Τοπικός ιδιωματισμός που χρησιμοποιείται στη Σκύρο για τη μεγάλη πέτρα, κοτρώνα
βλ. επίσης λαλάρια
Για να σ'πω, θε να σου στείλω τη λαλάρα στη κεφαλή;
Τοπικός ιδιωματισμός που χρησιμοποιείται στη Σκύρο για τη μεγάλη πέτρα, κοτρώνα
βλ. επίσης λαλάρια
Για να σ'πω, θε να σου στείλω τη λαλάρα στη κεφαλή;
Got a better definition? Add it!
Παραφθορά της γνωστής σκεϊτάδικης ατάκας που δηλώνει την νταφού.
- Άντε να αρχίσουν τα τσομπαρόκια.
- Κάτσε βγάζω πρώτα ένα όλι, και στρίβω.
- ΟΟΟκ.
Got a better definition? Add it!
Ηχητικό σύστημα επικοινωνίας που είχαν επινοήσει οι κομμουνιστές κρατούμενοι στις φυλακές της Κέρκυρας στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας, για να συνεννοούνται από κελί σε κελί. Επρόκειτο για την κλασική μέθοδο χτυπημάτων στον τοίχο, τα οποία σήμαιναν κάποιο γράμμα του αλφαβήτου. Η αρχική μορφή του σαντουριού εσυνίστατο στην απόδοση κάθε γράμματος με αριθμό χτυπημάτων ανάλογο της σειράς του στο αλφάβητο. Πχ α= 1 ντουπ, β= 2 ντουπ, κ= 10 ντουπ, χ, ψ, ω= συναυλία κρουστών κλπ.
Σύντομα το σύστημα απλοποιήθηκε μέσω κωδικοποίησης, ενώ αργοτερότερα, με την υιοθέτηση ενός καταλλήλως τροποποιηθέντος μορσικού αλφαβήτου το πράγμα έγινε έτι απλούστερο και ασφαλέστερο.
Άλλο μέσον διαβίβασης πληροφοριών ήταν ο μυστηριώδης ντολμάς, ορολογία που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι επρόκειτο για διακίνηση σημειωμάτων τυλιγμένων μέσα σε κάτι που δεν κινούσε υποψίες.
Εν παρόδω: Η αργκό των κρατουμένων περιλάμβανε επίσης υπαινικτική χρήση της τυπικής γλώσσας. Όταν πχ ήθελαν να πουν ότι μια συγκεκριμένη καβάτζα δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για το κρύψιμο σημειωμάτων επειδή είχε βάρδια κάποιος υποψιασμένος, σκατόψυχος φύλακας, έλεγαν: Τον Δεκέμβρη (= φύλακας) στη λίμνη Τσάνα (= λεκάνη του νιπτήρα) γίνεται μεγάλη αναταραχή. Έτσι, το μήνα αυτό, απαγορεύεται η ναυσιπλοΐα εκεί (= μην αφήνετε σημειώματα). Πράγμα που θυμίζει στον λημματογράφο οτι ο πατήρ του και άλλοι ανεπιθύμητοι φαντάροι στη Μακρόνησο του 1958 πληροφορήθηκαν τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών μέσω γραμμάτων συγγενών που τους ενημέρωναν ότι στο χωριό τσακώθηκαν ο Κώστας (= Καραμανλής) και ο Γιάννης (= Πασαλίδης) για τα πρόβατα, και στο τέλος πήρε ο Κώστας 41 και ο Γιάννης 24. Ή μέσω κάποιων παραπλεόντων μυημένων / μιλημένων / συμπαθούντων καραβοκυραίων οι οποίοι, με ανάλογο αριθμό σφυριγμάτων της μπουρούς, πληροφόρησαν τους παροπλισμένους αριστερούς φαντάρους ότι η ΕΔΑ έλαβε 24%.
Η κρητικιά μήτηρ του λημματογράφου συνέβαλλε στην παρούσα ανάρτηση με την αλληγορική κραυγή τα βούγια στα σπαρτά! με την οποία ενημερωνόταν το χωριό ότι οι ερχόμενοι Γερμανοί (= βόδια) εγκατέλειπαν τη δημοσιά και άρχιζαν κυκλωτική κίνηση μέσα από τα χωράφια για να εγκλωβίσουν αυτούς που φρόντιζαν να κρύβουν / τροφοδοτούν / φυγαδεύουν οι ντόπιοι.
Το νέο σύστημα μετάδοσης, με χωρισμένα σε ομάδες τα γράμματα του αλφαβήτου, το «σαντούρι», όπως το βάφτισαν οι παλαιότεροι στην απομόνωση, κάνει θαύματα.
[...]
Ο «ντολμάς» είναι μέθοδος ανταλλαγής σημειωμάτων.
[...]
Μιά βραδιά ο Ορφέας μου «απάγγειλε», με το σαντούρι, ολόκληρο λυρικό ποίημα που είχε φτιάξει για να τιμήσει την αγαπημένη του.
[...]
Πραγματικά το είχαν παρακάνει οι σύντροφοι με το σαντούρι.
Βασίλη Α. Νεφελούδη «Αχτίνα Θ.» (αναμνήσεις 1930-1940). Εκδ. Ολκός, 1974.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα « Μεγάλα Πλάνα» που διαρκούν κατά μέσο όρο περισσότερο χρόνο από τα υπόλοιπα πλάνα καθώς και τα πολλά single shots που εμπεριέχουν μικρές υποενότητες αλλά είναι συγκροτημένα σε ένα πλάνο, ονομάζονται μονόπλανα. Τα μουνόπλανα είναι αυτές οι μεγάλοι περίοδοι πρηξαρχιδίασης που προσφέρει η χ παρουσιάστρια, όπου ο σκηνοθέτης κάνει ζουμ στα βυζγιά της ενώ αυτή μιλάει για διάφορα θέματα, κυρίως για ζώδια και τον νέο δίσκο του Τσαλίκη (τοποθέτηση προϊόντος).
- Είδα την νέα εκπομπή της Στέλλας Πιπέογλου χθες!
- Έλα ρε, καλή;;
- Τι να σου πω, αυτά τα μουνόπλανα με συνεπήραν και τον έκανα λάστιχο 2-3 φορές...
Got a better definition? Add it!
Ρήμα που παράγεται από τό τσόκαρο > τσούκαρο (κατα το τρόμπα > τρούμπα) και ιδίως απο τον ήχο πού κάνουν κατα τό βάδισμα, εκείνο το ξερό στακάτο τακ -τακ. Εννοείται οτι μιλάμε για τα αληθινά τσόκαρα που φορούσαν οι πλύστρες το πάλαι και όσοι - όσες είχαν να δουλέψουν σε νερά, να πατήσουν σε λάσπες και βρωμιές και όχι τα ανατομικά του Dr. Scholl (που κι αυτά, άμα φαγωθεί η σόλα, έτσι τσουκαράνε). Πρβλ τα cloggs στη Ολλανδία κι εκείνα τα ταβλάκια με τις δυό τραβέρσες στην άπω ανατολή.
Το ρήμα τσουκαράω / τσουκαρίζω χρησιμοποιείται για:
Να περιγράψει κάθε ξερό επεναλαμβανόμενο χτύπο ( όχι απαραίτητα ρυθμικό).
i. Έριξα τα κουτιά με το γάλα (κονσέρβες) χύμα στη μπαγκαζιέρα και τσουκαρούσαν σ' όλο το δρόμο.
ii. Όταν βρέχει, βγαίνω στο μπαλκόνι κι ακούω τη βροχή να τσουκαράει στούς τσίγκους.
Χτύπημα εκούσιο ή ακούσιο ή και πτώση, αρκεί να είναι ξαφνικό (= απροειδοποίητο)
i. Εκεί πού μιλούσε η Ρίτσα κι είχε αρχίσει να ροπιάζει, της τσουκαράει ο Κώστας ένα σκαμπίλι κι είδε το Χριστό φαντάρο.
ii. Πρόσεχε με το μηχανάκι τώρα που 'βρεξε, μην τσουκαρίσεις σε κάνα τοίχο κι έχουμε κι άλλα.
Πάνω στο χορό χλωμιάζει και τσουκαράει κάτω.
Συνοπτική περιγραφή συνουσίας
Της τον τσουκάρισα πίσω από το σπιτάκι του κήπου και δεν έβγαλε κιχ.
Εν χρήσει (περιορισμένη πια, μην μας πούνε και χωριάτες) στη Χίο (για αλλού δεν ξέρω, ίσως).
Got a better definition? Add it!
Μερικές ακόμη μεταφορικές σημασίες:
Γυναικείος σωματότυπος με μεγάλη περιφέρεια, που με λίγη φαντασία θυμίζει κανάτα. Αντώνυμα: κλεψύδρα, κλεψυδρομούνα, μπουκαλομούνα κ.ά.
Αλλιώς η χυσοκανάτα, δηλαδή σεξιστικός χαρακτηρισμός για μια γυναίκα που είναι παρτόλα, χυσοκαταπίνοβα και χρησιμοποιείται ως σκεύος ηδονjής.
Στο ιδίωμα των κοινωνιολόγων είναι η κοινωνία-στάμνα, που έχει μεγάλη μεσαία τάξη (αγαπάμε).
Για να βλέπεις όλες τις κανάτες να γυρίζουν σπίτι μάλλον σχόλασε η εκκλησία. (Από αυτηκοΐα)
Ντάξει ψιλομπαζάκι η Ασπασία, αλλά μεγάλη κανάτα. Μου έλεγε κάτι σκηνικά από τα Κουφονήσια ο Γιώργος μόνο κώλο.
Got a better definition? Add it!
Χριστιανοσλάνγκ προέλευσης, παραδίδεται από τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971) ότι σημαίνει την παντρεμένη, σε αντίθεση με το σαρακοστή, που σημαίνει την ανύπαντρη. Προφ επειδή την περίοδο της Σαρακοστής νηστεύουμε, ενώ την περίοδο της Πεντηκοστής αρτυόμαστε, οπότε και επιτρέπει η Εκκλησία μας την κρεωφαγία, την ιχθυοφαγία, τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα λαδερά.
Δυο αδελφές σαρακοστές έχει ο Ηλίας, ευτυχώς και μια πεντηκοστή. Να δούμε πότε θα παντρευτεί ο δύστυχος.
Got a better definition? Add it!
Γνωστή μάρκα παπουτσίων που χρησιμοποιείται (ως φράση) για να δώσει έμφαση στο επίμονο κροκοδείλιασμα.
-Τι θα γίνει, θα γυρίσει το γάρο;
-Μπα, δεν το ξέρεις ότι αυτός μικρός φόραγε κροκοντιλίνο;
-Όχι...
Got a better definition? Add it!
Εκείνος που τρώει τα καρκάδια από τη μύτη του, ανεξαρτήτου υφής, ξερά, μαλακά,υγρά ή ματωμένα.
Ο καρκαδοφάγος δεν αφήνει τίποτα να πάει χαμένο. Και μπαλάκια να φτιάξει τα τρώει σαν σνακ με το ουίσκι του.
Τον καρκαδοφάγο δεν τον νοιάζει αν τον κοιτάνε, μάλιστα σκαλίζει ακόμα πιο περήφανα την κακομοίρα τη μύτη του που ξεκίνησε Γαλλική όταν γεννήθηκε και έχει γίνει Αρμένικη.
-Λάκη κοίτα την μαντάμ στη στάση.
-Ποπο, παίζει τρελλό σκάψιμο, θα έχει ορυχείο στη μύτη.
-Ωπ, να και ο μεζές, ρε για στάσου, μην μου πεις;
-Το έφαγε αδελφέ.Και ψάχνει για το επόμενο με δύο δάκτυλα.
-Σωστή η κυρία. Κρυφός καρκαδοφάγος μας προέκυψε
Got a better definition? Add it!
Κρητικό σπαστό πριονωτό μαχαίρι.
Οταν με πλησίασε τα μάτια του ήταν αγριεμένα κι ολοκόκκινα σαν του φονιά και η μούρη του μαυρισμένη από το θυμό. Ο χάρος ένα τέτοιο πρόσωπο πρέπει να ‘χει όταν πηγαίνει να πάρει την ψυχή των κακών ανθρώπων. Εκείνη την ώρα φοβήθηκα, έβαλα γρήγορα το χέρι μου στην τσέπη, που είχα ένα σφαλιχτάρι, με μια μεγάλη λεπίδα, το άνοιξα και το ξάμωσα προς το μέρος του.
- Αν κάνεις ένα ζάλο, θα σου το καρφώσω κι ας με πούνε και φόνισσα. Εκεί όμως που του ξάμωνα και τον φοβέριζα, παίζει ένα καμπανό, μ’ αρπάζει το σφαλιχτάρι και το πέταξε στον ποταμό.
Got a better definition? Add it!