Further tags

Η φλιτζάνα, η κούπα. Από το σλάβικο/ρωσσικό чашка (προφέρεται το ίδιο). Σε χρήση σε πολλά μέρη της Ελλάδας: χωριά του νομού Δράμας, χωριά της Αιτωλοακαρνανίας, στα Ψαρά, στην Ιθάκη, Πιθανών και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και των Βαλκανίων. Μάλλον δάνειο από τα σλαβομακεδόνικα ή τα βουλγάρικα που πέρασε στα ελληνικά στη βόρεια Ελλάδα. Στα Ψαρά πιθανών ήρθε από τους έποικους από την ηπειρωτική Ελλάδα που τα εποίκισαν κατά το μεσαίωνα. Μοιάζει επίσης με το ουγγρικό csésze (προφέρετε τσίσε με μακρόσυρτο το δεύτερο "σ") που σημαίνει κύπελο (όχι το αθλητικό).

-Να στον κάνω διπλό στη τσάσκα τον καφέ;

-Όχι, μονό. Στο φλιτζάνι.

Επίσης εδώ και εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

Σχεδόν, στο όριο.

Απ' όσο ξέρω Λευκαδίτικη έκφραση που οπτικοποιεί το οριακό μιας κατάστασης: τόσο εύκολα απ' τη μία, όσο εύκολα κι απ' την άλλη μεριά του πράγματος, με την έκβαση να καθορίζεται από εξωτερικούς μάλλον παράγοντες. Φράση της καθομιλουμένης μάλλον, παρά της αργκό.

Παράρτημα

Το πρόθεμα εδ στο εκεί προέρχεται από το "εδώ" (υποθέτω) και αποτελεί μέρος της παράδοσης στη λευκάδα να μπαίνουν προθέματα και επιθέματα σε τέτοιου τύπου τοπικά επιρρήματα. Η κλιμάκωση έχει ως εξής, με σειρά αυξανόμενης απόστασης: εδώ, εδεκεί, εκεί. Το κλασσικό επίθεμα θε που σημαίνει από τόπου κίνηση, σε κατάσταση υπερδιόρθωσης πολύ συχνά συντάσεται με το από, δηλαδή η φράση "από δώθε" είναι πολύ κλασσική, και ενδέχεται να πάρει και το εμφατικό επίθεμα νε, και να γίνει "δώθενε".

Στα του λήμματος, το εδ είναι απολύτως βασικό στην συγκεκριμένη έκφραση και χρησιμοποιείται όταν δείχνουμε έναν τόπο που βρίσκεται ούτε κοντά ούτε μακρυά.

- Καλά, κιο δεν του τράβηξες κάνα τριομφίδι μ' αυτά που σου 'λεγε;
- Εδεκεί κι εδεκεί ήμουνα, αλλά είπα να μήν τονε στείλω σε κάνα νοσοκομείο χρονιάρες μέρες.

- Το περνάς το μάθημα;
- Εδεκεί κι εδεκεί είμαι, θα δούμε όταν ανάψει τον ανεμιστήρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαδικασία πριν από παιχνίδι μπάλας ή μπάσκετ για να αποφασιστεί ποιος θα διαλέξει πρώτος παίχτες. Οι δύο που θα διάλεγαν ξεκίναγαν αντικριστοί από τυχαία αλλά λογική απόσταση και έκαναν τρία βήματα ο καθένας στη σειρά του λέγοντας σημαία ο ένας και κοντάρι ο άλλος και βαδίζοντας ευθεία. Ο πρώτος που πάταγε τον άλλον διάλεγε παίχτη πρώτος.

Επιτρεπόμενα βήματα: το ένα πόδι κολλητά μπροστά απ' το άλλο στη συνήθη διεύθυνση του βήματος (ολόκληρα), τα πόδια εγκάρσια στη διεύθυνση του βαδίσματος και πάντα κολλητά (μισά), και τέλος (σε προσυμφωνία αν επιτρέπονται ή όχι, και παράδεισος για κλέψιμο) βηματάκια βάζοντας τη μύτη του ενός ποδιού μπροστά απ' την άλλη (μυτούλες, ίσως και μυτίτσες, δε θυμάμαι).

Κατά κύριο λόγο παιδική κατάσταση, μέχρι αρχές εφηβείας, οπότε και οι λέξεις σημαία-κοντάρι αντικαθιστούντο από οποιαδήποτε τρισύλλαβη λέξη, με προτίμηση σε παπάρι, αρχίδι και ό,τι.

Στάνταρ λευκάδα, πείτε και στα σχόλια να δούμε τι διάδοση είχε και τι παραλλαγές.

Βλέπε και σχόλια εδώ. Αφιερούται τω χτήνως.

- Πάμε ρεβάνς ή καινούργιες ομάδες;
- Καινούργιες. (στήνονται σε γραμμή δύο παιδιά) Σή-Μαί-Ά.
- Κό-Ντά-Ρί.
κτλ. με πιθανό ψιλοκαβγά πριν αρχίσει το παιχνίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταβατικό, βουτάω κάποιον. Τον πιάνω, τον τσιμπάω, και του ρίχνω ξύλο, αλλά μάλλον ελαφρύ.

Για την απλή έννοια του πιάνω κάποιον βίαια, βλέπε το παράδειγμα εδώ:

Προπονητής «βούτηξε» από το λαιμό αντίπαλο παίκτη στην Αγγλία

όπου ο συντάκτης για κάποιο λόγο το θεωρεί αρκετά αδόκιμο ώστε να δικαιολογεί εισαγωγικά.

Χρησιμοποιούμενο μ' αυτήν την έννοια, συνήθως συμπληρώνεται με κάποιο απ' τα απ' τον γιακά, απ' το λαιμό, απ' τα μαλλιά, τα οποία νομίζω εξαντλούν την χρήση του βουτάω κατ' αυτόν τον τρόπο.

Στη Λευκάδα το θυμάμαι να παίζει απόλυτο, βουτάω κάποιον, χωρίς παρεταίρω προσδιορισμό, δηλώνων την πρόθεση να πέσει και καμιά ψιλή. Μάλλον παιδική-εφηβική χρήση, συχνά ως απειλή.

  1. Θα σε β'τήξω, ε;
  2. Ναι, λέγε τ' τέτοια και σε β'τήξ' και μετά 'α κλαις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας.

Από το ιταλικό stronzo, που στη γείτονα σημαίνει στην κυριολεξία «κουράδα», αλλά χρησιμοποιείται κατακόρον ως κακόσημος χαρακτηρισμός. Με την κυριολεξία της, η λέξη απαντάται, βλέπω, και στα Επτάνησα:

Στρόντζος (ο): Ξεραμένο κόπρανο Κερκυραϊκό λεξικό

ρε παιδια τι σχεση εχει ο δημαρχος? Ελεος ...Δεξιος στροντζος ειναι - δεν ειναι εκει το θεμα , αλλα οχι οτι παιρνει και αυτος τις αποφασεις ...Ουτε η κυβερνηση τις παιρνει

εδώ

Αλλά για τον Αξιότερο Έλληνα Ποδοσφαιριστή δε θα πει ποτέ κουβέντα ο στρόντζος ο Κάρπετ.

από φόρουμ

..δολοφόνησαν οι φεράρηδες τον Μάσσα ωρέ ; ! Α τους στρόντζους !

από το ινσόμνια τζι άρ

Αυτά που λέω πριν τα κάλαντα των Χριστουγέννων, τα λες με τις λαμπάδες του Πάσχα, ρε στρόντζε!

από φόρουμ

Προσωπικά δε θα άντεχα με τίποτα να με κάναν συχνά πυκνά ρεζίλι όπως σε έχω κάνει εγώ σε όσα θέματα και αν έχουμε κοντραριστεί!! Για να φανταστείς πόσο στρόντζος είσαι, έχουμε επιγραφές με το όνομα Όσιρις στην Αίγυπτο, από τότε που άρχισαν να τον λατρεύουν ως θεό! Άρα κατά την τετράγωνη λογική σου....ο Όσιρις είναι είτε[σ.ς. ;...] υπαρκτό θεϊκό πρόσωπο!

από το φόρουμ τζι αρ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εδώ βλέπω ότι η λέξη είναι ηπειρώτικη και σημαίνει μαλαπέρδα. Το θυμάμαι στην Λευκάδα να παίζει ως τζενέρικ προσβολή, χωρίς να θυμάμαι τη λέξη να χρησιμοποιείται με την έννοια του πέους.
Είναι άλλωστε παγιωμένη η σχέση της Λευκάδας, κυρίως της πόλης, με τη Ρούμελη και την Ήπειρο, περισσότερο απ' τ' άλλα νησιά του Ιονίου.

Άντε γαμήσου παραπέρα ρε πουτσοφλίγκαρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα-Ιόνιο): Βάζω σε μπελάδες, ταλαιπωρώ, πιέζω κάποιον.

Εκ του ιδιωματικού τρόκολο (σταφυλοπιεστήριο-μηχανικό πατητήρι) < βενετ. torcolo και ήδη σήμερα ιταλ. torchio < λατιν. torculum < ρημ. torqueo = σφίγγω, περιστρέφω.

  1. Καθόμουνα ήσυχος στ' αβγά μου κι ήρθε εκείνος ο ξαδερφός μου -πανάθεμάτονε- και μ' έβαλε στο τρόκολο ν' αγοράσω λέει μετοχές της Χ εταιρείας γιατί αλλιώς θα' χανα τα λεφτά μου αν τα άφηνα στην τράπεζα. Τί τα' θελα και τον άκουσα, πήρα τα τρία μου...
  2. -Πάω έξω για ψώνια, θες τίποτα;
    -Με την κάρτα μου;
    -Εμ, με τί; Με το πενηντόφραγκο απ' το ΑΤΜ;
    -Κοίτα μη με βάλεις στο τρόκολο να πληρώνω τζερεμέδια κάθε μήνα στους κερχανατζήδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση, την οποία μου είπε Κερκυραία και βρίσκω να υπάρχει σε τοπικό γλωσσάρι του νησιού:

Πέκα (η), ο θυμός, το πείσμα | πεκάδος (ο), αυτός που έχει πέκα, που βαστάει το θυμό ή το πείσμα του.

liapadeshistory.blogspot.gr

βρίσκω ευρύτερα να σημαίνει:

  • έχω μεγάλη αγάπη για κάτι, έχω φάει κόλλημα με κάτι.
  • έχω μανία,εμμονή, ψυχαναγκασμό με κάτι, σκαλώνω με κάτι.
  • έχω πείσμα, κρατάω μούτρα σε κάποιον, τρώω σκάλωμα εναντίον κάποιου.

Έψαξα λίγο για ετυμολογία προς Ιταλία μεριά: στα ιταλικά λεξικά βρίσκω pecca να σημαίνει ελάττωμα, βλάβη, ζημιά (peccare από την άλλη σημαίνει αμαρτάνω). Μου φαίνεται η πέκα να έχει μια σχετική παραλληλία με το πως χρησιμοποείται γενικότερα η λέξη ζημιά. Έτσι, το έχω πέκα συγχωνεύει δύο νοήματα: α) παθαίνω ζημιά με κάτι, δηλ. κάτι έχει πάνω μου πολύ μεγάλη επίδραση, τόση που σχεδόν με έβλαψε β) το αποτέλεσμα αυτής της "ζημιάς", ότι μου έμεινε κάτι με την έννοια του σκαλώματος και κολλήματος, δηλαδή, η βλάβη (pecca) με έκανε λιγάκι βλαμμένο (με έκανε να έχω pecca).

Αλλά απ' ότι κατάλαβα είναι μια σχετικά ήπια έκφραση που εκφράζει συχνότερα την μεγάλη αγάπη για κάτι.

Δεν ξέρω, εμένα μου φαίνονται πιθανά τα παραπάνω τα ετυμολογικά. Εσάς;

Έχω "πέκα" με τις ταινίες από μικρός.... τεράστια συλλογή VHS... Τώρα με τα αϋλα, ξεφορτώθηκα τις κασσέτες και απέκτησα πολλούς δίσκους... Οπότε έκανα και αρχειοθέτηση... έχω ένα app που τις έχω όλες καταχωρημένες... πηγή

To βάψιμό σου φίλτατε είναι απλά καταπληκτικό, αυτό το ματ είναι όλα τα λεφτά, εύγε(για τον κινητήρα δεν θα πω γιατί έχω πέκα) πηγή

Αν εχω χρονο μετα θα δω, αλλα αν αλλαξουν κατι εδω με μελλοντικη αναβαθμηση (ηδη το δσλαμ ειναι γεματο) στο μελλον και ειναι conexant ... θα θελω αλλα μοντεμ επειδη εχω πεκα. πηγή

Όσο για το κοκο δεν νομίζω να κάνει κάτι το ιδιαίτερο. Όυτε στοματικό ούτε οθωμανικό. Μόνο απλό και πολύ σου είναι. Με το πλύσιμο έχει πέκα. πηγή

Επίσης, αυτό που μετράει ΠΟΛΥ είναι ο στόχος που έχεις. Αν κάποιος έχει πέκα με τα πολλα κιλα ή έχει πεισθεί (καλώς ή κακώς) πως θα αποκτήσει την εμφάνιση που επιθυμεί σηκώνοντας πολλά κιλά, τότε τείνει να τα καταφέρνει, εφόσον αποφεύγει τραυματισμούς. πηγή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωμικό από τα Επτάνησα, που σημαίνει ό,τι περίπου και τα δουλειά δεν είχε ο διάβολος γαμούσε τα παιδιά του ή δουλειά δεν είχε ο διάολος και ζύγιζε τα καλαμπαλίκια του. Δηλαδή το να αεργείς ή να ανεργείς κ.τ.ό. είναι μήτηρ πάσης κακίας και θα αρχίσεις να κάνεις μαλακίες και θα εκτραχυνθεί η κατάσταση. Ή ότι κάτι που αρχίζει ως ψιλοαθώο, ψιλοαστείο, ψιλοχαβαλέ, κάποια στιγμή εβέντσουαλι παύει να είναι αστείο/ αθώο και γίνεται σοβαρό. Ή λες και δεν έχουμε σοβαρές δουλειές με τις οποίες να ασχολούμαστε και πρέπει να μας τρώνε τον χρόνο σκάνδαλα και παράκμες. Πιθανολογώ ότι η σχέση του αιδοίου με την τσαγκαρική αποτελεί καθαρό τιραμισουρεαλισμό, (να πω να μάθαινε καπελάς θα έβγαζε κάποιο νόημα, αλλά τσαγκάρης!;) αλλά επειδή και για άλλα πράγμα έχω πει ότι είναι τιραμισουρεαλιστικά και έχω πέσει έξω δεν παίρνω και όρκο. Οποιαδήποτε απόπειρα πραγματολογικής ερμηνείας ή φετιχιστικού συνειρμού ευπρόσδεκτη. Ο τιραμισουρεαλισμός πάντως συνάδει με την απονοηματοδότηση που προκαλεί η έλλειψη εργασίας του μουνιού καθώς και ο επαγγελματικός προσανατολισμός που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να του ταιριάζει, οπότε μιλάμε για καταστάσεις απουσίας νοήματος και ακηδίας, όπου θάλλει η παραβατική συμπεριφορά.

  1. -ΑΚΟΜΗ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙ Ο ΜΑΚΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΜΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΔΗ... Πανικος θα επικρατησει αυριο στις Κυριακατικες φυλλαδες,οι οποιες θα σκασουν μυτη κατα τις 5 το απογευμα στα γνωστα κεντρικα σημεια της Αθηνας, καθως η επιστολη Γκιολια, εναντιον τον Μακη Τριανταφυλλοπουλου, εχει προκαλεσει θυελα αντιδρασεων στα δημοσιογραφικα γραφεια...
    Σχόλιο: [...] [Βάλε λάδι και έλα βράδυ]7. Βοηθήστε οι στραβοί τόν ανοιχτοΜάκη. Δουλειά δέν είχε τό μουνί καί μάθαινε τσαγκάρης. Ζήσε Μά(κ)η μου νά φάς τριφύλλι. (Από Πρέζα TV).
  2. Μετά το παράδειγμα της επιστροφής των σλαβικών ονομάτων στην περιοχή της Μάλα Πρέσπα και στο Γκόλο Μπάρντο στην Αλβανία, τίθεται θέμα για ‘επιστροφή’ στη σλαβική ονομασία τους, τοπωνύμια σε περιοχές της Βουλγαρίας και της Ελλάδας, που και οι δύο χώρες αν και είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξακολουθούν να προσπαθούν να εξαλείψουν τη «μακεδονική»/σλαβική ταυτότητα από τις περιοχές τους χωρίς να έχουν το φόβο επιπτώσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση», γράφει το εικονιζόμενο σλαβικό δημοσίευμα των Σκοπίων. Έτσι, δύο σλαβικές οργανώσεις του εξωτερικού... Μετά την μετονομασία της αλβανικής ονομασίας του Δήμου Liqenas στη σλαβική ονομασία Pustec (sic), διεκδικούν και τη μετονομασία και άλλων περιοχών στη Μάλα Πρέσπα και στο Γκόλο Μπάρντο της Αλβανίας.
    Σχόλιο: Δουλειά δεν είχε το μουνί και μάθαινε τσαγκάρης. (Από Εγκληματικότητα).
  3. Ναι, παντού συνωμοσίες βλέπω, ακόμη και στον ύπνο μου. Παράγκες, διαιτητές, πέναλτι, οφσάιντ κλπ Έχω καταντήσει άρρωστος με τη διαιτησία. Υπάρχει θεραπεία, άραγε;
    Σχόλιο: Δουλειά δεν είχε το μουνί και μάθαινε τσαγκάρης. (Από το Φόρουμ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

έμπος (το)

Χαμηλή νέφωση, προμήνυμα βροχής (στη ντοπιολαλιά της Κύθνου). Από μια μικρή έρευνα στο γούγλη, βρήκα ότι, στην μεν Κρήτη, σημαίνει ομίχλη, στη δε Λευκάδα, καταρρακτώδη βροχή, δηλαδή παρεμφερείς έννοιες. Αγνώστου (σε μένα) ετυμολογίας. Πάντως, και στα τρία αυτά μέρη, είχαμε κάποιους αιώνες ενετοκρατίας. Αυτό ίσως μπορεί να δώσει κάποια κατεύθυνση στην αναζήτηση πιθανής προέλευσης και ετυμολογίας. Ευπρόσδεκτη κάθε βοήθεια από γνωρίζοντες περισσότερα.

Είχε ένα έμπος, μιά μαυρίλα,ένα κακό, εκεί, κατά το Πετροβούνι. Έσμιξ' ο ουρανός κι η γης."Τρεχάτε να σπηλιώσουμε*!" φώναξε ο πάππους. Ίσα-ίσα που προλάβαμε να μπούμε στο κελί** και τό 'φερε σαρανταπόταμο!

*σπηλιώνω: βρίσκω καταφύγιο από τη βροχή (στη ντοπιολαλιά της Κύθνου)

**κελί: αγροικία από ξερολιθιά για χρήση από ανθρώπους και ζώα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified