Ο γέρος ο οποίος το παίζει νέος και ωραίος και την πέφτει συνήθως σε μικρά κοριτσάκια (καμιά φορά και ανήλικα).

Κοίτα αυτή την γκομενάρα με το πουρό που βγαίνει. Αλλά βέβαια... αυτός έχει τα λεφτά, βλέπεις.

(από Khan, 24/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βιάζω κάποια συσκευή (της οποίας η λειτουργία δεν ανταποκρίνεται στις επιθυμίες μου) ώστε να την κάνω να δουλέψει, αντί να κάτσω μισό λεπτό να σκεφτώ τι μπορεί να πάει στραβά.

Εκ του Κ.Δ.Ο.Α. (Κτηνώδης Δύναμη, Ογκώδης Άγνοια).

- Άλλαξε cd ρε...
- Δεν ανοίγει το πορτάκι.
- Άλλαξε ρε λέμε!
- Δεν ανοίγει το πορτάκι λέμε! (ΜΠΑΜ! Του το δίνει στο χέρι.)
- Είδες που άνοιξε;
- Το κδόασες ρε αρχιμαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παίζω μάγκας και νταής σε κάποιον, παριστάνω τον άγριο και κάνω τσαμπουκά. Χρησιμοποιείται όμως και την περίπτωση που κάποιος το θεωρεί τον εαυτό του πολύ έξυπνο.

- Καλά, είδες το ξύλο που έφαγε χτες ο Μάνος;
- Να μάθει να μην πουλάει μαγκιά στα μικρά! Αλλά πού να το ξέρει πως ο Πετράκης έχει μεγάλο αδερφό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλάνω.

(μέσα στο ανανσέρ)
- Καλά ρε μαλάκα, κέρασες; - Χαχαχα.. - Μα τι ζώο που είσαι! Δεν μπορούσες να περιμένεις μισό λεπτό μέχρι να βγούμε έξω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μονοπώλιο. Όταν κάνεις ή χρησιμοποιείς κάτι συνεχώς.

-Μαμά, πες τίποτα στον Γιώργο γιατί το 'χει πάρει εργολαβία το Playstation..
-Τι εργολαβία παιδάκι μου, σπίτι θα χτίσει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τζακούζι, δηλαδή η μπανιέρα που παράγει μπουρμπουλήθρες με σκοπό τη χαλάρωση.

- Σόρυ που άργησα ρε φίλε, με πήρε ο ύπνος. Άαααααλλη φάση η κλασομπανιέρα, χαλαρώνεις πλήρως! Καλά που δεν πνίγηκα να λες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ακούει ντίσκο μουσική.

- Την δεκαετία του '80, ή φρικιό θα ήσουν ή καρεκλάς ή σκυλί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός όρος για την αμερικάνικη ντίσκο των '70's.

- Πάλι Boney M έβαλε; Αμάν πια με την γυφτοντίσκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1) Ο πολλά βαρύς, ο άντρακλας, αγριάνθρωπος, κάποιος συχνά βίαιος.
2) Ο μεταλλάς, ο πάνκης, κλπ με τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

- Ρε μαλάκα, αυτός είναι κάφρος, μου γάμησε το σπίτι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός / -ή που είναι πολύ καύλα, μανάρι, ωραίος / -α κλπ

- Πω ρε, κοίτα αυτήν εκεί... Πιπίνι!
- Μεγκαυλίσιους!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified