Από το αγγλικό shit-posting, σημαίνει τη συστηματική ανάρτηση ποστ με εντελώς ηλίθιο και σαχλό περιεχόμενο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
- Σιτποστάρισμα μπάτσελορ μέχει να παγώσει ο ήλιος! (Phorum).
- Φέρνουμε νέα εποχή στο σιτποστάρισμα.
Από το αγγλικό shit-posting, σημαίνει τη συστηματική ανάρτηση ποστ με εντελώς ηλίθιο και σαχλό περιεχόμενο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Got a better definition? Add it!
Η λεσβία, η πλακομούνα, η οποία επιδίδεται στο πλακομούνι.
Άλλοι μας ονομάζουν «πλακωμουνούδες», άλλοι μας χωρίζουν σε «παθητικές» και «ενεργητικές», άλλοι λένε ότι, τουλάχιστον οι «ενεργητικές», έχουν ανεπτυγμένη κλειτορίδα και άλλα πολλά και διάφορα. [...] Το βασικό πάντως στο δεσμό των 213λεσβιών δεν είναι το «κρεβάτι» ο έρωτας ο σαρκικός! Βασικά είναι η ψυχική επαφή, η τρυφερότητα και μετά όλα τα άλλα. Οι λεσβίες έχουν ένα διαχωρισμό: άλλες είναι «κλειτοριδικές» [...] κι άλλες είναι «κολπικές» [...] Φτάνουμε στον οργασμό με τα χάδια, το «γλείψιμο», ακόμα και με την συναίσθηση ότι η μία από εμάς έφτασε ήδη στον οργασμό. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 154).
Got a better definition? Add it!
Σε προέκταση του άλλου ορισμού, είναι η λεσβία με ανδροπρεπή χαρακτηριστικά τύπου μπουτς ή νταλίκα.
— Άλλο το σπορτίβ κι άλλο το κουστούμι και μπαίνω μέσα και κάνω το Μήτσο. — Και όλες θρασύδειλες, έτσι; Μπορεί να το παίζανε μαγκιά κλανιά κι ο κώλος φινιστρίνι, που έλεγε και η μάνα μου. Μπορεί να σου πούλαγε μαγκιά και άμα αγρίευες εσύ, ίοοου (σσ. Εννοεί ότι έφευγε χωρίς να τσακωθεί). (Μαριάνθη, Πέρσα, 53 χρονών). (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 141).
Got a better definition? Add it!
Η υπερβολικά ανδροπρεπής και αρρενωπή λεσβία τύπου μπουτς, η βαρυ-μπουτς, το μπουτς το ασήκωτο, τύπου νταλικιέρης, λαχαναγορίτης. Επίσης, το λαϊκό λεσβιάδικο όπου συχνάζουν. Η έκφραση είναι παλαιακή.
Got a better definition? Add it!
Το μπαρ ή μαγαζί όπου γίνονται τζιβιτζιλίκια, δηλαδή φασώματα κυρίως (αλλά όχι οπωσδήποτε αποκλειστικά) μεταξύ γυναικών τζιβιτζιλούδων, με άλλα λόγια το λεσβιάδικο, το λεσβιόμπαρο.
Τζιβιτζιλάδικα, μπορντέλα, στριπτιτζάδικα και λοιπά καταγώγια αλλά και πτυχιούχοι που τους κέρδισε το σανίδι πάνω στο οποίο προσπαθούσαν να τελειοποιήσουν την απόδοση του οργασμού για να την προσφέρουν σε ένα κοινό αποτελούμενο. (Από το Χ).
Got a better definition? Add it!
Το φιλικό προς λεσβίες μπαρ, το λεσβιάδικο ή τζιβιτζιλάδικο.
Η ανάγκη να διερευνήσω περαιτέρω τη λεσβιακή ζωή στα μαγαζιά νυχτερινής διασκέδασης, στα μπαρ, στα «γυναικεία μαγαζιά», στα «λεσβιόμπαρα», ή και «λεσβιάδικα», προέκυψε αρχικά από τις επαναλαμβανόμενες αναφορές σε αυτά από τις συνομιλήτριες. Είτε με υποτίμηση και απαξίωση, είτε ως κομμάτι της καθημερινότητας και της νυχτερινής διασκέδασης, είτε και τα δύο μαζί, τα νυχτερινά μαγαζιά στα οποία συχνάζουν λεσβίες είναι παρόντα σε όλες τις αφηγήσεις. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 97).
Got a better definition? Add it!
Ο ετεροφυλόφιλος στα κομμέ.
Στα επόμενα τεύχη, κυρίως στη στήλη «Χρηματιστήριο λεσβιακών αξιών, Δείκτης Dyke Jones», γίνεται πιο σαφές τι σημαίνουν οι στερεότυπες συμπεριφορές και πρότυπα. Στα κάτω του δείκτη, του 1ου τεύχους, εμφανίζονται τα μπαρ που «μπάζουν ετερό και μουστακαλήδες». Οι μουσικές τους επιλογές και τα «μερακλώματα με ετεροσεξιστικά τραγούδια». (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 100).
Got a better definition? Add it!
Η αρχοντική υψηλού κοινωνικού επιπέδου λεσβία. Σύγκρινε με αρχοντομούνα, αρχοντόπουστα.
Got a better definition? Add it!
Η λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, η μπουτς ή νταλίκα ή τζίβα ή άντρας. Παλαιακό.
Το παλικάρι βασίλισσα το έχει το γυναικάκι.
Got a better definition? Add it!
Από τη λέξη της Ρομανί mindž, που σημαίνει το αιδοίο, είναι έκφραση των καλιαρντών για τη γυναίκα, ενώ στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε και για τη λεσβία που έχει στερεοτυπικά θηλυκά χαρακτηριστικά, που είναι φαμ ή γυναικάκι. Ο αντίθετος αρρενωπός ρόλος λέγεται τζίβα ή μπουτς ή νταλίκα.
Δεν είναι "ομόφυλο" ζευγάρι, είναι τζίβα και μούντζα. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 46).
Got a better definition? Add it!