Further tags

Όλοι μαζί. Στην κυριολεξία σημαίνει μαζί με τα κούρβουλα, όπου κούρβουλα, οι κορμοί από τα κλήματα, κατ' επέκταση τα κούτσουρα.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: ελλ. μεσν. λ. κούρβουλα (λατ. λ. curvus = στραβός).

Η λέξη υπάρχει στη ντοπιολαλιά της Κύθνου (συνιστώ ανεπιφύλακτα την ανάγνωση ολόκληρου του κειμένου, εδώ, απ' όπου το παράδειγμα),

...τρεχετε να μπειτε στις βαρκες,ανθρωποι, βαλιτσες,κοτες ψαρια περασμενα σε βουρλα που τα κρεμουσανε στα ρελια του καραβιου,αρνια ουλοι μαζι συγκουρβουλοι...

των Φούρνων Ικαρίας εδώ, αλλά και της Χώρας Μεσσηνίας εδώ, όπου το παράδειγμα είναι πιό κοντά στην κυριολεκτική έννοια (όλοι, μαζί με τα κούτσουρα):

Τσίγλα το κούτσουρο με τη μασά αλλά τα μάτια σου τέσσερα μη πεταχτούνε σκατζουλήθρες και καούμε συγκούρβουλοι δω μέσα

Επίσης χρησιμοποιείται και ο όρος ξεκουρβουλώνω, που σημαίνει βγάζω από τη ρίζα, καταστρέφω εκ θεμελίων, κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

Μετά το χαμό του παιδιού δεν είδανε άσπρη μέρα. Τσ'έφαε ο καημός του. Κανένας δε 'πόμεινε. Ξεκουρβουλωθήκανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήτοι είναι στοιχειωμένο, έχει στοιχειώσει, υπάρχει στοιχειό. Η πελοποννησιακή δοξασία ολοκληρώνεται με το αρχαίο έθιμο της θυσίας τινός (άμοιρου κοκόρου) στα θεμέλια ενός κτίσματος, προκειμένου ο θυσιασθείς να γίνει στοιχειό που θα το προστατεύει. Εξού και το «φυλάει».

Δέον να συγχωρεθεί το παρακάτω μπουρδολογείν, καθότι σκέτη η λέξη, χωρίς τα συμπαρομαρτούντα αυτής δεν επαρκεί για να καλύψει το εύρος του πολιτιστικού στοιχειού.

Κάτω από το αυλάκι βρίθει ο τόπος από σημεία όπου διάφορα στοιχειά (δαιμόνια) παραφυλάνε τον καλό καγαθό Πελοποννήσιο, πότε θα τον βρούνε μπόσικο για να του την κάνουν. Είτε πρόκειται για αρχαία χαλάσματα, εγκαταλελειμμένους συνοικισμούς, γκρεμισμένους στάβλους, αδέσποτα αντικείμενα εγκαταλελειμμένα σε ιερούς ή απλώς ύποπτους χώρους, η ζωή που κάποτε υπήρχε σ’ αυτά στοιχειώνει κυρίως τη φαντασία των Πελοποννησίων που απολαμβάνουν να ακούνε μα κυρίως να αφηγούνται τέτοιες ιστορίες κατά το βραδάκι ρουφηχθέντων των μπυρών.

Η ανατριχίλα είναι βασικό συστατικό της αληθοφάνειας της διήγησης τ. «να, παιδιά, σας το λέω κι ανατριχιάζω», όπως επίσης η άφθονη υπερβολή που κορυφώνεται όταν το συναίσθημα του φόβου -που ούτως ή άλλως συνοδεύει τις προσωπικές περιηγήσεις στα ως άνω μέρη- μετουσιώνεται στη μορφή παράδοξων πλασμάτων, ανεξήγητων ήχων ή φωνών, εμφανίσεων νεκρών, παράξενων συμπεριφορών των ζώων* κ.ο.κ.

Κι όπως συνηθίζεται στους αστικούς μύθους, κάπου θα ξεπηδήσει και το ηθικό δίδαγμα που συνήθως μπασταρδεύεται μεταξύ χριστιανικών αρχών («έκανα το σταυρό μου και εξαφανίστηκε το δαιμόνιο»), παγανιστικών παραδόσεων («πού πήγα ο μαλάκας με ολόγιομο φεγγάρι») και τοπικών δοξασιών («ήταν όμορφο το κουφάρι του συγχωρεμένου, το ήξερα ότι θα πάρει κι άλλον μαζί του»).

Πλάτων: Πως έχει γίνει έτσι η Ναταλία.. Είχα καιρό να καταθέσω στη Φωκαίας.
Γιώργος: Μην περνάς από κει ρε, φυλάει.


* Το άλογο θεωρείται αγνότατο ον (ά-λογο = του λείπει ο λόγος, κατά τα άλλα είναι τέλειο κατά την πελοποννησιακή αντίληψη) και οι αντιδράσεις του, όταν απαντά ύποπτα ως στοιχειωμένα μέρη, αντικείμενα ή και ζωντανά, εκλαμβάνονται από τους Πελοποννησίους ως μέγιστη απόδειξη του στοιχειώματος αυτών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βέργα ή το παλούκι από ξύλο δέντρου, συνήθως ελιάς, που χρησιμοποιείται για την στήριξη καλλιεργειών με αδύναμο κορμό.

Τα κλήματα είναι μικρά ακόμα. Πρέπει να βάλουμε φουρκάδες για να κρατηθούν

Επειδή τα χτυπήματα με βέργα ήταν μια διαδεδομένη μέθοδος τιμωρίας στο σχολείο, η χρήση της φράσης "θα πέσει φουρκάδα" ή "θα φας φουρκάδα" στη σλανγκ της Πελοποννήσου σημαίνει σαφή απειλή σωματικής τιμωρίας.

Κωλόπαιδα! Αν ξαναπαίξετε μπάλα στην αυλή θα πέσει φουρκάδα!
Κάνε τα μαθήματά σου Γιαννάκη... Αλλιώς θα φας φουρκάδα...
Μαλάκες άκουσα ότι σήμερα στην πορεία θα πέσει φουρκάδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρ."πιάνω" με διττή σημασία. Αφενός με την έννοια του "αγγίζω" αφετέρου με την έννοια του "φυτρώνω/μου φύτρωσε". Το «μαλλί» δεν είν’ άλλο από το ηβικό τρίχωμα. Κατά κυριολεξία ομιλούμε για την μεταβατική εκείνη περίοδο από την παιδική ηλικία στην εφηβεία, οπότε και "το δέρμα, που καλύπτει το εφηβαίο/εφήβαιο, εμφανίζει τρίχωμα."

Πελοποννησιακής κατασκευής και προελεύσεως απευθύνεται κατά κανόνα σε αρσενικούς και σημαίνει το βάπτισμα του πυρός, την ενηλικίωση, την άνδρωση, την ωρίμανση, το κόψιμο των μαλακιών και επιτέλους την ανάληψη ευθυνών.

Πέον να σημειωθεί ότι χρησιμοποιείται κυρίως αποθετικά (τ. «δεν έχει πιάσει μαλλί ακόμα»), όπως ο κύριος όγκος των πελοποννησιακών εκφράσεων που το΄χουν σε κακό να πουν ένα καλό λόγο κι επιφυλάσσουν τα εγκώμια για πολιτικές συγκεντρώσεις.

Περαιτέρω, ο εν λόγω χαρακτηρισμός συνοδεύεται από (εντελώς-τελείως) τοπικά επιρρημοεμπρόθετα (από κα'/ 'κει κα΄/ ΄σα κα΄) κι ενίοτε τον ακολουθούν λιτές -άνευ λογικής σύνδεσης- ιστορίες από την νοτιοελλαδική ύπαιθρο, τις οποίες οι προ εξήνταζ γεννημένοι Πελοποννήσιοι- τηλικαύτης ευκαιρίας δοθείσης- αναμασούν κατά καιρούς και ορθώς ποιούν ενόψει του τρόμου να απωλεσθεί εις την λήθην ένα ελληνικότατο παρελθόν. Αν ο Νταλί ήτο Έλλην; Από την Γορτυνία θα κατήγετο αδιαμφισβήτητα*.

Συμπερασματικά, στα μάτια του γέροντος Πελοποννησίου -του οποίου η βουκολικά πλασμένη φαντασία ταξιδεύει συχνά σε ολβίες εποχές όπου έφηβοι τσοπανάκοι ήσαν πια έτοιμοι να φυλάξουν προβατάκια- ο φέρελπις νέος, νιούμπης, νιούφης, ρούκης και τα τοιαύτα, δείχνει να έχει ευρωστία, νεότητα, ενθουσιασμό, όχι όμως και εμπειρία, αφού είναι ακόμα άτριχος, “δεν έχει πιάσει μαλλί” (δεν τον εμπιστεύεσαι ούτε για προβατοφύλαξη δλδ, ως επίκειται να του επισημανθεί).

Συνώνυμο, αλλά και αντώνυμο, πρέπει να είναι το βαρβατσέλι (= βαρβάτο νεαρό ζώο) καθότι η πελοποννησιακή αργκό μπορεί να είναι πολλά πράγματα, αλλά άκαμπτη δεν τη λες.

*μια απλή ανάγνωση τυχαίων στίχων από τα δημοτικά τραγούδια της περιοχής αρκεί για να πείσει οιονδήποτε για του λόγου το αληθές.

Γερο- Πλάτων: Μια βοσκοπουυυούλα αγαααάπησα, μια ζηλεμεεεεένη κοοόρη, και την αγααααάπησα πολυυυυυύ, ήμουν αλαααααάλητο πουλιιιιί, δέκα χρονών αγοοοοόρι.
Γερο- Γιώργος - Αφού δεν είχες πιάσει μαgλλί από κα’ ρε μπουζάκι , μηνjήθελες να την μαρκαgλίσεις κιόλα; Κι όμως, θυμάσαι δέκα χρονώνε που τραβάγαμε αχάραγο για το φυστίκι με μια τσιγαρίδα στην τσέπη για πρωινό;
Γερο- Πλάτων: Από τη μέεεεση με άααααρπαξε, με φιιιίλησε στο στοοοόμα και μούπε για αναστεναγμουουουουοούς, για της αγάπης τους καϋμουουουουούς είσαι μικρός ακοοοοοόμα.
Γερο -Γιώργος: κρίμα ρε, τέτοιο βαρβατσέgλι και να μην επωφεgληθεί η παράgλυτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εκ του αρχαιοελληνικού βυττίον. Το μεγάλο βαρέλι, συνήθως χειροποίητο, που χρησιμοποιείται κυρίως για την αποθήκευση κρασιού. Στη Μεσσηνία και στη Λακωνία προφέρεται αυστηρά με παχύ κλειστό -τσ-.

  2. Μεταφορικά στη διάλεκτο της νότιας Πελοποννήσου το βουτσί υποδηλώνει θάνατο, καταστροφή, παρακμή. Η μεταφορά προκύπτει από το σχήμα που παίρνουν τα κουφάρια των ζώων κατά την αποσύνθεσή τους, όταν, δηλαδή, τουμπανιάζουν και μοιάζουν με βαρέλι. Όταν η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά, εκφέρεται είτε περιφραστικά ως "μας βρήκε/θα μας βρει βουτσί" είτε σκέτη, μετά από δευτερεύουσα υποθετική πρόταση, χωρίς ούτε καν άρθρο, κατά το σχήμα "αν συμβεί/γίνει κάτι.. βουτσί"

1) -Ωραίο κρασί δικέ μου
- Όταν έχεις δρύινο βουτσί, βγαίνει λουκούμι!
2) - Άντε πάμε να φύγουμε
- Μαλάκα έχουμε πιει, αν οδηγήσουμε όπως είμαστε τώρα θα μας βρει βουτσί...
3) Αν σε ξαναδώ να ψάχνεις τα πράγματα μου, βουτσί!
Το μέγκα λέει ότι, αν βγούμε απ' το ευρώ, βουτσί!
Αν σε πετύχει μόνο σου το βράδι ο σκύλος μου, βουτσί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έγινε το μοντάρισμα, μια χαρά πήγε η συγκόλληση, κοινώς εκπληρώθηκε η φορτωτική. Λέγεται συνθηματικά για να επιβεβαιώσει ο ομιλών ότι πήδηξε.

Τόπος καταγωγής της φράσης η Λακωνία. Μπάκακας είναι ο γυρίνος και λούμπα, ο λάκκος με το νερό.

Η: Πως πήγε χθες με την Κωνσταντίνα;
Γ: Μια χαρά.
Η: Μπήκε ο μπάκακας στη λούμπα -σα να λέμε...
Γ: Όχι ακόμα, είναι σεμνό κορίτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση πείνας, ασιτίας. Λέγεται στην Πελοπόννησο.

Έχεις τίποτα για φαγητό; Κόλλησε το στομάχι μου από την αφαγανίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λότζιο είναι ο χώρος όπου τρώει και κοιμάται το γουρούνι (από Μεσσηνία). Μεταφορικά ο βρώμικος χώρος.

Έχει κάνει το δωμάτιό του σκέτο λότζιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπικός ιδιωματισμός από την Αρκαδία για τον τσιγκούνη. Για ιδιωματισμούς από την Αρκαδία δες εδώ. Για ενδιαφέρουσες υποθέσεις για την ετυμολογία του καρμίρης δες εδώ.

Πάσα (Δ.Π.): tzagos.

Δεν δίνει του αγγέλου του νερό ο καρμιροσάκκουλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρελός, ο άμυαλος, ο ορμητικός και απερίσκεπτος. Λέγεται στην Πελοπόννησο, όπως σε Αχαΐα και Ηλεία, και στη Λευκάδα.

Σέρνει μαζί του κι εκείνο το τσαλαφό σούργελο με τα τζιν και τα σπορτέξ και το δήθεν στυλάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified