Selected tags

Further tags

Άλλη μια λέξη για να περιγράψεις έναν χασικλή. Η λέξη, αυτή, προέρχεται από κακή μετάφραση της ξενικής "stoner".

-Ρε μαλάκα, ο Μπάμπης καπνίζει 10 pureάκια την ημέρα να πούμε!Για βασιλιάς των πετρατζήδων το πάει...

-Άσε ρε, ο Μάριος πιο κατάλληλος υποψήφιος είναι για αυτή τη θέση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός/ή που πίνει το γάρο χωρίς να θυμηθεί να το πασάρει στους υπόλοιπους ή το κρατάει για ώρα στα χέρια του πίνοντας.

Συνώνυμο του: καβατζόπουστας

- Άντε ρε μαλάκα κροκόδειλε γύρνα το, το πάτωσες
- Σόρρυ ρε ξεχάστηκα

- Ρε πήρε ο Πελοπίδας λέει έρχεται
- Οοοο σκάει ο κροκόδειλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χασίς.

Ρεμπέτικη, μάγκικη, και παλιομοδίτικη λέξη σε χρήση από μόρτηδες.

- Τα 'μαθες για τον Γιάννο; Γύρναγε με το τραίνο από Καλαμάτα με 10 κιλά νταμίρα στη βαλίτζα και τον επιάσανε, την επομένη ήταν έξω σαν να μη τρέχει τίποτα.

-Αφού στο έχω πει ρε μόρτη, είναι της ρουφιάνος της ασφάλειας.

Και φυσικά σε δύο-τρία τουλάχιστον εξαιρετικά ρεμπέτικα τραγούδια: εδώ, εδώ και εδώ !

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χάλια ποιότητας μπάφου αξίας 5 ευρώ(τάλιρο) που είναι χάλια και πουλάνε ξένης εθνικότητας ντίλερ σε παρακμιακούς χώρους.

Ο Κώστας ο μαλάκας πήγε να αγοράσει ένα ταλιρο μπάφο και οι ρωσσοπόντιοι του έδωσαν χάλιρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καπνός που χρησιμοποιείται για τον αργιλέ, τουρκικής προέλευσης, συναντάται στη μάγκικη αργκό. Στους τεκέδες, το τουμπεκί το έκοβε ο παρασκευαστής του, ο «ταμπής», σε πολύ μικρά κομμάτια. Ο βαθμός στον οποίο το «ψιλοέκοβε» φανέρωνε την τέχνη του, έτσι ώστε όσο πιο ψιλοκομμένο ήταν το τουμπεκί τόσο καλύτερη θεωρούνταν η ποιότητά του.

Όπως αναφέρουν πολλά ρεμπέτικα τραγούδια, το καλύτερο τουμπεκί είναι αυτό της Περσίας.

-Πιάσε ένα αργιλέ αφράτο με Περσίας τουμπεκί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναρκοσλάνγκ για το σπασμένο, ή τριμμένο χόρτο. Οι απανταχού τζουράκηδες το παίρνουν μόνο σε περίπτωση μεγάλης χαρμάνας, ή δε το παίρνουν καθόλου, καθώς θεωρείται μη τίμιο σε σχέση με τη στερεά μορφή (παπάς) καθώς είναι πιο αδύναμη η μαστούρα που δίνει.

Ρε μαλάκα παπάδι θέλω, όχι τρίμμα. Έλεος με τον άμπαλο που μπλέξαμε να ψωνίσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει καθ' έξη μπάφο, που παίζει μπάφκετ. Περισσότερα στον σύνδεσμο του δευτέρου παραδείγματος.

  1. Μετά απο διάφορες προοδευτικότατες φιλελεύθερες απόψεις που διαβάζω δεξιά-αριστερά για "μπαφάκηδες" και "κοκαϊνομανείς" και "ψυχοπαθείς" Αριστερούς, για Κομμουνιστικό κίνδυνο κλπ αρχίζω να πιστεύω πως κάποιοι έχουν κρατήσει στα σπίτια τους απο το '70, αντίτυπα της "Πολιτικής Αγωγής" του Θεοφύλακτου Παπακωνσταντίνου.
  2. Πώς να είσαι κυριλέ μπαφάκιας. (Must read άρθρο εδώ).
  3. Ηρωας είναι ο Ντοκ Σπορτέλο, ένας μπαφάκιας ιδιωτικός ντετέκτιβ, ο οποίος συναντά τυχαία μια παλιά του κοπέλα κι εμπλέκεται άθελά του στο δικό της σχέδιο απαγωγής ενός ζάπλουτου μεγαλοεργολάβου, τον οποίο εκείνη τυχαίνει να αγαπάει. (Inherent Vice).

Ο μπαφάκιας ήρωας του Inherent Vice

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί αρκτικόλεξο της έκφρασης μπάφοι με ξίδια.

ΒΜΧ = bafoi me xidia στα greeklish.

Η μάνα παίρνει τον πιτσιρικά στο τηλέφωνο:
- Πού γυρνάς ρε τσογλάνι τέτοια ώρα;
- Πήγαμε για bmx ρε μάνα με τα παιδιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο χορταρέας, δηλαδή κατά τον προσφυή ορισμό του Γεωργίου Ζάκκου, "η περίπτωση ανδρός ο οποίος καταναλίσκει μεγάλες ποσότητες χόρτου, ήτοι χασίς, μπάφου, μαύρου, νταφού".

  1. den sas goustaroume re xortarakides ai kai gamithite mia zoi to hiphop piso to pate. (Πρεζόνια και μαστούρηδες).
  2. Γνωστός χορταράκιας ο λευκοκέφαλος αετός-σύμβολο των ΗΠΑ. (Από το Luben).
  3. Είμαι ευσεβής χορταράκιας, ήμουν, είμαι και θα είμαι και δεν υπάρχει τίποτα το λάθος μ'αυτό, εκτός απο το κόστος του χόρτου». (Εδώ).

Στο Ιντερνέτι το βρίσκω και σε μία περίπτωση που φαίνεται να συνδέεται με το έτερο γρασίδι, ήτοι το γκαζόν του ποδοσφαιρικού γηπέδου, οπότε φαίνεται να σημαίνει τον πωρωμένο - καμένο με το ποδόσφαιρο ή τον ποδοσφαιριστή. Είναι εξάλλου και παρωνύμιο παράγοντα ποδοσφαιρικής ομάδας όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από τον γούγλη.

ΤΟΝ ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ ΧΛΟΟΤΑΠΗΤΑ ΤΗΣ, ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΗΝ ΖΩΗ ΔΥΣΚΟΛΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΧΟΡΤΑΡΑΚΗΔΕΣ (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και «τσούρο». Το λένε και για τον μπάφο. Δε γνωρίζω από πού προέρχεται, λογικά από το τσιγάρο χωρίς το «γα». Για να μην σε παίρνει πρέφα ο κόσμος το λες και έτσι, ή τσούρο.

- Θα πιω μετά.
- Έλα ρε! Έχεις τσίρο σπίτι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified