Further tags

Οριακά αδόκιμη απόδωση του εμ-πι-θρή στα ελληνικά, με το αδόκιμο της λέξης να έγκειται στο ότι διαβάζουμε τον αριθμό στα ελληνικά και τα γράμματα στα αγγλικά.

Ενδέχεται να απαντά και στη μορφή εμ-πι-θρήα ή και εμ-πι-τρί, με το θρήα και το τρι να αποτελούν τα δυνατά υβρίδια, κροσόβερ στα ελληνικά, του θρή με το τρία.

Και ας περάσουμε στα αποτελέσματα του πάμε στοίχημα. Εμ-Πι, τρία-μηδέν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπη απόδοση του smart phone: της θριτζή και βάλε κινητούρας με ακουμπότζαμο, γουίφι, τζιπιές, πάσης φύσεως μπλιμπλίκια και τα πολυσχιδή απλικέησιο που και καφέ ακόμα κάνουν.

Με ένα εξυπνόφωνο μπορείς να δουλεύεις μεμέιλ, να σερφάρεις και να γκουγκλάρεις, να μουσικώνεσαι, να γράφεις μπλογοτεχνία και να γυρίζεις ντοκιμαντέρ, να γιουτιουμπάρεις στο συσιφόνι, να τσατάρεις μέσω εμεσένε με κολλητουμπινάκια και LOLίτες, να τοιουτίζεις τσίου, να βλjέπεις ρουσουσού, να κάνεις e-καμάκι φεϊσμπουκάροντας στο φατσομπούκι με e-πούτανους προσβλέποντας σε επικά τηλεγαμίσια ή τουλάστιχον στην λήψη γυμνημάτων από καμιά ξεμειναμένη φεϊσμπουκλού, να τρολαρμενίζεις στα φλώρουμ φλογομαχόμενος φορ τεχ λουλζ, να ποστάρεις και να (μπαγα)ποντοδοτείς στο σλανγκρ ...

Σε περίπτωση όμως nietwork και η πιο έξυπνη και τρελή κινητούμπα μετατρέπεται σε θλιβερή παντόφλα-τελεφούνκεν, σε χαζοκούτι γουτουπού.

1. Τα εξυπνόφωνα φυσικά είναι ελεύθεροι να το παίρνουν όλοι, κατά προτίμηση οι εξυπνάκηδες, αλλά το σωστό είναι να τα παίρνουν αυτοί που τα χρειάζονται, μολονότι πολλές φορές έχω αναρωτηθεί ποιοι ακριβώς είναι.

2. γκατζετάδες της τουήτα, μπορώ να έχω gps στο εξυπνόφωνο δίχως να χρεώνομαι;

3. Καλησπέρα παίδες, επιτέλους κατάφερα να σας βάλω στο εξυπνόφωνο. Το τσατ πού το κάνετε;

(από σφυρίζων, 05/04/13)(από Khan, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με χρήση λογοπαίγνιου, ταυτίζουμε και καλά τη λέξη ιος με τη λέξη υιός.

Στην παρούσα φάση, υπονοείται και καλά ως πολύτεκνος κάποιος, του οποίου ο Η/Υ, (ως επέκταση του εαυτού του) έχει γεμίσει...ιούς.

Η εκφορά του όρου μπορεί να γίνει είτε από τον ίδιο τον παθόντα, είτε από κάποιον γνωστό του πρός αυτόν ή πρός άλλους (π.χ: στα πλαίσια κουτσομπολιού).

Η δε εκφορά του όρου μπορεί να λεχθεί είτε με χιουμοριστική, είτε με ειρωνική διάθεση για την αμέλεια του παθόντα, για επαρκή προστασία του υπολογιστή του από ιούς (μέσω καλού και πάντα ενημερωμένου αντιϊκού προγράμματος).

- Άσε ρε! Γέμισε με ιούς ο υπολογιστής μου.
- Ώπα ρε! Πολύτεκνος, ε; Ποιος σε πιάνει τώρα ρε με το επίδομα πολυτέκνου που θα πάρεις;
- Κοροϊδεύεις;

(από GATZMAN, 19/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μετροπόντικας είναι ο ειδικός εκσκαφέας που χρησιμεύει για τη διάνοιξη σήραγγας στην κατασκευή του μετρό. Όπως λέει άλλωστε και το Σιδηρό Προσωνύμιο, η λέξη μετροπόντιικας προέρχεται από παράφραση της λέξης τυφλοπόντικας, αφού η υπόγεια κίνηση του παρομοιάζεται με την κίνηση του τυφλοπόντικα που σκαλίζει προκειμένου να κινηθεί. Εδώ λοιπόν αναδεικνύεται η ιδιότητα κλειδί για το συγκεκριμένο ορισμό που είναι η φράση «χαμηλό επίπεδο».

Στη συγκεκριμένη λοιπόν περίπτωση, η φράση του λήμματος, έχει απαξιωτικό χαρακτήρα και εκφράζει το συμπέρασμα κάποιου σχετικά με το επίπεδο κάποιου άλλου (βλ. παραδείγματα 1,2), ή κάποιας ομάδας ατόμων (βλ. παράδειγμα 3) που, κατά τη γνώμη του, είναι χαμηλό. Προκειμένου δε, να δώσει έμφαση στην άποψη του, βρίσκει και καλά... το επίπεδο του θεωρούμενου ατόμου ή της θεωρούμενης ομάδας, χαμηλότερο από το υπόγειο επίπεδο εκσκαφής του μετροπόντικα.

Σημείωση
α) Ως επίπεδο μπορούμε ανάλογα με την περίπτωση να μιλάμε: για νοητικό επίπεδο παραπέμποντας σε άτομο με άι κιού ραδικιού (βλ. παράδειγμα 1), για επίπεδο πνευματικής καλλιέργειας (βλ.παράδειγμα 2), για επίπεδο ευθύνης (βλ. παράδειγμα 3) κ.λπ.
β) Πολλές φορές, μετά τη λέξη «χαμηλότερο», ακολουθεί μικρή παύση για να προετοιμάσει τον άλλον για τη συνέχεια της φράσης (επίπεδο μετροπόντικα).
γ) Στο λήμμα η λέξη «χαμηλότερο» μπορεί να αντικατασταθεί και με τη λέξη «χειρότερο».
δ) πολλές φορές σε μια τέτοια συμπερασματική φράση μπορεί να γενικεύονται κρίσεις ατεκμηρίωτα (βλ.παράδειγμα 1)

  1. - Καλά ρε μαλάκα, πώς σφουγγαρίζεις έτσι; Αχρηστος είσαι. Σκατά! τα 'κανες. Κοίτα να μαθαίνεις (του δείχνει).
    - Α έτσι έπρεπε; Δεν ήξερα.
    - Καλά... Απ' ό,τι φαίνεται... έχεις επίπεδο χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Παραδέξου το.
    - Κάτσε ρε... Αυτό δεν το 'ξερα... Οκ. Μη γενικεύεις όμως.

  2. - Είσαι μαλάκας, είσαι μουνόπανο, είσαι αρχίδι, δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο είσαι.
    - Βρίσε, βρίσε, βρίσε. Όσο βρίζεις, τόσο θα ενισχύεις τη γνώμη μου για το επίπεδο σου.
    - Τι εννοείς;
    - Εννοώ πως έχεις επίπεδο χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Αατα

  3. - Εκεί στη δημόσια υπηρεσία που δουλεύουμε, προκειμένου να 'χουμε λούφεν_ τούφεν, στέλνουμε που και που, δουλειά που μπορούμε να την κάνουμε, σε υποκατασκευάστριες εταιρείες. Δεν υπάρχει άλλος λόγος πέρα απ' τη λούφα μας. Κάτι οι επιδοτήσεις, κάτι οι κρατικές ενισχύσεις, τη βγάζουμε κοτσάνι.
    - Και μπορείτε;
    - E... Λες να μην έχουμε βρει τρόπους;Σαράντα χρόνια...
    Του εξηγεί: μπλα... μπλα... μπλα...
    - Ε, πάει και τελείωσε. Έχετε επίπεδο χαμηλότερο... κι από επίπεδο μετροπόντικα.Νισάφι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Ακλιτος επιθετικός προσδιορισμός με διττή σημασία:

1) Ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, αυτός που υπερέχει τόσο πολύ των άλλων που ταράζει τις ισορροπίες.

2) Θαυμάσιος, καταπληκτικός, θεσπέσιος.

Εννοιολογικές παρατηρήσεις: Η αρχική σημασία του «ίμπα» ήταν η αναγραφόμενη στην περίπτωση 1, όμως σταδιακά το στοιχείο της συγκρίσεως εκφυλίστηκε με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται και με την έννοια 2.

Προέλευση/ετυμολογία: Προέρχεται από το αγγλικό «imbalanced».

  1. - Καλά αυτό το αμάξι είναι εντελώς ίμπα. Ένα τέτοιο θέλω να πάρω κι εγώ.

  2. - Συγνώμη, πας καλά; Θα τα βάλεις μ' αυτόν; Ο τύπος είναι ίμπα, δεν έχεις καμία ελπίδα.

  3. - Άντε μωρέ κωλόνουμπε, έχεις τον ίμπα χαρακτήρα και μιλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ίνμποξ δόκιμα (όχι σλανγκ) αποκαλείται το κουτί, ανοιχτό από πάνω, όπου μπαίνουν τα εισερχόμενα έγγραφα σε ένα γραφείο. Το νόημα της λέξης αυτής επεκτάθηκε και στον φάκελο των εισερχόμενων της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (email inbox). Και τώρα με το facebook, που έχει και αυτό ίνμποξ (χωρίς φακέλους, ούτε θέμα όμως, για να μην μπερδεύονται οι χρήστες - καταναλωτές), έχει αρχίσει πια να λέγεται ίνμποξ και το ίδιο το μήνυμα στο facebook: αυτή είναι και η slang έννοια της λέξης.

- Σου έστειλα τη διεύθυνσή μου σε ίνμποξ.

- Στείλε μου ίνμποξ το τηλέφωνό σου.

- Έχεις ίνμποξ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την λέξη ιστοσελίδα κατά όσους:

α) Μπερδεύουν τον ιστό του διαδικτύου με το πανί ενός καραβιού,
β) Είναι αγράμματοι,
γ) Είναι άσχετοι και ηλίθιοι,
δ) Συνδυάζουν τις ως άνω ιδιότητες.

«Μην στεναχωριέσαι! ιστΙοσελίδα την έχουνε πει και κάποιοι υποτίθεται πιό μορφωμένοι από σένα! (...) πολλοί, πολιτικοί, δημοσιογράφοι κλπ Ανοιξε ΙΣΤΙΑ και πρόσεξε μόνο μην είσαι εντός ΙΣΤΟΥ αράχνης και μπλέξεις! ! :Ρ» (από Blog).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κομπιούτερ, εννοείται.

Ντέσκτοπ, υπολογιστήρας γραφείου σε αντίθεση με το λάπτοπ, τον φορητό υπολογιστή.

Πώς λέμε στα τηλέφωνα κουνιστό και σταθερό; Α να γειά σου.

- Έγω, μάγκα μου, πάλι καθιστό θα πάρω. Με τα ίδια specs το λάπτοπ είναι τετρακόσα ευρώπουλα παραπάνω. Και γιατί να τα χώσω;

Got a better definition? Add it!

Published

Διάταξη επιμήκους, πλαστικού (ή από σύνθετα πολυμερή), σωλήνα, μικρής διατομής, με οπή στο κέντρο βάρους της διατομής του και καθ'όλο το μήκος του, την οποία οπή διατρέχει συστοιχία συρμάτων χαλκού.

Ως εμπορικό εξάρτημα συναντάται ως ανταλλακτικό σε όλα, σχεδόν, τα καταστήματα εμπορικών ειδών. Βασικό χαρακτηριστικό, η μη λειτουργικότητα, η αχρηστία, ο χώρος που καταλαμβάνει και η εστία μολύνσεως που προκαλεί και η γενικότερη σπατάλη. Η χρησιμότητά του αφορά στη διακοπή κάθε επικοινωνίας μεταξύ ηλεκτρικών συσκευών, τηλεπικοινωνιακών δικτύων και χρηστών αυτών, τουτέστιν, στην παύση ανεπιθύμητων ηλεκτρονικών αιτημάτων φιλίας.

Παρετυμολογία: Κακ-ώδιον από την «κακή ωδή»: μπινελίκια, γαλλικά, μούντζες τα οποία το δύστυχο αποδέχεται ύστερα από τη διαπίστωση του κατόχου ότι τσάμπα τραβιόταν όλη μέρα στην πιάτσα για να το βρει.

Αντιτίθεται στο αρχαιότερο «καλώδιον». Παρετυμολογία: Όταν κυκλοφόρησαν τα πρώτα τηλέφωνα από «όνυξ»: «Τι ωραία που μιλάτε ωραιοτάτη δεσποσύνη! Τι γλυκυτάτη η φωνούλα σας!» Απ: «Ω, δεν είναι τίποτα, ευγενικέ μου κύριε! Είναι αυτό το καλώδιον που μας συνδέει (κανονικά) και με κάνει να ακούγομαι νέα και αφρατούλα!»

Κακώδια στην καθημερινή πρακτική: του μάους μετά από χρήση από αριστερόχειρα, της πρίζας της τοστιέρας μετά από χρόνια έκθεση στην υγρασία της βρύσης, το χαντσφρή που έρχεται πακέτο και αναγκάζεσαι να το αγοράσεις ξανά και ξανά (μέχρι να αλλάξεις κινητό), το σκαρτ, το καμμένο τροφοδοτικό, το ηλεκτρικής κιθάρας-ενισχυτή που αγοράζεις σαν καινούριο από γνωστούς αντιπροσώπους στο κέντρο της πόλης, τα καλώδια στο ΚΕΠΗΚ, κ.α.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του γνωστού τραγουδιού, λέγεται για τις μικροσκοπικές κάμερες, δύο επί τρία εκατοστά, εννοείται, που μας παρακολουθούν παντού.

- Καλά, από πού ξέρουν ότι έτρεχα με 180 χλμ στην Εθνική;
- Καμερούλα μια σταλιά, δύο επί τρία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified