «Βαλκανίλα». (Εδώ).

  2. Μόλις γύρισα από Λος Άντζελες. Νιώθω ζαλισμένη. Δεν είναι το τζετ λαγκ. Φταίει η ανεπαίσθητη μυρωδιά φτώχειας, στον αέρα. Η «Βαλκανίλα» (Από το Φέισμπουκ).

  3. Ξέρω πως μπορεί να πέσεις σε χιόνια, βροχές, κρύο κλπ, αλλά χειρότερα από τη… βαλκανίλα του Λονδίνου και τη γκριζίλα της Βρετανίας δεν υπάρχει (Εδώ).

  4. Επίσης μεγάλε οφείλω να σε πληροφορήσω ότι εγώ για τη γυφτιά μου και για τη βαλκανίλα μου είμαι περήφανος. (Εδώ).

  5. Όταν βλέπεις σέρβικο που ξεκινάει με πισωκολλητό στο πεντάλεπτο, ξέρεις ότι πρόκειται ν’ ακολουθήσει πολλή ποιότητα, και το μοιρολόι που σκάει αμέσως μετά το σπέρμα, έρχεται σαν τραγουδιστή επιβεβαίωση σ’ αυτό το περίεργο μείγμα μοντέρνου κινηματογραφικού δράματος και αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, κομπλέ με τους χορούς και τα τραγουδιστά τους διαλείμματα. Τραγικές ζωές τραγικών ανθρώπων ξεδιπλώνονται με γοητευτική ελλειπτικότητα, μέσα σε σάλες, μπάρες και καφενέδες που μυρίζουν βαλκανίλα, απ’ αυτήν που ποτίζει τους τοίχους όταν τινάζονται πάνω τους φτυσιές, ιδρώτες κι αίματα, απ’ τα μπουνίδια και τα πηδήματα που χρησιμοποιούν οι λιγομίλητοι χαρακτήρες για να επικοινωνήσουν καλύτερα. (Βαλκανίλα πχοιότητας εδώ)

  6. Η καταγωγή των μελών είναι από Σερβία, Βουλγαρία, Ιαπωνία και Αμερική. Τί στυλ μουσικής παίζουν οι Kultur Shock; [...] Ναι, μοιάζουν με τους Gogol Bordello, αλλά έχουν νομίζω πιο πολλά heavy rock στοιχεία από punk και πιο έντονη τη 'βαλκανίλα' στις ενορχηστρώσεις. Ναι, σε σημεία μοιάζουν σαν οι System of a Down να μέθυσαν σε γλέντι χώρας των Βαλκανίων και να τζαμάρουν μαζί με παραδοσιακά όργανα, ναι μοιάζουν σαν ο Bregovic να θυμήθηκε στα γεράματα ότι υπάρχουν οι ενισχυτές και τα distortion, ναι έχουν έναν τραγουδιστή που πραγματικά 'φτύνει' τους στίχους από τους οποίους δεν καταλαβαίνω τίποτα αφού το 80% είναι στα σέρβικα αλλά ως δια μαγείας δε με πειράζει καθόλου και ναι, έχει κάνει παραγωγή σε album τους ο Billy Gould (Faith no More-bass). (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική -ίλα που υποτίθεται ότι αποπνέουν οι αριστεριτζήδες (και κατ' επέκταση όλοι οι θεσμοί, τα ήθη και οι νόρμες τση «μεταπολίτευσης»), αλλά όχι με την καλή έννοια της βαρβατίλας του μόχθου και της εργατιάς που φέρνει προς θυμάρι και φασκόμηλο.

Το άρωμα και το μπουκέτο τση αριστερίλας μποχάει διαφορετικά στην μύτη του καθένα. Παραθέτω ένα εντελώς δειγματοληπτικό αρωματολόγιο των ουρδεσάνς που συχνά αποδίδονται κακεντρεχώς στο φαινόμουνο:

1. Την επόμενη φορά ίσως αποφασίσουμε επιτέλους να βγάλουμε την αριστερίλα απο πάνω μας και να κάνουμε χρήση των όπλων. Η αριστερίλα και ο φιλελευθερισμός θα μας φάει σε αυτή την χώρα...

2. Προβολές, συζητήσεις, θεατρικά δρώμενα, πολυεθνική κουζίνα από κάθε άκρη της γης, εκθέσεις φωτογραφίας και ζωγραφικής, συνθέτουν μια πολύχρωμη γιορτή, μακριά από την αγέλαστη σοβαροφανή αριστερίλα, μια γιορτή η οποία περιμένει τη στήριξη και τη συμμετοχή του κάθε μετανάστη.

3. Γ@μημένα βρωμοκάναλα. Γ@μώ την αριστερίλα σας ξευτίλες.

4. Οι κάτοικοι του κέντρου απαντούν στην αριστερίλα που μας έχει πνίξει

3. Η «αριστερίλα» της Εκκλησίας και το άφιλτρο τσιγάρο. Έπρεπε να δεις τη συχνότητα του ραδιοφώνου σου, για να καταλάβεις ότι δεν άκουγες τον 902 του ΚΚΕ αλλά τον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας! Τί ύμνοι για τους διωκόμενους κομμουνιστές αντάρτες του ‘50, οποία ανάλυση περί νεομαρξισμού και λενινισμού, αλλά και μαθήματα για το πώς «έστριβαν» τα άφιλτρα τσιγάρα οι γυναίκες των αριστερών!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις πνευματικές -ίλες, που βρωμάνε εξίσου ή και περισσότερο από τις σαρκικές (πρβλ. και κορεκτίλα). Είναι η συμπεριφορά του να θεωρείς τον εαυτό σου πνευματικά, ηθικά κ.τ.λ. ανώτερο από τους άλλους, όπως ο φαρισαίος από τον τελώνη, και να είσαι ωσεκτουτού σνομπαρία και αφ' υψηλού. Συναντάται και σε άτομα με υπερκουλτουρίαση, αλλά και σε όσους κραδαίνουν την πολιτισμική, φυλετική ή άλλη υπεροχή τους.

Συνήθως στις εκφράσεις πουλάω ανωτερίλα και το παίζω ανωτερίλα. Σημειωτέον ότι οι δύο αυτές φράσεις δείχνουν να υποδηλώνουν ότι δεν πρόκειται για δικαιολογημένη ανωτερίλα, αλλά περισσότερο για υπεραναπλήρωση αδυναμίας. Πουλάμε ανωτερίλα για να εκθαμβώσουμε τους άλλους και να μην προλάβουν να θίξουν τα αδύνατα σημεία μας.

  1. εγω το λεω απο την αποψη οτι το θεμα ειναι οικονομικο και πολιτικο,οχι ποιανου ο προγονος την ειχε μεγαλυτερη.
    με ποιο δικαιωμα ο καθε απαιδευτος κατσιβελος θα πουλησει ανωτεριλα σε εναν ευρωπαιο απλως λογω καταγωγης;
    τι σχεση εχει ο μεσος καραμπαμποελληνας με το πνευμα του αριστοτελη; (Εδώ).

  2. αυτη η ανωτεριλα και το κυριλικι θα μας φαει στο τελος... (Εδώ).

  3. Δεν το «παιζω» ανωτεριλα. Ειμαι ανωτεριλα, σε σχεση με τους περισσοτερους απο τους εξαρτημενους απο τα ναρκωτικα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν την παραμονή του «καλοκαιριού τση αγάπης» οι Strawberry Alarm Clock τραγουδούσαν για θυμιατά από πιπερόριζα και ο Scott McKenzie υπενθύμιζε στους μεταβαίνοντες στο San Fransisco να πλέξουν λουλούδια στις κοτσίδες τους, ο Mick Jagger ήθελε να τα βάψει όλα μαύρα και οι Velvet Underground περιμένανε τον βαποράκι τους με $26 ανά χείρας.

Η σκοτεινίλα ή νταρκίλα ως état d' esprit στην μουσική, στον κινηματογράφο, στην ζωγραφική, κ.ταλ. ασκεί έντονη γοητεία. Συχνά δρα ομοιοπαθητικά με συνέπεια να εκτιμούμε περισσότερο τα όσα χρώματα μας μοιράζει η τράπουλα τση πουτάνας τση ζωής. Εξερχόμενος από προβολή του Eraserhead, είναι δυνατόν να μην θέλεις να αγκαλιάσεις το σκατουρημένο κουτσούβελό σου, να φιλήσεις την πεθερά σου και να σφίξεις το χέρι του εργοδότη σου; (ή, αντίστοιχα, να πανηγυρίσεις που είσαι ελεύθερος, άτεκνος και άνεργος;)

Μιλάμε πάντα για καλώς εννοούμενες εντεχνindie πχοιοτικές καλτιές και ψαγμενιές, μακριά από εμάς οι μόνο μπλακ νταϊνταήδες και οι χρήζοντες emoκάθαρση γκοθάδες με τις μανιοκαταθλιπτικές τους γκόμενες που ξημεροβραδιάζονται σε πεθαμενάδικα. Αυτές είναι κακώς εννοούμενες σκοτεινονταρκίλες.

Προσοχή: το λήμμαν να μην συγχέεται με μαύρα ακούσματα και γκιραπιές.

Ασίστ για την παραλλαγή νταρκίλα: Pirate Jenny.

- Και ο δεύτερος δίσκος είναι εξαιρετικός. Το έγραψαν όλοι, ή σχεδόν όλοι. Ο πρώτος είχε ξεκινήσει μια περίοδο που η σκιά των Bad Seeds βάραινε κάπως τα επόμενα σχέδια. Όχι ότι ακούγεται διαφορετικός πολύ. Αυτή η σκοτεινίλα πάντα θα υπάρχει. Πάντα.

- ολη η βρωμια και η νταρκιλα των 80ς ανακατεμενη με ψυχεδελεια εφτιαξαν ενα μιγμα που μου ανατιναξε το μυαλο

- Βέβαια, για λόγους σκιώδεις και ύποπτα κινούμενους στη νύχτα του μυαλού του σκηνοθέτη, του Itsue Kawasaki, οι φιγούρες σε αυτό το μικρο- anime μιλάνε Αγγλικά με τη γνωστή, αγαπημένη, σάπια ιαπωνική προφορά, επομένως δε σε αφήνει να το ευχαριστηθείς τόσο πολύ. Του αφαιρεί αρκετή σκοτεινίλα και την αντικαθιστά με σκέτη νίλα

- Γραφικα 9/10 , απλα γιατι περιμενω το sequel και το αργουν πολυ. Ηχος υπεροχος. Χειρισμος απο τους καλυτερους ever. Αυτο που με συγκλονιζει ειναι η νταρκιλα που εχει το παιχνιδι. ΜΕ ΤΟ ΚΙΛΟ. Αν μπορουσαν οι devs, θα μοιραζαν και λιγη νταρκιλα στο συνταγμα τωρα που ειναι καιρος κρισης. .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ, εκ του αγγλικού too much.

- Έρχεται εξεταστική...
- Ωχ, τουματσίλα διάβασμα προβλέπεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεταχειρισμένο (συνήθως αμάξι). Κατά το καινουργίλα.

- Χτύπησα ενα πουντικό κολοπειραγμένο, μεταχειρίλα, 200 άλογα, 5 χήνες, καλή φάση;
- Ναι ρε φίλε, αλλά πολλα λεφτά....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη κατά βάση σημαίνει μπόχα από βαρβατίλα, αρχιδίλα, και είναι το αρσενικό αντίστοιχο της μουνίλας (καμιά φορά σημαίνει, κατ' επέκταση και συμβολικώς πως, την αντροκρατία μέσα σε έναν χώρο, την πλήρη απουσία γυναικών ή τεσπατην ελάχιστη παρουσία αυτών, δηλ. το αντίστοιχο του αρχιδόκαμπου και το αντίθετο της μουνοθύελλας).

Αντρίλα είναι και η επίδειξη ανδρισμού, η οποία φοριέται πολύ στον μάτσο τύπο άντρα -και ωσεκτουτού διαφωνώ με τον κύριο που γράφει το αντίθετο εδώ.

  1. την Αντρίλα δεν χρειάζεται να τη μυρίσεις, μπορείς να τη διαπιστώσεις και εκ του μακρόθεν, ακόμα και από φωτογραφικό υλικό ή περιγραφή.

  2. Αντρίλα ρε: 10 πνευματικές και σωματικές προκλήσεις για όσους θέλουν να λέγονται άντρες

  3. Υπάρχουν τραγούδια που στάζουν αντρίλα από τα μπατζάκια. Που τα ακούς κι ανατριχιάζεις.

  4. εγώ είμαι της άποψης ότι «Λίγη αντρίλα δεν έβλαψε ποτέ κανένα»

όλα από το νέτι

(από HODJAS, 07/12/11)(από Khan, 18/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τη λέξη πάτος + κατάληξη -ίλα.

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει:

α) αντικείμενα του πεταματού, υπό την έννοια ότι βρίσκονται στον πάτο της ποιοτικής κλίμακας του ομιλούντος,

β) (συχνότερα) καταστάσεις / εμπειρίες έσχατης κατάντιας (βλ. και πιάνω πάτο) ή, στην πιο ελαφριά εκδοχή, με κατάληξη τουλάχιστον απογοητευτική ως προς τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η χρήση μπορεί να επεκταθεί και για παρακμιακά μέρη.

Στις περισσότερες περιπτώσεις ο όρος είναι αμοιβαίως εναλλάξιμος με τη λέξη σαπίλα. Ωστόσο, ενώ ο χαρακτηρισμός πατίλα μπορεί να μεταφέρει αποκλειστικά μειωτική διάθεση (η εκφορά συνοδεύεται από ξινισμένη γκριμάτσα, βλ. παράδειγμα 1), συχνότερα υπαινίσσεται χαρά, ευχάριστη έκπληξη ή επιδοκιμασία του ομιλούντος για την καλτίλα του σκηνικού (συνοδεύεται από χαμόγελο και ανασήκωμα των φρυδιών, βλ. παράδειγμα 2). Η «κατάντια», δηλαδή, που αναφέρθηκε προηγουμένως, αφορά μόνο στην αντικειμενική εκτίμηση της κατάστασης, που συχνά ουδεμία σχέση έχει με την υποκειμενική!

Συναντάται επίσης ως πατιλιά.

[i]1. - Έλεος ρε φίλε! Δηλαδή εγώ που ξεσκίστηκα όλο το εξάμηνο με τις εργασίες και έτρεχα σαν το Βέγγο να προλάβω τις προθεσμίες, πήρα τον ίδιο βαθμό με την άλλη που κατέβηκε μόνο στο τέλος στις εξετάσεις;! Τι πατίλα είναι αυτή ρε γαμώτο;!
- Κάτσε ρε... ξεχνάς τη μοριοδότηση...

  1. - Έχουμε πάει που λες για το χαβαλέ με τον Κώστα στο ζιγκολάδικο στην Πατησίων, μια υπόγα, και έχουμε αράξει στην μπάρα με γυαλί ηλίου, πουκαμισιά ανοιχτή και δε συμμαζεύεται, και καλά γόηδες. Τα ποτά μπόμπα, οι γυναίκες όλες πάνω από 50, στην πίστα ένας τύπος με διχτυωτή μπλούζα να «χορεύει» - «δρομέα» τον λέγαμε - και Σώτης Βολάνης να παίζει στα ηχεία... σαν τα «Παρατράγουδα» σου λέω!... Και εκεί που το τραγούδι έλεγε κάτι «στέλνεις SMS στην καρδιά μου» και κάτι τέτοια, έρχεται μια μπάμπω και μου λέει με βλέφαρα πεταριστά: «Εσύ; Θα μου στείλεις κανένα SMS;»... Της λέω: «Μπαα... δεν έχω κάρτα...»!
    - Πω ρε φίλε! Πατίλα! Αυτά είναι!
    [/i]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified