Γυναίκα. Αυτή που με το τον τρόπο της σε προκαλεί να τη ξεκωλιάσεις. Ιδιαιτέρως έκφυλη!
Ρε το βλέπεις το ξεκωλοπατόμουνο πώς σε κοιτά, θέλει να το ανοίξεις...
Γυναίκα. Αυτή που με το τον τρόπο της σε προκαλεί να τη ξεκωλιάσεις. Ιδιαιτέρως έκφυλη!
Ρε το βλέπεις το ξεκωλοπατόμουνο πώς σε κοιτά, θέλει να το ανοίξεις...
Got a better definition? Add it!
Η φράση αυτή χρησιμοποιείται σε περίπτωση που θέλουμε να πούμε ότι κάποιος, μετά από πολύωρο σεξ και έντονη σεξουαλική επιθυμία, εξουθενώθηκε ολοκληρωτικά.
Προέρχεται από το γεγονός ότι ένας άνδρας μπορεί κυριολεκτικά να αφυδατωθεί έπειτα από πολλαπλές εκσπερματώσεις.
- Αυτός φίλε, δες πως κατάντησε! Σέρνεται!
- Αφού ρε συ, δεν προλαβαίνει τις γκόμενες.
- Αααα... μάλιστα, δεν τη γλίτωσε. Την έπαθε την αφυδάτωση...!
Got a better definition? Add it!
Mύτος, το άτεχνο χτύπημα κυρίως μπάλλας ποδοσφαίρου με το μπροστινό μέρος του ποδιού.
Ρε συ τι τσαρούχι πέταξε ο Πατσάς προχτές
Τα αγόρια παίζουν μπάλα: αγγελάκια, αερόμπαλα, αμερικάνικο, ατομιστία, γερμανικό, επαναλαβή, καντήλι, καραβολίδα, ματσόλα, μπακό, μύτικο, μύτος, περίπτερο, σημαδούρα, στα τρία κόρνερ πέναλτι, τσαρούχι, τσιλικάκια, τσόλα, ψαλιδάκι.
Και μπάσκετ: άγγιχτο, αεράτο, πρωταθληματάκια, ρολόι, χλατσώνω
Got a better definition? Add it!
συν. ιγνοράνος
Αναφέρεται στο άτομο που δε συμμετέχει στα πλαίσια παρέας ή εκφέρει άκυρες απόψεις με αποτελέσμα να αντιμετωπίζει την απαξία των γύρω του, εξού και η καταγωγή από τη μετοχή του κλάνω.
- Ρε συ να πάρω τον Λάκη τώρα που θα βγούμε;
- Ποιος τον γαμάει τον κλασμένο...
Got a better definition? Add it!
Ετυμολογία: αγγλ. M.I.L.F., επιθ. προσδ, χαϊδ. μιλφάκι. Γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας με προκλητική εξωτερική εμφάνιση.
- Πωπω ρε Λάκη κοίτα μια μιλφού που μπήκε.
- Ρε συ φόρτωσα ένα μιλφάκι προχτές, όλα τα λεφτά.
Αρχικά της φράσης: Mother I'd Like to Find/F*ck (από την ταινία «American Pie»)
Got a better definition? Add it!
Χιουμοριστικό, φυσώ τη μύτη μου, χρησιμοποιείται αποστομωτικά για αυτούς που προσπαθούν να γελοιοποιήσουν το υποκείμενο της πράξης.
- Τι λέει ρε θα μας γεμίσεις μύξες;
- Άσε ρε φίλε, τώρα μυξάρω κάνε δουλειά σου.
Got a better definition? Add it!
Στοιχηματικός όρος, η ισοπαλία σε ποδοσφαιρικό αγώνα.
- Ρε συ έπιασα πέντε χινάρια κι η βαζέλα μου σπάσε το δελτίο με τον Αστέρα
- Τι θες και παίζεις τους τσουρουκάδες ρε
Προφανώς από το «Χ», δες και χηνόπουλο.
Got a better definition? Add it!
Ο τερματοφύλακας που οι έξοδοί του αποτυγχάνουν παταγωδώς.
Συνώνυμο: μεσολογγίτης
- Ρε που βγαίνει ο χαρταετός, ρεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε.
Δες ακόμη τερματοτύφλακας, τρύπας.
Got a better definition? Add it!
Τύπος τραγουδιστή/ίστριας που εμμένει στην άποψη ότι είναι «επαγγελματίας με σπουδές στο εξωτερικό» αλλά στην ουσία έχει ξεπεράσει ακόμα και τον χαρακτηρισμό τραγουδιάρης /-άρα (και εννοείται ότι οι σπουδές του/της έχουν ολοκληρωθεί στο ΤΕΙ καφεκοπτικής). Ερμηνεύει «τεράστιες επιτυχίες» με στίχους «υψηλών νοημάτων», του τύπου «Χίλιες φωτιές με καίνε, τα μπούτια μου το λένε». Λόγω της «δεινής» τραγουδιστικής του/της ικανότητας, το κέντρο διασκέδασης που εμφανίζεται είναι συνήθως εξαιρετικά καθαρό (κατσαρίδες και λοιπά έντομα μετοίκησαν μόλις άνοιξε το στόμα του/της). Ανήκει στην πάνιδα, όπως και το 99% των υπολοίπων έμβιων όντων του εν λόγω μαγαζιού και έχει εντονότατα δείγματα γουστέλλειψης. Σε περιπτώσεις που η κατάσταση του/της έχει φτάσει σε απελπιστικά επίπεδα, χρησιμοποιείται και ο όρος «τραγουβιαστής (ο,η)» οπότε επιτρέπεται (και επιβάλλεται) ευθανασία.
- Εγώ είπα το σουξέ μου αγάπη μου «Με τρέλανες αλάνι μου, μπες στο σιντριβάνι μου» σε μεγάλες πίστες! Στα «Ξεφαντώματα», στο «Γλεντοκόπι», στη «Σκάλα»…
- Του Μιλάνου;
- Τι ν’ αυτό; Καλέ όχι, του Ωρωπού!
(Κλασικό παράδειγμα από εξώφυλλο δίσκου τραγωδιάστριας, βλ. εικόνα).
Got a better definition? Add it!
Εισχώρηση του πέους στο λαρύγγι της γκόμενας (ή του γκόμενου για τις απανταχού λουγκρητίες). Συνώνυμο της βαθυλαρυγγωτής πίπας.
Σε αντίθεση με την πίπα, όταν λέω κάνω λαρυγγοσκόπηση εννοώ ότι έχω τον ενεργητικό ρόλο (δηλαδή μου τον ρουφάνε).
Άσε φίλε, η Στέλλα τρελό μωρό... Της έκανα και μια λαρυγγοσκόπηση προχτές, τα είδα όλα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified