Κουλάρω, χαλαρώνω, ηρεμώ. Όσο πιο cool τύπος, τόσο περισσότερο δικαίωμα να το λες...

-Τσιλ φιλαράκο. Δεν τρέχει μία σου λέω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ήχος των όρχεων πάνω στο γυναικείο κορμί κατά την πράξη της συνουσίας.

Και κολλάω το ποτήρι στον τοίχο, και τ' αφτί μου στο ποτήρι κι ακούω από μέσα πατ-πατ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικρός, το μικρό. Το λέμε για να υποβιβάσουμε κάποιον.

- Κοίτα να δεις που μας την λέει το τσουτσέκι και ακόμα δεν βγήκε από το αυγό του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάτσος, δηλαδή ο αστυνομικός στα ποδανά (=ανάποδα).

Πάμε να φύγουμε γιατί θα σκάσει κανένας τσομπάς και θα μπλέξουμε!

Βλ. και τσοσμπά, τσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σαράβαλο. Χρησιμοποιείται για μέσα μεταφοράς, κυρίως αυτοκίνητο αλλά και μηχανάκι, ποδήλατο κτλ.

-Κάνε άκρη μωρέ με το καρούλι σου. Ούτε τα 60 δεν πιάνει και είσαι και στην αριστερή λωρίδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «κι έτσι». Γράφεται και προφέρεται σα μία λέξη και χωρίς το τελικό . Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει παραλληλισμό με μία κατάσταση ή έναν χαρακτηρισμό. Ουσιαστικά άχρηστο.

- Πήγαμε μπαρότσαρκα κιέτσ'.

- Άσε με, με τον μαλάκα. Την έχει δει αρχηγός κιέτσ'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραμυθιάζω, πουλάω φύκια για μεταξωτές κορδέλες.

- Και τι λέγατε με τον λεγάμενο τόσες ώρες;
- Μου πουλούσε μπαλαμούτι μπας και του κάτσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρομάζω.

- Καλά, και θα τράκαρες;
- Άσε ρε, είδα τον χριστό φαντάρο σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ωραία, καλή φάση. Προέρχεται από την στρατιωτική αργκό αλλά πλέον έχει διαδοθεί και χρησιμοποιείται και στην καθομιλουμένη.

- Πώς περάσατε χτες το βράδυ στο πάρτυ;
- Τζάμι!!

"Έχω αλοιφή να σου δώσω, θα γίνει τζάμι" (από Galadriel, 01/12/09)

Βλ. και τζιτζί, τζιτζιλόνι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του Π.Α.Ο.Κ. (Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών). Το λήμμα χαρακτηρίζει τους κάτοικους του βόρειου τμήματος της χώρας (και κυρίως της Θεσσαλονίκης), σύμφωνα με τους κάτοικους του νότιου τμήματος, μιας που οι μεν εκλάμβαναν τη λέξη «ΠΑΟΚ» ως «ΜΠΑΟΚ» όταν την πρόφεραν οι δε (τώρα πια έχει φτάσει να χαρακτηρίζει και γραφικά άτομα από τον νότο που δεν καταλαβαίνουν ότι το αστείο παραπάλιωσε).

- Από Σαλονίκη είπες; ΜΠΑΟΚ-ΜΠΑΟΚ, φιλαράκι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified