Further tags

Έκφραση θαυμασμού και ικανοποίησης, ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Λάρισα.

- Θα βγω ραντεβού με την Άντζι σήμερα!
- Ναι ρε βλάχο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Λαρισαίος.

- Από που είναι η Άντζυ;
- Από Λάρισα.
- Ντιρόλο είναι.

Λογοπαίγνιο με το τυρόγαλο

Βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόλδος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαβολή. Τα λόγια. Οι τσίτες, αλλιώτικα.

Μεταφορικά, από το λατινικό focus και manus, δηλαδή τη φωτιά που ανάβει με τα χέρια, με προσάναμμα, κατά λάθος εξεπίτηδες, από κάποιο καλόπαιδο, στο μυαλό του οποίου το αποτέλεσμα της ενέργειας επιφέρει ρίγη συγκινήσεων, είτε λόγω του αναμενόμενου οφέλους, είτε απλώς για πλάκα.

Προϊόν μεσογειακό, κάτι σαν την ελιά, τη ρίγανη, το σκόρδο, λίαν εύχρηστο ως άρτυμα ανιαρής και μονότονης καθημερινότητας σε μικροπεριβάλλοντα επαρχίας, γραφείου, γειτονιάς, σχολείου, δημ. υπηρεσίας κουτουλού, όπου δηλαδή το πήξιμο είναι προεξάρχον στοιχείο της ψυχικής καταστάσεως του υποκειμένου.

Όχι πως στα Βόρεια δηλαδή δεν απαντούν τα μαναφούκια, ο Μπράιαν όμως ο Άγγλος μεταφραστής, δεν ανάβει τόσο εύκολα λόγω φλέγματος, ο δε Φριτς εκφράζει μια λεκτική απαξίωση για την όλη φάση.

Σε αντίθεση με τη φωτιά που ανάβει τυχαία από κεραυνό, έκρηξη ηφαιστείου, ντηζελομηχανής, η επί τη θέα συγκεκριμένου αντιπροσώπου του ωραίου φύλου και προκαλεί επιθυμίες τ. παναφύ ή βαλσίματος, η διαβολή ως έργον του οξαποδώ καταλήγει σε μπουκέτο, πιάσιμο μαλλί με μαλλί, κλωτσοπατινάδα, μπούφλες και τέτοια τρυφερά.

Η λέξη χρησιμοποιείται στην Καρδίτσα και στις Β. Σποράδες. Το πώς πήδηξε το Ιόνιο και την Πίνδο και κατέληξε στο Αιγαίο, δεν είναι ξεκάθαρο.

Ο Παπαδιαμάντης την χρησιμοποιεί αρκετά, εξ ου και το παράδειγμα.

Έπαιρνε λόγια από τη μίαν και έβαζε μαναφούκια εις την άλλην. Και είτα εν ανέσει ενετρύφα εις τον καυγάν.

Το Μαναφούκι, του Ντίνου Οικονόμου (από poniroskylo, 14/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό που παραπέμπει στην σπόντα, το «καρφί», την λεγόμενη σφήνα ρε παιδί μου, που μπαίνει ανάμεσα σε ζευγάρια / παρέες από τρίτους.

Ακούστηκε πρώτη φορά (;) σε μεσημεριανή εκπομπή, κάνοντας την ομιλούσα να καραφλιάσει, αλλά και να googl-άρει μήπως νοιώσει καλύτερα βρίσκοντας την ετυμολογία. Μάταιος κόπος.

Λέγεται και μαλαφούκι. Σπανίως γίνεται χρήση της λόγω της περίεργης προφοράς της.

- Λοιπόν άκουσα πως αυτή η καημένη, η βήτα διαλογής, βάζει κέρατο στον άντρα της.
- Άι μωρή! γιατί βάζεις μαλαφούκια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Βολιώτης, ο κάτοικος του Βόλου, άκα Κουναβούπολης.

Δεν (μου) είναι απολύτως σαφής ο λόγος του παρατσουκλιού, πάντως στο ιντερνέτι (όπου δεν μαθαίνεις πάντα την αλήθεια) σχετίζεται με την δεύτερη σημασία που δίνει ο Ροτζέριο, δηλαδή «ο βαρεμάρας, ο ρούχλας που βαριέται που ζει και αράζει συνέχεια σπίτι του, όπως το κουνάβι στη φωλεά του».

Πάντως, τους το λένε οι Λαρισαίοι και όχι μόνο, και ιδίως για τους οπαδούς της τοπικής ομάδας της Κουναβίας, του Ολυμπιακού Βόλου άκα Κουναβιακού.

  1. ΤΟυς βολιωτες τους λενε κουναβια γιαιτ καθονται ολοι μεσα στα σπιτια τους και δεν κυκλοφορει κανενας εξω μετα που θα νυχτωσει!!! (δες)

  2. Και ενώ μαζί με δεκάδες χιλιάδες συνοπαδούς μας, αλλά και όλους τους πολίτες της Λάρισας αγανακτούμε και συσπειρωνόμαστε γύρω από την ΑΕΛ μας και την πόλη μας στον αντίποδα παρακολουθούμε το «θέατρο του παραλόγου», την «σιωπή των αμνών, το «μετέωρο βήμα του κουναβιού», εκ μέρους των παραγόντων της γειτονικής πόλης. Είτε μιλάμε για πολιτικούς, είτε για αθλητικούς παράγοντες, είτε για δημοσιογράφους, είτε για την τοπική κοινωνία που όλοι τους δείχνουν ένοχη ανοχή (ή μήπως σιωπηρή υποστήριξη;) απέναντι στον πανελλήνιο εξευτελισμό της πόλης τους. (δες)

  3. milate kai seis re kounavia pou otan paizei o kounaviakos ehete karnavali ekei sto volo kai ntuneste oloi kounaviakos volou (δες)

  4. ΠΑΜΕ ΓΕΡΑ ΓΙΑ ΔΙΠΛΟ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΚΟΥΝΑΒΙΑ (δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιστορική φράση παρμένη από ιστορικό σύνθημα των 80ιζ μετά από ιστορικές μάχες του εν λόγω ιστορικού ποδοσφαιριστή με τελικό προορισμό την ιστορική κατάκτηση του πρωταθλήματος από την ΑΕΛ το 1988, ομάδα στην οποία ο ίδιος ήταν αρχηγός. Ο ποδοσφαιριστής υπήρξε μπαλαδότερος των μπαλαδοτέρων και χάρη στην υψηλή, αέρινη σχεδόν τεχνική του κατατάχθηκε ανάμεσα στους αγαπημένους της κερκίδας οι οποίοι τον έκαναν σύνθημα. Και κανονικά έπρεπε να λεχθεί πως «οι οπαδοί με καλλιτεχνικές φλέβες τον έκαναν σύνθημα», αλλά σιγά την πρωτότυπη ρίμα που εμπνεύστηκαν εδώ που τα λέμε.

Από τότε το εύληπτο αυτό σύνθημα ξεπέρασε τα στενά (πολύ στενά όπως με ενημερώνει ένας φίλος μου Βολιώτης) όρια των οπαδών της Λάρισας και έγινε σύνθημα στα στόματα όλων («ούλων» όπως μου θύμισε ένας φίλος Λαρισαίος ότι είπε ο Βολιώτης). Και φυσικά οι υπόλοιποι χρήστες της έκφρασης δεν την χρησιμοποιούσαν οπαδικά αλλά για χίλιες τρεις άλλες χρήσεις που τις αφήνω για τους μάστερς των λιστών.

Για να δώκω όμως ένα γενικό πλάνο χρησιμοποιείται μόνο όταν πρόκειται να ακολουθήσουν μεγάλες στιγμές για κάποιον/την ανθρωπότητα/μέρος της ανθρωπότητας:

  • Προ χεσίματος γιατί ο τύπος παραλίγο να σκάσει/ο τύπος είναι ιδιοφυΐα και θα ανακαλύψει φτηνές πηγές ενέργειας/ο τύπος έχει τρελάνει τους δίπλα του στο κλάσιμο.
  • Προ μεγάλης απόφασης που πρέπει να λάβει κάποιος γιατί δεν γίνεται να είναι συνέχεια καληνυχτάκιας/γιατί είναι ο πλανητάρχης και δεν δέχεται χυλόπιτες/γιατί έχει ζαλίσει τα αρχίδια στην παρέα του για την Κικίτσα που δεν-είναι-σαν-τα-άλλα-τα-κορίτσα.
  • Προ πράξης που ανέβαλλε συνεχώς αλλά κάποτε έπρεπε να γίνει γιατί δεν γίνεται να αποφεύγει για πάντα την περίεργη μαγειρική/γιατί είναι πρέσβης της Γης σε ειρηνευτική αποστολή στον πλανήτη Γκρουνξτς και πρέπει να δοκιμάσει τοπικές γεύσεις/γιατί οι γεύσεις είναι τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής.

- Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα.
Λέει ο ΕΠΟΠ με κατεύθυνση τις τουαλέτες.
- Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα.
Λένε οι φαντάροι σε ακτίνα 5 μέτρων από τις τουαλέτες που δεν είναι συναχωμένοι, φεύγοντας.
- Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα.
Λένε τα πουστόνεα που έχουν αγγαρεία τουαλέτες.
- Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα.
Λέει ο λέλουρας που καταλαβαίνει πότε πρέπει να καταχωρίσει τι στο slang.gr

Το παράδειγμα-τα παστάκια-η ασκημούλα-το παστάκι στη μέση-το φτηνό τηλεπαιχνίδι στο μέγκα-τα χαρτομάντηλά μου-που είναι; (από knasos, 22/09/10)(από Khan, 23/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα που δηλώνει την έκπληξη του αναφωνούντος Λαρισαίου! Έχει την έννοια του: «τί μου λες τώρα;!;», «τί παίχτηκε;;»

- Είναι η πρώτη φορά που παραγγέλνετε Goody's;
- Ναι.
- Θα μας δώσετε αρχικά τη διεύθυνση και το δήμο σας.
- Γιατί πού κάλεσα τώρα; Δεν είσαι Λάρισα εσύ; (πονηρός ο βλάχος)
- Όχι, είναι τηλεφωνικό κέντρο στην Αθήνα για όλη την Ελλάδα.
- Ι χααα!

(από theophano, 04/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρούλης με σφιχτό κρέας. Θεσσαλικό ιδίωμα.

Είδες την τσουπουτούλα;

Από το τσουπώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα / ιαχή που λεγόταν στα τέλη των 90's από τους οπαδούς της Νίκης Βόλου, ως μέρος του συνθήματος «κουρουκουτάο(υ), κουρουκουτάο(υ), φόρτσα Νικάρα, Ιωνία μάο-μάο!».

Η λέξη είναι συνώνυμη των: είμαι στ' αρχίδια μου, δε μασάω τα αρχίδια μου, δε με νοιάζει κι αν με δέσουν / σταματήσουν, εγώ θα κάνω τελικά αυτό που γουστάρω.

Είναι μία λέξη-επινόηση των οπαδών της ομάδας αυτής, η οποία εκτός από την ομοιοκαταληξία που κάνει με τη λέξη μάο-μάο (η γνωστή όχι και τόσο πολιτισμένη φυλή ιθαγενών της Αφρικής), ταιριάζει και με την ιδιοσυγκρασία πολλών κατοίκων της Νέας Ιωνίας Βόλου, όπου και η έδρα της ομάδας (το γνωστό κλουβί ή κλούβα). Όποιος είναι από εκεί γνωρίζει, my word!

  1. - Ρε μαλάκα, δεν έχουμε λεφτά για το εισιτήριο, πώς θα μπούμε στο λάιβ;
    - Στ' αρχίδια σου ρε, θα μπούμε κουρουκουτάου κι όποιον πάρει ο χάρος!!

  2. - Καλά, τί κάνει; Προσπαθεί να περάσει από τον κλοιό των ΜΑΤ μόνος του;
    - Ε, άμα είσαι κουρουκουτάου δε λογαριάζεις τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Καρδιτσιώτικα ως ντιβερλίγκες (ή ντιβερλίνγκες) εννοούνται οι βόλτες, τα δίχως ουσία σουλάτσα και σούρτα φέρτα..

- Άι πιδάκι μ' πού γυρουφέρνς όλη μέρα; Μαναχά για ντιβερλίνγκες ίσει....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified