Further tags

Αρχείο υπολογιστικών φύλλων τ. Excel στη γλώσσα των δημοσίων υπαλλήλων.

Άσχετο: μακράν πιο αγαπημένη γραμματοσειρά των δημοσίων υπαλλήλων είναι η απεχθής comic sans. Έλεος!

- Ρε Κώστα, πότε θα μου στείλεις το εξελάκι με τα οικονομικά στοιχεία;
- Μισό, να αρμέξω τα πρόβατα στη φάρμα...

XLάκι 250. Υπήρχε και το μεγάλο , το 600 R (από perkins, 29/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό της τηλεόρασης για την ηλεκτρονική παραποίηση:

  1. Χαρακτηριστικών συνεντευξιαζομένου μάρτυρα που καταθέτει είτε για άλλον είτε για τον εαυτό του, προς απόκρυψη χαρακτηριστικών και διασφάλιση της ανωνυμίας του (δίκην witness protection),

  2. Φυσιογνωμίας συλληφθέντος κατηγορουμένου, προ αμετακλήτου καταδίκης του, προκειμένου να μην προσβάλλεται η προσωπικότητά του (πάλι καλά),

  3. Επιμάχων σημείων εντόνου περιεχομένου (π.χ. βίαιη σκηνή, κανα τσιμπουκάκι κλπ).

Θυμίζει την ηθικώτατη κάλυψη των καυτών λεπτομερειών στα «προσεχώς» ταινιών σεξ και βίας των παλιών σινεμάδων (π.χ. παλιά έβαζαν με πινέζες παπαζωτό ή συνασπισμούς στα στήθη και το γυονί της πορνοστάρ ή ακόμα και στα όπλα των καουμπόηδων).

Η προληπτική αυτολογοκρισία γίνεται για να μην εκτίθεται ο εικονιζόμενος (π.χ. να μην διασύρεται ο κατηγορούμενος, να μη φάνε λάχανο τον καρφή, να μην σκανδαλίζεται ο κοσμάκης και κυρίως για να μη φάει καμιά μηνυσούμπα το κανάλι, αν και ταυτόχρονα υποδηλώνεται τεκμήριο αληθοφάνειας της είδησης = λαυράκι = τηλεθέαση = λεφτά.

Η ηθελημένη μείωση της ποιότητας ανάλυσης της εικόνας του εμφανιζομένου (και άλλες γενικές), κάνει τη φάτσα του να μοιάζει με το παρδαλό μωσαϊκό που είχε το πάτωμα των παλιών σπιτιών μέχρι και το ’80 περίπου (μετά κυριάρχησε το πλακάκι).

Ειδικότερα, όταν κάποιος θέλει να κάνει μια βαρύγδουπη αποκάλυψη (π.χ. υπάλληλος που γνωρίζει κύκλωμα λαδωμένων υπηρεσιών, μπάτσος που «δεν εγκρίνει τις πρακτικές συναδέλφων του» κλπ) ή από «πρώτο χέρι» καταγγελία (π.χ. «περίοικος που ζει την ζοφερή καθημερινότητα» των οίκων ανοχής κλπ), ή μια τηλε-ομολογία (π.χ. μετανοημένος πρεζάκιας που εξηγεί τα αίτια που τον ώθησαν στην τοξικομανία «για να βοηθήσει τα νέα παιδιά που δεν ξέρουν πού μπλέκουν», μάνα ρέηβερ που βιώνει την απόγνωση της συγκατοίκησης με τζαζεμένο παιδί κλπ), αλλοιώνεται με τεχνικά μέσα το πρόσωπό του ή καμιά φορά και η φωνή του ή κάθεται ανάποδα σε μια πολυθρόνα και μετά τα ξερνάει όλα.

Συνήθως, τα μωσαϊκά προοιωνίζουν ένα εντελώς τετριμμένο (πια) παραμύθι (π.χ. ρεμούλες στο Δημόσιο, ναρκωτικά, αντιεξουσιαστές, παραθρησκευτικές οργανώσεις, οικογενειακά δράματα κλπ), που ελάχιστα καθηλώνει την έσχατη επαρχιακή θείτσα.

Όπως εύστοχα παρατηρούν τα Ημισκούμπρια για τα αυξημένα νούμερα τηλεθέασης που σημειώνει μια αληθινή «κατάθεση ψυχούλας»:

[i]…Θ’ ακούσετε ιστορίες από σβέρκους κι από πλάτες, ηρωινομανείς, ορειβάτες, ζευγολάτες…
Μιζέρια-δυστυχία και πόνος τραγικός, όλα σας τα προσφέρουμε στο πακέτο του ενός! [/i]

Το μωσαϊκό χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον σε εκπομπές «αβάσταχτης αλήθειας», που ξεκίνησαν με τη Μονογενή με συνταρακτικούς τίτλους σε στυλ «Φάκελλος Σατανισμός» κλπ (όπως και άλλες ομώνυμες φακελο -εκπομπές, που έτσι προδίδουν την πηγή των πληροφοριών τους), έπειτα μας πήρε από το χέρι ο Παπαρδέλλας να γνωρίσουμε τα άγνωστα παιδιά μας (είχαμε-δεν είχαμε), μετά μας ήρθε κι εκείνο το κουνάβι που ξετρυπώνει τους εξαφανισμένους (θένε-δε θένε), συνεχίσαμε με Γρανίτα και καταλήξαμε στη ρηαλητεία.

Οι μουσικές καταδίωξης, τα επιβλητικά headlines και τα τεχνικά τερτίπια των εκπομπών (χρώμα-ήχος-εφέ), έπειθαν την κυρα-Περμαθούλα να ψελλίσει «τιπεστώρα» και το μπάρμπα-Μπρίλιο ν’ ανακλαδιστεί «τσ-τσ τι γίνεται στον κόσμο», πριν κάνουν το σταυρό τους και πάνε για ύπνο. Αλλά μπαφιάσαμε πια…

Τη σήμερον ημέρα ελάχιστοι ψευτοχορταίνουν με μωσαϊκά και φορμάικες και το λαϊκό αίτημα είναι για όλο και περισσότερο ωμή «αλήθεια» (εννοείται μόνον η σκοτεινή πλευρά της που πουλάει, αφού υπάρχουν και θετικές πλευρές της πραγματικότητας, που θάβονται γι’ αυτό το λόγο), που θυμίζει τους Ρωμαίους θεατές της αρένας που επιζητούσαν ατόφια βία (π.χ. καταργώντας την δεξιοτεχνία των μονομάχων χάριν ενός πρωτόγονου πετσοκόμματος με μπρούτα εργαλεία), κατά την περίοδο της παρακμής της αυτοκρατορίας.

Έτσι, όλο και συχνότερα απαιτείται για να ψηθεί το φιλοτηλεθεάμον κοινό, να κατατίθενται τα «εν οίκω» στο Δήμο, για αποκομιδή (μαζί με τ' άλλα απορρίμματα).

Το σύγχρονο πέρασμα σε ολοένα και πιο εξευτελιστικές εκπομπές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, παίρνοντας γραμμή από το αγγλο-αμερικάνικο πρότυπο του ξεκωλιάσματος για τα φράγκα είναι ενδεικτικό της εποχής (π.χ. έρχομαι στο σπίτι / μαγαζί σου και σου τη λέω στεγνά, όλοι το βλέπουν κι εσύ κάνεις διαφήμιση ή παίρνεις κάποιο δώρο = βγάζεις λεφτά, έρχομαι να σε βοηθήσω ως «οικονομικός σύμβουλος» και σε κάνω ρόμπα δημοσίως για να ξελασπώσεις = βγάζεις λεφτά, παίζουμε παιχνίδι γνώσεων και σε ξεμπροστιάζω ότι είσαι ασχετίλα = βγάζεις λεφτά, «επαΐοντες» ξεφτιλίζουν νέα παιδάκια λαϊκής καταγωγής σε «διαγωνισμούς ταλέντων», που πάνε μπας και ξεφύγουν από τη μιζέρια νομίζοντας μαλακωδώς ότι θα μπουν στο πάνθεον της αναγνωρισιμότητας = βγάζεις λεφτά κλπ-κλπ). Μόνο που τώρα, η διαπόμπευση είναι face on αφού ο Μωσαϊκός Νόμος μας τελείωσε (καμπανάκι και μαλακίες δεν έχει)…

Ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι το δάκρυ του ξεφτίλα πρωταγωνιστή, που όχι μόνο δεν τονε σώζει κανένα μωσαϊκό πια, ίσα-ίσα η κάμερα θα σπεύσει να ζουμάρει αδιάκριτα να τσακώσει τη γυαλάδα. No pain no gain…

Τα μαλακισμένα αντεπιχειρήματα της Υπερασπίσεως π.χ. άμα δε γουστάρεις ρε μάγκα άλλαξε κανάλι / σβήστη τη ρημάδα / αυτά θέλει ο κόσμος / ενήλικες είναι κι έχουν δώσει την συγκατάθεσή τους στην κατρακύλα- τί σε κόφτει; / οι χαζοί καλά περνάνε / κοίτα τη δουλειά σου κτλ, εξοβελίζουν τον διαμαρτυρόμενο στην (περαιτέρω) απομόνωση και την εξορία της γραφικότητας, καίτοι όλοι αυτοί (θύτες-θύματα) ψηφίζουν στις εκλογές.

Έχουμε οράμματα για τη σούφρα πολλών τέτοιων, αλλά δεν είναι της παρούσης…

  1. - Ρε συ, έχει αφιέρωμα για ουσίες στην Πλατεία! Αυτός που μιλάει ο Αρντανιάν είναι;
    - Δε μπορώ να καταλάβω, με το μωσαϊκό που του’ χουν βάλει στη μάπα
    - Απ’ τη φωνή μοιάζει κάπως, δε νομίζεις;
    - Σάμπως και τον έχω ακούσει ποτέ να μιλάει; Μόνο μουγκρίζει…

  2. - Κοίτα τι γίνεται στον Άγιο Παντελεήμονα βρε παιδί μου, ντροπή τελοσπάντων! Μα να βαράνε αλλοδαπούς κάτω απ’ τη μύτη της αστυνομίας;
    - Καλά ρε μάνα εσύ τα μωσαϊκά περίμενες, για να πάρεις χαμπάρι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένεκα που η ανάπτυξη της τεχνολογίας έθεσε τέλος σε πολλά πράγματα και καταστάσεις, έτσι και η έλευση του βίντεο αρχικά και των ντιβιντί αργότερα, καθώς και η ραγδαία πώληση πορνοταινιών στα περίπτερα (έναντι του κλασικού καλυμμένου χώρου των βίντεοκλαμπ) οδήγησε τα παραδοσιακά τσοντάδικα του ορισμού σε παρακμή, αλλά δημιούργησε την εξής διεύρυνση του όρου: Αντί για τους παραδοσιακούς κινηματογράφους πορνοταινιών, τσοντάδικα πλέον αποκαλούνται τα εξειδικευμένα βίντεοκλαμπ που πουλάνε (πλέον και ενοικιάζουν όπως και τα παραδοσιακά βιντεοκλάμπ) πορνοταινίες, ήτοι τσόντες, για όλα τα γούστα και διαθέσεις.

Η τωρινή έννοια του τσοντάδικου δεν κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στο κατάστημα με σταθερή έδρα και σε αυτό που δραστηριοποιείται εμπορικά μέσω του διαδικτύου. Και τα δύο είναι εξίσου τσοντάδικα, εφόσον η πραμάτεια τους αφορά προϊόντα του συγκεκριμένου κλάδου. Επίσης, δεν έχει σημασία αν τα ίδια τα καταστήματα αυτοπροσδιόριζονται ως sex shop, καθότι το μεγαλύτερο μέρος των εμπορευμάτων τους αφορά ταινιακό υλικό (στην Ελλάδα πάντα, στο εξωτερικό δεν είναι ο κανόνας -για την ακρίβεια, εκεί συχνά υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ των καταστημάτων που πωλούν ερωτικά αξεσουάρ και εξαρτήματα, και αυτών που δραστηριοποιούνται στις ταινίες και το έντυπο υλικό), άρα στην συνείδηση του ευρύ κοινού παραμένουν τσοντάδικα.

Ενίοτε δε, τσοντάδικα αποκαλούνται και απλά οι ιστοσελίδες πορνογραφικού ή αισθησιακού περιεχομένου, δείγμα της συγχρονίας του όρου με τις τωρινές εξελίξεις.

Βλ.επίσης τσόντα.

  1. Εμ δεν έχω forum για blogs, τσοντάδικο έχω. Πώς αλλιώς να εξηγήσω τον τόσο μεγάλο αριθμό ατόμων που έρχονται στο forum για το μοναδικό ουσιαστικά blog που υπάρχει με θέμα το sex;

Το τελευταίο διάστημα 9 από τα 10 top keywords που έψαχνε ο κόσμος ήταν σχετικά με sex. Το δέκατο είχε σχέση με χρήματα.

Αξιοσημείωτη όμως είναι η πρώτη τριάδα που έχει ως εξής:

  1. ερωτικες ιστοριες
  2. ερωτικεσ ιστοριεσ
  3. ερωτικές ιστορίες

Για να είναι περισσότερο ολοκληρωμένη η φράση, να προσθέσω ότι το keyword “ερωτικές ιστοριες” καταλάμβανε την έβδομη θέση, ενώ το keyword “ερωτικες ιστορίες” την δέκατη.

Όπως παρατηρούμε λοιπόν, η αναζήτηση της φράσης με σωστή ορθογραφία πήρε την τρίτη θέση, ενώ η ίδια φράση χωρίς τόνους είχε τον τριπλάσιο αριθμό ατόμων.

Τι είπαμε πως ψάχνουν οι Έλληνες στο internet; (Από εδώ)

  1. Απ' το μεσημέρι ψάχνω τη Visa μου.
    Ήμαρτον. Και θέλω να πληρώσω τη συνδρομή στο τσοντάδικο. (Εκεί)

  2. Το Τσοντάδικο κανονικά τον λένε βιντεο κλαμπ Έβδομη Τέχνη. Αλλά επειδή, εκτός από μερικά μπιμούβια για ξεκάρφωμα βασικά έχει τσόντες το λέμε έτσι. Μιλάμε για πολύ τσόντα. Ό,τι ανωμαλία θες ο Ίγκι το 'χει ή θα σ' το βρει. Που κανονικά δεν τον λένε Ίγκι άλλα Μπίλι αλλά επείδη είναι σαν τον Ίγκι Ποπ στα νιάτα του τον λέμε έτσι. Εκεί που λες μαζέυονται διάφοροι μαλάκες να δουν τι καινουριο παίζει στο χώρο του πορνό κι άμα είσαι καλός πελάτης ο Ίγκι ξηγιέται ουισκάκι. Άρχιδια μέρος για να πάω αλλά μόνο εκεί μπορούσα να πιω κάτι τζάμπα. (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο,τιδήποτε έχει να κάνει με video games.

Ορισμός που χρησιμοποιούνταν ευρέως τις δεκαετίες των '80s (αναφερόμενοι στο Nintendo Entertainment System ακα NES) και στις αρχές των '90s (αναφερόμενοι στο Game Boy). Με την επαναφορά του video gaming στη μόδα, αλλά και με την επικράτηση του Nintendo Wii στην μάχη της κονσόλας στο δεύτερο μισό της δεκαετίας που πέρασε ('00s), ο ορισμός συνεχίζει να χρησιμοποιείται ορθώς και σε αυτή την δεκαετία που μόλις ξεκίνησε.

Διάφορα για την Νintendo: Όποιος είχε NES από το '85 και μετά εθεωρείτο cool, ενώ πλέον το Nintendo Wii είναι μουνομαγνήτης.

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ Σαββάτου στο σπίτι: - Παιδιά, λέω να αράξουμε με την παρέα εδώ, να παίξουμε Nintendo. - Έγινε, χώσε Wii Sports.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγγλική λέξη control (έλεγχος), η οποία χρησιμοποιείται στα Ελληνικά αυτούσια σε πλήθος περιπτώσεων:

  1. Το τηλεκοντρόλ, ελληνιστί το (τηλε)χειριστήριο ηλεκτρονικής συσκευής (τηλεόρασης, κλιματιστικού, στερεοφωνικού κτλ.)

  2. Κίνηση που κάνει ποδοσφαιριστής για να ελέγξει την μπάλα, όταν κάποιος παίκτης του την πασάρει, ώστε να διευκολυνθεί π.χ. για να κάνει σουτ ή να περάσει αντίπαλο.

  3. Μέρος τηλεοπτικού στούντιο που δεν είναι ορατό στον τηλεθεατή, όπου βρίσκονται αρμόδιοι που επιβλέπουν την ροή ζωντανής εκπομπής και είναι σε επικοινωνία με τον παρουσιαστή για να του παρέχουν σημαντικές πληροφορίες και να βοηθάνε όποτε υπάρχει πρόβλημα.

  4. Τα πλήκτρα με την ένδειξη Ctrl στο πληκτρολόγιο. Είναι δύο, ένα αριστερά κι ένα δεξιά, κάτω από τα πλήκτρα Shift. Χρησιμοποιούνται για συντομεύσεις ή άλλες λειτουργίες σε συνδυασμό με άλλα πλήκτρα.

  5. Γενικότερα με την έννοια έλεγχος, αντί της ελληνικής λέξης.

  1. Πού έχετε βάλει το κοντρόλ της τηλεόρασης, ρε παιδιά; Δυο ώρες το ψάχνω και δεν το βρίσκω!

  2. Εξαιρετική μπαλιά από τον Κατσουράνη, αλλά ο Καραγκούνης δεν κάνει καλό κοντρόλ κι η μπάλα καταλήγει στα χέρια του Νικοπολίδη.

  3. Με ειδοποιούν απ' το κοντρόλ ότι πρέπει να περάσουμε σε έκτακτο δελτίο ειδήσεων και επανερχόμαστε αμέσως.

  4. Τι να σου πω ρε πατέρα... Ήμουν στο RPG κι είχα φουλάρει στο Mana. Και πάτησα pause να τσεκάρω το chat αν είχε έρθει το DivX και κόλλησε! Τα χασα όλα... Δοκίμασα κοντρόλ αλτ ντιλίτ (Ctrl+Alt+Delete) αλλά το Task Manager είχε παγώσει.

  5. α) Έχασε το κοντρόλ του τιμονιού και το αυτοκίνητο ντελαπάρισε μέχρι να στουκάρει στη μάντρα ενός σπιτιού.
    β) Τον κάλεσαν για ντόπινγκ κοντρόλ και βρέθηκε θετικός σε απαγορευμένες ουσίες.

(από elias-jelay, 02/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που μεταχειρίζονται οι απασχολούμενοι σε τηλεοπτικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Η μεγάλη άνθιση της ιδιωτικής τηλεόρασης στη χώρα μας, την τελευταία 20ετία, οδήγησε στην ανάπτυξη ενός νέου ιδιώματος που αφορά τις τεχνικές δυνατότητες του μέσου καθώς και τα πάσης φύσεως προβλήματα που ανακύπτουν λόγω αυτών. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι όροι του τηλεοπτικού ιδιολέκτου είναι ξενόφερτοι, ιδίως αγγλικοί.

Η αράχνη λοιπόν, είναι το σήμα / λογότυπο του εκάστοτε τηλεοπτικού σταθμού, όταν αυτό προβάλλεται φαρδύ πλατύ στο κέντρο της τηλεοπτικής εικόνας (και σε γκουμούτσα γραμματοσειρά), προς εξασφάλιση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Επειδή το εν λόγω σήμα είναι συνήθως λευκού χρώματος και σχετικά θαμπό (ώστε να κουτσοβλέπει κανείς κι από κάτω του) ονομάστηκε αράχνη (αν και θα 'πρεπε να το πουν ακριβέστερα ιστό αράχνης, αλλά τρέχα γύρευε τώρα).

Αράχνη πέφτει συνήθως στην οθόνη, όταν πρόκειται για αποκλειστικά ρεπορτάζ ή αποκλειστικές εικόνες που πρέπει να προστατευτούν απ' τον ανταγωνισμό. Αυτά ισχύουν βέβαια περισσότερο στη θεωρία, καθώς ουκ ολίγες φορές έχει παρατηρηθεί το ιλαρό φαινόμενο 2 ή και περισσότεροι σταθμοί να προβάλλουν την ίδια εικόνα (π.χ. απευθείας λήψεις από κάποια πυρκαγιά ή άλλη καταστροφή), έχοντάς την καλύψει με την αράχνη τους. Να το αποδώσει κανείς αυτό στο φόβο των Ιουδαίων ή στην εφαρμογή της παλιάς παροιμίας «φύλαγε τα ρούχα σου»; Είναι μια άποψη. Ο κάπως πιο υποψιασμένος δεν θα δυσκολευτεί να καταλάβει πως η αράχνη δεν είναι παρά άλλη μια μορφή επίδειξης δύναμης, μια δήλωση του στιλ «είμαι εδώ, με βλέπετε, έχω τη δύναμη να προβάλλομαι». Τέσπα, αυτά είναι πράγματα γνωστά απ' την εποχή του Μarshall McLuhan («το μέσο είναι το μήνυμα»)... Όπως ακριβώς μια διαφήμιση η οποία δεν λέει τίποτα για τα ουσιαστικά πλεονεκτήματα του διαφημιζόμενου, μόνο προβάλλει γιγαντιαίο το εταιρικό λογότυπο (π.χ. coca-cola)...

Ενοχλητικές αράχνες δεν συναντά κανείς μόνο στους τηλεοπτικούς δέκτες του, αλλά και στο ίντερνετ, π.χ. σε φωτογραφίες από συλλογές μουσείων, όπου έχουν καθίσει στη μέση το λογότυπο του σάιτ ή το όνομα του μαλάκα που τράβηξε τη φωτογραφία. Δεν υπάρχει πιο απτή ίσως απόδειξη για την πλήρη εμπορευματοποίηση της Τέχνης. Βέβαια θα αντιτείνει κανείς ότι το χρήμα και η τέχνη πήγαιναν πάντα πακέτο (βλ. Μέδικοι), αλλά έλεος πλέον. Έχεις να προβάλλεις μια ωραιότατη και σφιχτή power-point παρουσίαση και, θες δε θες, θα μάθουν όλοι οι ακροατές σου σε ποια σάιτ σεργιανούσες για να μαζέψεις το υλικό σου.

  1. (σε τηλεοπτικό κανάλι)
    - Έχω εικόνα τον Κούγια με τη σκρόφα του να είναι έξω απ' το κτίριο και να απειλεί ότι θα πηδήξει τη μάντρα..!
    - Ρίξε αράχνη μαλάκα μου πρώτα, μη τυχόν και το βγάλεις έτσι, σε γάμησα!

  2. (δύο φίλοι στο νετ)
    - Τι ψάχνεις;
    - Μπα τίποτα, πίνακες ζωγραφικής χαζεύω, από μεγάλα μουσεία κι έτς.
    - Πετριά που 'χεις φάει ρε αγόρι μου... Και βρίσκεις τίποτα;
    - Ναι, όλα κομπλίτα. Ρίχνουν βέβαια την αράχνη τους πάνω στην εικόνα, αλλά τι να κάνεις; Μόνο αυτού του γαμημένου του Kunsthistorisches της Βιέννης δεν μπορείς να βρεις τίποτα, τα 'χει όλα κλειδωμένα..
    - Του ποιου;

(από ο αυτοκτονημενος, 27/05/09)(από ο αυτοκτονημενος, 27/05/09)Αράχνη με αράχνη (από poniroskylo, 28/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το διαδικτυακό σεντόνι, που καλύπτει τουλάστιχον μία οθόνη υπολογιστή.

Αντώνυμο: το σλανγκίζειν εστί φιλοσοφείν.

Στο σάιτ μας οθονιές (με την καλή έννοια) εκ συστήματος γράφουν οι χρήστες GATZMAN, Mes, Hank, Pirate Jenny και συχνά οι Vrastaman, Poniroskylo κ.ά.

Αντώνυμο: Dirty Talking.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σπέκι, το / γεν.: του σπεκίου: Το σπεκ, βλ. εκεί την ετυμολογία, που έχει εισέλθει στο ελληνικό κλιτικό σύστημα. Η Γενική θυμίζει και ρουμάνικο όνομα.

  1. - Το σπέκι του σπεκίου, σου αξίζει μεγάλε!

  2. - Πολυτονιστής ευπατρίδης: Ασμένως απαντώμεν τω παρ' υμίν σπεκίωι μετά ημετέρου σπεκίου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φωτοσοπιά, δηλαδή η επεξεργασία φωτογραφίας με photoshop, που λειτουργεί ως σουπιά, δηλαδή πονηρά, ύπουλα και «θολώνοντας τα νερά» και καλλιεργώντας ψεύδη.

Μεγάλη φωτοσουπιά η Πάμελα Άντερσον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φωτογραφία ή εικόνα που έχει υποστεί επεξεργασία στο Photoshop (άλλως γνωστό και ως φωτομάγαζο) ή οποιοδήποτε αντίστοιχο πρόγραμμα, όπως Corel.

Συνήθως αναφέρεται σε φωτομοντάζ (είτε για πλάκα, είτε στεγνά για παραπλάνηση του κοινού), ή σε διορθώσεις που αποκοπούν στο να φαίνεται ομορφότερο το εικονιζόμενο πρόσωπο/κορμί (από μοντέλες και τραγουδιάρες μέχρι δημοσιογράφους και πολιτικούς) - και όχι σε αθώα επεξεργασία τύπου «διόρθωση κόκκινων ματιών».

Ετυμ. (εν μέρει αντιδάνειο) < αγγλ. photoshop <
photo (= φωτογραφία) < photograph < ελλ. φως + γράφειν
+ shop (= μαγαζί) < παλ. αγγλ. sceoppa (= πάγκος πωλητή).

- Χαχα, την είδες την τελευταία φωτοσοπιά στη Σαλάτα Εποχής; Κολλήσανε τη μούρη του Κακλαμάνη σε πόστερ του Σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι. Μιλάμε, έκλασα στο γέλιο.

(κοιτάζοντας φωτογραφία περιοδικού)
- Πωωω, πολύ παιδί αυτή η Δούνια... Τούμπανο...
- Φωτοσοπιά είναι ρε στόκε, ξέρεις τι κυτταρίτιδα έχει αυτή κανονικά;
- Δηλαδή, άμα σου κάτσει, θα της πεις όχι, ε;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified