Further tags

Σλανγκική, ψευδολόγια απόδοση του αρχαιοελληνικού δις = δύο φορές, σχηματιζόμενη κατά το άπαξ = μία φορά. Εννοείται ότι ακολουθούν οι τύποι τρίπαξ (τρις), τετράπαξ (τετράκις) κλπ.

Ώπα, σιγά μάστορα, μη βιάεζσ'. Γιά τις έξι φορές το επίρρημα σχηματίζεται ανώμαλα. Λέμε : σίξπακ :-PPPP

  1. Η καριέρα φίλοι μου, δεν είναι εύκολο πράμα. Πρέπει να στρώσεις κώλο. (ενίοτε κυριολεκτικά και ξαναενίοτε όχι απλώς άπαξ αλλά και δίπαξ και τρίπαξ και τετράπαξ κλπ). εδώ

  2. Εργενης και ωραιος ο ενας...αγορομανα η αλλη...που πατε ορε να πειτε για ανατροφη κορασιδος;; αφηστε να μιλησουν οι -αποδεδειγμενα- αξιοι.... (ουχι απαξ αλλα...διπαξ)
    [...]
    Μετά το δίπαξ να περιμένεις καμιά...τρισέλιδη ανάλυση για την ετυμολογία και το αδόκιμο του τύπου.
    [...]
    δίπαξ...τςτςτς...φιλόλογος πράμα!!!
    [...]
    ωωωωωππ!!!!απο αλλου το περιμεναμε, αλλου μας βγηκαν απο αριστερα!!!!δίπαξ, ναι!!...και τριπαξ κλπ κλπ ο λαος τη φτιαχνει τη γλωσσα, οχι τα λεξικα.

(Από ιντερνετικό φόρουμ εκπαιδευτικών. Πριτς που θα βάλω το λίνκι, να μου γεμίσει πάλι εκείνα τα amp;amp; και να μην ανοίγει. Την έχω πατήσει πολλάπαξ. Να πα να το βρείτε μόνοι σας. Της πουτάνας γίνεται με το δίπαξ στο νέτι).

  1. Το δίπαξ γουγλίζεται και εδώ. Μπαίνοντας στην αρχική σελίδα, πηγαίνετε πάνω αριστερά στο κουτάκι «Αναζήτηση», γράφετε «δίπαξ» και κάνετε κλικ στο «ουγκ» στα δεξιά του.
    Εντοπίζεται ο λημματογραφούμενος τύπος σε διάφορα σχόλια χρηστών.
    Τώρα και σε λήμμα!!! Πάρε κόζμε τεφαρίκι!!! Διαλιέχτεεεε!!!

Βλ. και αφεδύο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκεί που σμίγουν οι γλωσσικοί αέρηδες της λεξιθηρίας, της υπερδιόρθωσης, του λογιωτατισμού και της καθημερινής γλωσσικής εκφραστικότητας που γεμίζει το στόμα, εκεί μπορούμε να βρούμε το φαινόμενο του σλανγιωτατισμού, ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός (ή γιατί όχι της σλανγκοποίησης, κατά το αγιοποίηση, του βίαιου εκσλανγκισμού, του σλανγκικού αντιδανείου, και πάει έρποντας -δε μπορώ ακριβώς να το θέσω).

Εν προκειμένω αναφέρομαι στις περιπτώσεις που μάλλον εξεζητημένες και λόγιες λέξεις χρησιμοποιούνται αντί συνώνυμων πιο σλανγκικών της καθομιλουμένης. Κι αυτό ένεκα της ηχητικής τους μεστότητας, παρηχήσεων και αντηχήσεων, και της αλλότριας κοινωνικογλωσσικής τους προέλευσης, που όλο αυτό τέλος πάντων κάτι μας κάνει.

Δεν εννοώ όταν αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνται σε κάποια πλαίσια επειδή είναι πιο εύσχημες. Εννοώ όταν τις χρησιμοποιούμε ακριβώς για την εκφραστική τους δηκτικότητα, προκειμένου να τονίσουμε αντί να απαλύνουμε το περιεχόμενό τους, έστω κι αν την ίδια στιγμή τις χρησιμοποιούμε λιγάκι και για να μην πούμε κάτι βαρύτερο και να μην έχουμε κυρώσεις.

Μερικές τέτοιες λέξεις είναι το παχύδερμο (αντί π.χ. του παιδοβούβαλος), το ενθυλακώνω *(αντί του τσεπώνω), το *εσχατόγηρως (αντί σκατόγερος), κτηνοβάτης *(αντι κατσικογάμης), ***καλλίπυγος** *(αντί κωλάρα), ***κίναιδος** *(αντί πούστης), *διακορεύω (αντί ξεπαρθενιάζω ή γαμάω), ακόμα ίσως και το *παιδόφιλος *(αντί για κωλομπαράς), νυμφομανής (αντί για κρεβατογεμίστρα).

Και άλλα, ίσως. Πιθανόν φλωράδικης εμπνεύσεως γαμοσλανγκοτέτοιο φαινόμενο.

(Δηλαδή, το συμφραζόμενο έχει σημασία...).

  1. Άντε ψόφα ρε εσχατόγηρε, θες και μανούρες...

  2. Θα 'ρθω εκεί και θα σε διακορεύσω, δε σου κάνω πλάκα, μην κουνηθείς από κει, τη γάμησες!

  3. Αυτή ρε μαλάκα είναι νυμφομανής, όλοι την έχουμε πάρει να 'ούμε', βιασμός με αυτή δεν πιάνεται...

  4. Τον ενθυλάκωσες τον αναπτήρα ρε γύφτο!

  5. Έμπλεξα ρε μαλάκα με τους κτηνοβάτες εκεί στο χωριό, δεν παλεύεται η φάση.

κ.λπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπως ρουστίκ εκδοχή της ψωλής. Εκσλάνγκευση του επινοημένου αρχαϊκού ψωλάριον.

  1. Και μονομιάς τον πέταξε καταγής (ολότελα αδιαφορώντας για τον Ντάντε που παραδίπλα κοίταγε κοκαλωμένος) κι έπεσε πάνω του ουρλιάζοντας, χουφτιάζοντας το ορθωμένο το ψωλάρι του

  2. έχεις το ζωνάρι (συγνώμη το ψωλάρι) σου λυμένο για καυγά...

  3. Ρε Χάρη. Κρύβεις στο στόμα σου ένα ψωλάρι;

  4. Μήπως αυτό που έχεις συνέχεια στο μυαλό σου και είναι το «ψωλάριον» του επιβήτορά σου;

(Από το διαδύκτιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι παράφραση του «όποιος βιάζεται σκοντάφτει». Δηλαδή «μη βιάζεσαι γιατί θα την χέσεις την κατάσταση (θα το ματιάξεις και θα πάει κάτι στραβά)».

- Μπαμπά θα μου πάρεις δικό μου αυτοκίνητο όταν περάσω στο Πανεπιστήμιο;
- Μη προτρεχέτω γιατί χεζέτω! Πέρασε πρώτα και βλέπουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαιρετισμός που σημαίνει «να είστε υγιείς» και χρησιμοποιείται στον γραπτό ή προφορικό λόγο από ελληνόψυχους, αρχαιολάτρες, παγάνες, κ.λπ. Κάτι δηλαδή σαν το «να' ναι ευλογημένο» ή το «καλό παράδεισο» των χριστιανοταλιμπάν.

Μερικές φορές συμπληρώνεται ως «Έρρωσθε και ευδαιμονείτε». Ο ενικός είναι «έρρωσο» (από το ρ. ῥώννῡμι).

  1. Απανταχού Έλληνες και Ελληνίδες, έρρωσθε!
    Είμαι ο Φίλιος Ζευς ο Πατέρας σας. (από εδώ)

  2. Αναρχικός, άθεος, λάτρης του πνεύματος των προ δισχιλιετίας, και πλέον, κατοίκων αυτού του τόπου... Έρρωσθε και ευδαιμονείτε (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που έχει να κάνει με τη γεωμετρία και τις γωνίες, αλλά που έχει μεταφερθεί, λόγω του αστείου ακούσματός της, στην καθομιλουμένη ως συνώνυμη των «γενικώς», «μια απ' τα ίδια», ξανά μανά, και τα ρέστα παγωτά, «σού 'πα μού 'πες», «λίγο απ' όλα», ό,τι νά 'ναι, κλπκλπ. Κολλάει παντού, ακόμα και εκεί όπου δεν κολλάει, είναι πασπαρτού.

Έγινε μέχρι και λαϊκόν άσμα (Δούκισσα, βλ. μήδι) και τίτλοςθεατρικού έργου.

  1. Ως εκ τούτου η Κυβέρνηση πρέπει να ολοκληρώσει το έργο της, ανεξάρτητα από τον χρόνο που θα απαιτηθεί. Τα κόμματα που τη στηρίζουν αναλαμβάνουν τεράστια ευθύνη απέναντι στο μέλλον της πατρίδας, προκρίνοντας πολιτικές «εντός, εκτός και επί τ’ αυτά», όταν χρειάζονται ριζοσπαστικές απαντήσεις.

  2. Εντός, εκτός και επί τα αυτά... η λύση για την κρίση χρέους.

  3. Ένα μικρό κλικ και ήρθατε στην μεγάλη παρέα του ΚΛΙΚ FM. Τώρα χρειάζεστε μια ευχάριστη καλημέρα και μια πρώτη ενημέρωση για τα πάντα, ή σχεδόν τα πάντα. Τα εντός, εκτός και επι τα αυτά, που σας έλεγε και ο μαθηματικός στο σχολείο!

από το δίχτυ

(από ironick, 09/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαιοπρεπές επίρρημα που απλώς σημαίνει πολύ.

(Σημειωτέον πως δεν είναι σωστοί οι τύποι ταμάλα, όπως λανθασμένα το γράφουν πολλοί, ούτε βεβαίως τα μάλλα! Πρόκειται για ένα ακόμα επίρρημα του στυλ τα μείζω, τα κρείττω, τα χείρω, κλπ.)

Οι νεότερες γενιές το ανακάλυψαν και το κατέστησαν σλανγκ της καθομιλουμένης, χάρη στον πασίγνωστο τηλεοπτικό καθηγητή Κωνσταντίνο Καντακουζηνό, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία για να διατρανώσει το διανοουμενιλίκι του μέσα από απαρχαιωμένο πλέον λεξιλόγιο που μοιάζει ακατάληπτο στους φυσιολογικούς ανθρώπους του περίγυρού του.

Αυτόματα λοιπόν η έκφραση τα μάλα παίρνει μια ειρωνική χροιά, όταν χρησιμοποιείται από μη διανοούμενο, στον καθημερινό λόγο. Μια τέτοια διάθεση ειρωνείας φανερώνει το αιώνιο χάσμα μεταξύ της λόγιας και καθομιλουμένης ελληνικής που ακόμα και σήμερα είναι ένα θέμα.

  1. Η Ελένη Μενεγάκη«συμβάλει τα μάλα στην αποβλάκωση της ελληνίδας νοικοκυράς».

  2. - Γκαρσόνα με εκνευρίζεις τα μάλα!
    - Κι εσύ τα μαλάκα!

  3. Ομάδα στο Facebook: Με εκνευρίζεις ΤΑΜΑΛΑ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την παλιά καλή και ξένοιαστη εποχή της δραχμής, ο τσιγκούνης, φραγκοκίλερ, φραγκοφονιάς.

Πάλι μια μελιτζανοσαλάτα μόνο παράγγειλε στην ταβέρνα ο δραχμολάτρης και φυσικά μετά πλήρωσε ρεφενέ.

(από joe909, 04/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατογκαυλικό επίρρημα με το οποίο απαντούν οι γαλονάδες σε αναφορές που τους δίνουν υποδεέστερα όντα, ήτοι ιεραρχικώς κατώτεροι, ΥΠΑΞ ή τεμάχια. Λακωνικό (άρα εντός του στρατιωτικού πνεύματος), χωρίς να περιποιεί ιδιαίτερη τιμή στον παραλήπτη, δηλώνει ανόρεκτα, χωρίς ενθουσιασμό, ότι η περιγραφόμενη κατάσταση είναι απλά αποδεκτή (παρ. 1).

Σημ.: το λήμμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο από ιεραρχικά ανώτερο προς κατώτερο και όχι αντιστρόφως, γιατί εκνευρίζει τον παραλήπτη.

Ωσεκτουτού, το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να κόψουμε τη φόρα και να ξενερώσουμε κάποιον που προβαίνει σε βαρύγδουπες δηλώσεις, υποσχέσεις, περιγραφές και περιμένει να του πούμε μπράβο (παρ. 2).

Επίσης, μπορεί να σημαίνει «Νταξ, προχώρει» ή «Παμ' παρακάτ» (βλ. χότζειο παρ.3).

  1. (αναφορά ΔΕΑ προς τάξμαν)
    - Φυλάκιο 30: δύναμη 12, σκοπιά 2, αδειούχος 1, κωλυόμενοι 2, παρόντες 7.
    - Καλώς.

  2. - Είσαι ο μόνος άνδρας που αγάπησα αληθινά και θα αγαπώ για πάντα...
    - Καλώς.

  3. από χότζειο σχόλιο στο λήμμα ξελιξίδια:
    Περί το 1672 μ.Χ. είχε μολάρει καδένα αρόδου κατά Κατάκολο - Χλεμούτσι μεριά ένα Τζενοβέζικο πλοίο, που έρχονταν από Τζιμπεράλτα στο τράνζιτο για Ισταμπούλ. Καλώς.

Στο 0:06 (από allivegp, 06/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαιοσλάνγκ, που σημαίνει ότι κάποιος κάνει «ό,τι του γουστάρει» είτε «ό,τι του καπνίσει» ή «ό,τι κατεβάσει ο νους του», κλπ. Έτσι, από τη συγκερασμό της λαικόσοφης ρήσης «καθένας με την καύλα του» με την επίσημης εκφοράς, επιβίωσα, από αρχαιοτάτων χρόνων «πράττειν κατά το δοκούν», γεννάται η αυτή, συμπαθητικούλα φράση.

Μερικές φορές, όταν το δοκούν, δηλ. η πίστη - πεποίθηση ταυτίζεται με την «καύλα», ως αστήριχτη και μη τεκμηριωμένη αίσθηση, βούληση και αντίληψη έναντι τινός ζητήματος, τότε, τόσο τα «κατά το δοκούν» όσο και «κατά το καυλούν» πράττειν έχουν την ίδια ακριβώς σημασία.

- Πώς να διορθώσεις μία νοσηρή κατάσταση όταν ο προκάτοχος της συγκεκριμένης θέσης έπραττε κατά το καυλούν του καθενός δωροδότη και τώρα έχει βαρέσει κανόνι και κάνει μπάνια στις Μαλβίδες;

- Γι' αυτό σε λέω, πρέπει να αλλάξει ο νόμος και να διώκονται κατευθείαν ποινικά οι καταχραστές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified