Further tags

Κουβαλάω κάποιον στην πλάτη, συνδυάζεται με το ρήμα παίρνω. Εμφανίζεται σε πελοποννησιακές διαλέκτους, ιδιαίτερα στη Μεσσηνία.

- Θα με πάρεις καλικούτσα γιατί κόπηκαν τα πόδια μου;
- Και σου 'λεγα να πάρουμε αυτοκίνητο αλλά δε μ' άκουγες!

Σε άλλες γλώσσες: pickaback, piggyback (αγγλικά), huckepack (γερμανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα κομμάτι ψωμί, που έχει κοπεί άγαρμπα με το χέρι και είναι σχετικά μεγάλο σε μέγεθος (μεγαλύτερο από μια φέτα). Συναντάται στην Πελοπόννησο.

- Δώσε μου μια κουμούτσα ψωμί να κάνω παπάρα στη σαλάτα!

βλ. και γκουμούτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι απ' τη Μάνη.

Στον Πειραιά έχει πολλούς μανιαμούνιες (στα Μανιάτικα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψηλός και άχαρος άνθρωπος, ειδικότερα γυναίκα (εύχρηστο στον νομό Ηλείας, από το ομώνυμο λατινογενές ουσιαστικό που δηλώνει το παράπηγμα του τσοπάνη...).

- Πόσο ξελόντζα αυτή η γκόμενα, ρε γέροι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης συναντάται αυτός ο επιθετικός προσδιορισμός και στα Ιόνια νησιά και συγκεκριμένα στην Κέρκυρα.

Το νόημα παραμένει το ίδιο...

(από Khan, 06/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατρινή έκφραση για τον κάγκουρα.

Πλακώσανε τα μανιαούρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μπιζέλια, ο αρακάς (στην Πελοπόννησο).

Σήμερα θα φαμε μπίζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ 'αναλογία με και σε επέκταση του: ερήμην. Και ο νοών νοείτω.

(πριν την εξέταση μαθήματος)
-Έχεις διαβάσει;
-Μπάαα...
-Κατάλαβα, πάλι ερημιτζής κατέβηκες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπικός ιδιωματισμός περιοχής Πατρών και περιχώρων (Αχαγιά). Αγνώστου προλεύσεως και αμφιβόλου νοήματος.

Χρησιμοποιείται σαν κρυφός-άσσος-στο-μανίκι όταν μια πρόταση περιπέσει σε τελματώδη κατάσταση και απ' την οποία δεν φαίνεται να μπορεί να βγει κάποιο σαφές νόημα.

Άγνωστο επίσης παραμένει το εάν και πώς θα μπορούσε να έλκει την καταγωγή της από το γνωστό σε όλους «δικάστηκε ερήμην», δηλαδή παρά την απουσία του.

- Ρε μηνάρια, μην είδατε τον Λάμπρο ρε;
- Ερήμην φίλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκαδικής και δη τριπολιτσιώτικης προέλευσης. Ο χαζός.

Τι μας λες ρε μπανταβέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified