Η λεσβία παλαιάς κοπής τύπου μπουτς ή νταλίκα η οποία αναπαράγει πατριαρχικά στοιχεία αρρενωπότητας, που συνδέονται με συναισθηματική αναισθησία έναντι της στερεοτυπικά θεωρούμενης θηλυκής ευαισθησίας, που μπορεί να έχει η φαμ σύντροφός της, ενώ και στην εμφάνιση έχει χαρακτηριστικά αρρενωπής μυώδους δύναμης και ακαμψίας. Ο όρος αντιπαρατίθεται με πιο σύγχρονες εξελίξεις, όπου οι λεσβίες δεν αναπαράγουν τα πατριαρχικά στερεότυπα, ούτε έχουν σαφείς και πάγιους ρόλους, αλλά πιο εναλλακτικούς, εναλλασσόμενους και με αμοιβαία ευαισθησία.

Σημειωτέον ότι ενώ οι όροι μπουτς και νταλίκα είναι γενικά συνώνυμοι, η νταλίκα δηλώνει μια πιο ελληνική παλαιακή κατάσταση, συνδεόμενη με πιο ακραία αναισθησία και αρρενωπότητα, ενώ η μπουτς, εισαγόμενος όρος από τον αγγλοσαξονικό κόσμο, μπορεί να συνδεθεί με συγκριτικά περισσότερο στυλ και ευαισθησία, ειδικά από τη δεκαετία του 1990. Επίσης, η μπουτς, αν και έχει στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά στην εμφάνιση, δύναται να τα επιτελέσει τον ρόλο της με στυλάτο τρόπο, ενίοτε ακόμη και με λίγες "θηλυκές" πινελιές, καθιστάμενη stylish butch, ενώ η νταλίκα όχι, οπότε η νταλίκα είναι που χαρακτηρίζεται συνήθως ως ντουβάρι.

  1. Η Πέρσα και η Λένα, αυτοπροσδιοριζόμενες ως μπουτς, κατηγορούν τον ανδρισμό της νταλίκας ως ψεύτικο και ανέφικτο. Εδώ η μπουτς διαφοροποιείται καθώς η πρώτη «έχει περισσότερο συναίσθημα» ενώ η νταλίκα «είναι ντουβάρι». — Υπήρχε άτομο, γυναίκα, η οποία ήτανε ντυμένη νταλικέρης με Harley, με αλυσίδες και τέτοια, της έκανες έτσι και σου ‘ριχνε σφαλιάρα χωρίς να κοιτάξει να δει ποιος είναι και στο κρεβάτι ήτανε κοτούλα, πάρε με, μωρό μου, πάρε με. [...] Υπήρχανε κάποιες στιγμές με κάποια ζευγάρια που λέγαμε, ρε μαλάκα, τι είναι αυτό; Και κουβέντα στην κουβέντα πέφταμε σε άτομο, γιατί ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον υπήρχε κάποιος που θα πει, αυτή, αφού πήδηξα την δικιά της και μου είπε ότι την πηδάει και λέω δεν μπορώ να το πιστέψω, να το φέρω σαν εικόνα, να βλέπεις έναν άντρα, τι κάνεις, τι να σε κεράσω, αγάπη και το βράδυ να είναι πάρε με, μωρό μου, πάρε με. Δεν σου κολλάει σαν εικόνα, είναι τα δυο άκρα. (Λένα, 46 χρονών)
  2. Η νταλίκα είναι νταλίκα στο φαίνεσθαι και στο γίγνεσθαι. Ντύσιμο, συμπεριφορά, ομιλία είναι καλούπι. Το μπουτς είναι πιο κάζουαλ, στο κρεβάτι έχει τον αντρικό ρόλο αλλά δεν είναι δεν αγγίζεται. Έχει πιο πολύ συναίσθημα, το άλλο είναι ντουβάρι.
  3. «Παλιότερα ήταν όλες σαν άντρες» ενώ τώρα «δεν φαίνονται», ενώ οι νταλίκες εμφανίζονται τη δεκαετία του 1990 μαζί με τα γυναικάκια τους για να αντιπαρατεθούν με τα «παιδιά», τα πιο απελευθερωμένα και κάζουαλ, που δεν είναι «ντουβάρια» και δεν διαχωρίζονται έμφυλα μεταξύ τους.
  4. Η κυρίαρχη στην πρώτη μεταπολιτευτική φάση αριστερή κουλτούρα δίνει στα τέλη της δεκαετίας του 1980 τη θέση της σε ένα νέο ιδεολογικό πλαίσιο που σηματοδοτούσε την αποδοχή μιας φιλελεύθερης εκδοχής του εκσυγχρονισμού και την προσαρμογή των μαζικών συμπεριφορών σε αυτή. Η στροφή αυτή ήταν περισσότερο έντονη στα αστικά μεσαία-ανώτερα στρώματα και στις νεαρότερες ηλικίες (Βούλγαρης 2008:282), και είναι τα ιδανικά αυτών των τάξεων που κυριαρχούν πλέον στο δημόσιο χώρο. Οι λεσβίες, λοιπόν, οφείλουν να μην είναι «ντουβάρια» όπως οι σύγχρονοί τους άντρες για να προσεγγίσουν ερωτικά μια γυναίκα και να προβάλλουν μια πιο απαλή αρρενωπότητα, δηλαδή περισσότερο πολιτισμένη, συναισθηματική, με καλούς τρόπους, αστική (Γιαννακόπουλος 2006). Με άλλα λόγια τα σύγχρονα ελληνικά, κοινωνικά, ταξικά και πολιτισμικά ιδανικά συνδιαμορφώνονται με την έμφυλη έκφραση των πολιτών της χώρας. Πιο συγκεκριμένα οι αλλαγές στους ελληνικούς ανδρισμούς αντικατοπτρίζουν τις επιθυμητές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία.(Όλα τα παραδείγματα από το: Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022).

Got a better definition? Add it!

Published

Μειωτικός/ σεξιστικός χαρακτηρισμός για λεσβία τύπου μπουτς, η οποία θεωρείται ότι αναπαράγει πατριαρχικές δομές εξουσίας προς τη φαμ σύντροφό της και εντέλει τη βαμπιρίζει υπό το πρόσχημα ότι την απελευθερώνει από τους πατριαρχικούς δεσμούς.

Στα ψυχοφάρμακα το έχει ρίξει η Δήμητρα με το λεσβαμπίρ που έμπλεξε.

Got a better definition? Add it!

Published

Το αγορέ σβάκι, από το γαλλικό femme garçon, που είναι στα γαλλικά το αντίστοιχο του αγγλικού τομ μπόι.

Είμαι φαμ ο γκαρσόν, ένα κορίτσι που μοιάζει να νιώθει λίγο σαν αγόρι και αγαπάει κάποια κορίτσια. Θαυμάζει κάποια κορίτσια, που είναι τελικά κορίτσια, η δασκάλα μου θα συμφωνούσε. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 183).

Got a better definition? Add it!

Published

Άτομο που δεν είναι σαφώς ομοφυλόφιλο, αλλά ψάχνει τον σεξουαλικό προσανατολισμό του και είναι περίεργο για αποκλίνουσες εμπειρίες. Από την αγγλική λέξη inquisitive.

Το μπαρ μάζευε γκέι, λεσβίες και ινκουίζιτιβ άτομα.

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιακός χαρακτηρισμός για λεσβία τύπου μπουτς με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, που φέρεται με ιπποτικό τρόπο προς τη θηλυπρεπή παρτενέρ, τύπου γυναικάκι ή φαμ ή μούτζα. Η εν λόγω διάκριση θεωρείται πλέον ξεπερασμένη και του προηγούμενου (20ού) αιώνα, ενώ η επιτέλεση έμφυλων ρόλων σήμερα κρίνεται κάθε στιγμή με περισσότερο απρόβλεπτους, εναλλακτικούς και εναλλασσόμενους τρόπους.

Είναι τζέντλεμαν με το γυναικάκι, στα όπα όπα το έχει.

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτός από τον ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης, είναι και χαρακτηρισμός για λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, τύπου μπουτς ή νταλίκα ή τζίβα.

Έχει ξεπεραστεί πλέον η νοοτροπία ότι, άμα δεν είσαι ανδρούτσος ή δεν έχεις βιαστεί, δεν είσαι λεσβία.

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται για γκέι ή λεσβία που είναι ακόμη στη ντουλάπα), δηλαδή δεν έχει κάνει άουτινγκ με αποτέλεσμα να τον/ην τρώει ο σκόρος.

Προσοχή κορίτσια γιατί χωρίς ναφθαλίνη θα σας φάει ο σκόρος.

Got a better definition? Add it!

Published

Από το αγγλικό shitposting, σημαίνει τη συστηματική ανάρτηση στο διαδίκτυο ποστ με σαχλό, ηλίθιο ή προκλητικό και τρολ περιεχόμενο, προκειμένου μεταξύ άλλων να προκληθούν αντιδράσεις, όπως χαβαλές ή και πολιτικά αποτελέσματα.

  1. Έφαγα μπαν γιατι απο μαλακιες στα νιατα μου τελειωσα τη σχολη σε μεγαλη ηλικια (μολις 42) και μετα απλα ηθελα να συνεχίσω να σκατοποστάρω. (Εδώ).
  2. Σκατοποστάρω, αλλά με βίγκαν περιεχόμενο. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Από το αγγλικό shitposting, σημαίνει τη συστηματική ανάρτηση στο διαδίκτυο ποστ με σαχλό, ηλίθιο ή προκλητικό και τρολαριστικό περιεχόμενο, προκειμένου μεταξύ άλλων να προκληθούν αντιδράσεις, όπως χαβαλές ή και πολιτικά αποτελέσματα.

  1. Πολιτικό σιτπόστινγκ. (Εδώ).
  2. Σιτπόστινγκ σελίδα που θα παρατήσουμε σε μια βδομάδα. (Φέισμπουκ).
  3. Υπάρχει λόγος που δεν το κάνουμε, εγώ ειμαι εδώ για το σιτποστινγκ, τα memes και τα post του Light. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Από το αγγλικό shit-posting, σημαίνει τη συστηματική ανάρτηση ποστ με εντελώς ηλίθιο και σαχλό περιεχόμενο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

  1. Σιτποστάρισμα μπάτσελορ μέχει να παγώσει ο ήλιος! (Phorum).
  2. Φέρνουμε νέα εποχή στο σιτποστάρισμα.

Got a better definition? Add it!

Published