Αντιστέκομαι, μουλαρώνω. Κρητικό.
Αντισκαρώνει η καρδιά και δεν το βάνει κάτω,
κρασί τσι κάνει τσι καημούς και λέει άσπρο πάτο
Αντιστέκομαι, μουλαρώνω. Κρητικό.
Αντισκαρώνει η καρδιά και δεν το βάνει κάτω,
κρασί τσι κάνει τσι καημούς και λέει άσπρο πάτο
Got a better definition? Add it!
Εκτός από το «υποτιμητικό ράπισμα εις τον σβέρκο» συνηθίζεται να χρησιμοποιείται και για τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, άκα ΦΠΑ.
Και αυτό όχι μόνο λόγω της ομοιότητας με τα αρχικά του αλλά και γιατί o ΦΠΑ αποτελεί εκ των πραγμάτων μια οικονομική φάπα στον εκάστοτε καταναλωτή.
- Και πόσο πάει το μαλλί;
- Με φάπα ή χωρίς;
«ΦάΠΑ 2% στον καταναλωτή, παρά τις διαβεβαιώσεις που έδινε πριν από τις κάλπες.»
Got a better definition? Add it!
Νησιώτικος ιδιωματισμός (Σκύρος) που αναφέρεται σε κάποιον με υπερμέγεθες πόδι/νούμερο παπουτσιού.
- Για μανά, κοίτα ρε το τσαπά, τι νούμερο φοράς γιόκα μου;
- Σαράντα επτά...
- Άιντα και εκατό
Got a better definition? Add it!
Παίζω το γνωστό παιχνίδι tichu. Χρησιμοποιείται από πορωμένους με το παιχνίδι κυρίως.
- Ρε Μήτσο, πάμε το απόγευμα να τιτσάρουμε σπίτι σου;
- Μέσα.
- Επειδή ο Αντρέας δεν τιτσάρει πια, πες της Ελένης και του Κώστα να έρθουν.
- Πάλι στο μαλάκα θα πω; Δεν ξέρει να τιτσάρει αυτός.
- Καλά, πες του Γιάννη.
- Μέσα.
Got a better definition? Add it!
Στη ναρκοσλάνγκ, ο τύπος ή το μέρος που μπορείς να βρεις ή/και να προμηθευτείς ό,τι βάλει ο νους σου (θεωρητικά) από τα είδη ναρκωτικών που κυκλοφορούν. Συνήθως αυτός ή εκεί που υπάρχει κάποια ποικιλία γιατί σπάνια έως ποτέ δεν τα έχει κάποιος όλα.
-Λέω να φύγω για κάνα μήνα κάμπινγκ στη Ίφκινθο και πρέπει να ψωνίσω τίποτα, έχεις καμιά καλή άκρη;
-Tράβα στο Τζίμακα, αυτος είναι φαρμακείο. Ό,τι γουστάρεις τό 'χει.
-Και οι ξήγες του, λένε;
-Όπως σε κόψει...
«Με περνάει μια βόλτα από τό Σύνδεσμο... μαλάκα φαρμακείο εκεί μέσα... χόρτα, σκόνες, χάπια... Τα πάντα όλα! Τρόμαξα να βγω...»
Got a better definition? Add it!
Έγινε το μοντάρισμα, μια χαρά πήγε η συγκόλληση, κοινώς εκπληρώθηκε η φορτωτική. Λέγεται συνθηματικά για να επιβεβαιώσει ο ομιλών ότι πήδηξε.
Τόπος καταγωγής της φράσης η Λακωνία. Μπάκακας είναι ο γυρίνος και λούμπα, ο λάκκος με το νερό.
Η: Πως πήγε χθες με την Κωνσταντίνα;
Γ: Μια χαρά.
Η: Μπήκε ο μπάκακας στη λούμπα -σα να λέμε...
Γ: Όχι ακόμα, είναι σεμνό κορίτσι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τονώνω το ηθικό μου για να κάνω κάτι που απαιτεί καλή ψυχολογική κατάσταση.
Παίχτηκε κι αυτή η μαλακία το πρωί, άντε μετά να μαζέψει ψυχολογία να ζητήσει αύξηση.
Got a better definition? Add it!
Ο βάρβαρος που τρώει βελανίδια για να ζήσει. Το λέμε για να βρίσουμε τους Βορειοευρωπαίους που έτρωγαν βελανίδια, όταν οι Έλληνες ήταν πολιτισμένοι. Και κάποιος που είναι ουγκ λέγεται βελανιδοφάγος Ούννος.
Μας πάνε γαμιώντας οι βελανιδοφάγοι! Μόνο για να έρχονται το καλοκαίρι να κάνουν μπάνια μας θέλουν.
Εντάξει να τον φιλοξενήσουμε τον φίλο της Μαρίας. Αλλά μη μας βγει κάνας βελανιδοφάγος Ούννος!
Got a better definition? Add it!
Βρισιά για τους Γερμανούς, όπως λέμε Οστρογότθοι και Βησιγότθοι, ότι είναι βάρβαροι και κοπρίτες.
Θα χάνουν οι Έλληνες τα σπίτια τους και θα τα αγοράζουν οι κοπρογότθοι να κάνουν διακοπές γαμώ τη μανούλα τους!
Got a better definition? Add it!
1.Αυτός/η που έχει φουσκωτά και μεγάλα χείλια, χρησιμοποείται συνήθως με εύθυμη, περιπαικτική διάθεση από κάποιον.
Συναντάται επίσης και πατσαχείλας, τσαπαχείλας.
1.-Βρε μπουτζαχείλω σου χουν πέσει όλα τα ψίχουλα στο πάτωμα...
-Συγνώμη βρε μαμά.
-Μωρ' δεν φταις εσύ,έχεις πάρει απ' τον πατέρα σου τον Τσαπαχείλα!
Got a better definition? Add it!