Εκλεκτός, κυρίως ως προς τις κομπιουτερικές ικανότητες.

Ελίτ -> elite -> lit -> leet (-> l33t)

- Πέρασα χθες από το net cafe της γειτονιάς και είδα το Nuker...
- Ε και;
- Με το ένα χέρι πόουναρε στο ένα PC κάτι νιούμπηδες στο counter stike, και με το άλλο πάτσαρε τον κέρνελ του μπι ες ντι σε άλλο PC. Είχε βγάλει και το ένα παπούτσι και την κάλτσα του κι έστελνε μήνυμα στο κινητό με την πατούσα του. Είναι πραγματικά πολύ leet αυτός ο Nuker...
- !

(από jesus, 15/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μάλλον δύσκολα έως ακατόρθωτα να επιτευχθεί ή να πραγματοποιηθεί. Περιέχει ισχυρή δόση ειρωνείας.

- Δώσε ένα τσιγαράκι...
- Χλωμό σε κόβω δικέ μου. Έχω μόνο αυτό που καπνίζω. Τράβα πάρε και δώσε μου κι εμένα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που έχει παραμείνει ξύπνιο σερί τη νύχτα και την ακόλουθη μέρα.

Ο όρος προέρχεται ετυμολογικά από το σερί, αλλά και σημασιολογικά από το επάγγελμα του σερίφη καθεαυτό, που απαιτεί μοναχικές βραδινές βάρδιες.

-Θα έρθεις το βράδυ;
-Μπα χλωμό, επιτέλεσα καθήκοντα σερίφη χθες τη νύχτα με το WoW και είμαι κομματιανός.

Και χτεσινός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ΟΚ στα cool-έζικα.

ΟΚ + κέικ (cake) = οκέικ

-Και φέρε μου τσιγάρα όπως έρχεσαι...
-Οκέικ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέος σε στύση.

  1. Με το που σκάει κάθε πρωί στο γραφείο το ξέκωλο, μας γίνεται ολωνών κατάρτι.
  1. Έλα μωρό μου ατέλειωτο, να σ' αρμενίσω στο κατάρτι...

(από Khan, 31/12/10)Μόλις το άγγιξε έγινε κατάρτι. (από nikolaosvlas, 07/10/11)

Δες και άλμπουρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που φλερτάρει με την αισθητική των φρικιών, χωρίς να την υιοθετεί πλήρως.

  1. — Πάμε ν' αράξουμε Ναβαρίνου;
    — Τί λέ' ρε; Να κολλήσουμε καμιά υποφρικίαση;

  2. — Τί λέει η καινούργια γκόμενα του Μάκη;
    — Ανώδυνο πίρσινγκ στη μύτη, σχισμένο παντελόνι αγορασμένο απο Ζάρα και μαλλί επιμελώς... Κι' όταν σκάσαμε τον μπάφο την έκανε μ' ελαφρά... Υποφρικιό της χειρίστης μιλάμε.

  3. Μοϊκάνα με ζελέ; Υποφρικιό πήδηξες ρε βλάκα;
    — Λές να την πηδούσα ρε άμα βρόμαγε αβγουλίλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρχίδι.

— Καλά, πόσες φορές θα σε ρωτήσω; Θα πάμε τελικά μαζί διακοπές ή όχι;
— Μού 'χεις παχύνει τα καρκάλια με τις διακοπές, ξέρεις τίποτα;...

Δες και κάκαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φράση «το ξύλο της αρκούδας» σημαίνει άγριο ξυλοδαρμό. Γενικότερα, πάρα πολύ, εξαιρετικά πολύ, του κώλου.

  1. Τον περιέλαβαν κάτι παόκια και τού 'ριξαν το ξύλο της αρκούδας, του κωλόγαυρου.

2.- Ρε χαμένε, όλη μέρα λιώνεις και τα ξύνεις σαββατιάτικα;
- Μιλάμε, η κραιπάλη της αρκούδας.

Το ξύλο της αρκούδας. (από Galadriel, 16/02/09)

Βλ. σχετικά: ξύλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ, εξαιρετικά πολύ.

- Γουστάρεις σήμερα μπαρότσαρκα;
- Άσε ρε, αύριο δίνω κι'έχω να βγάλω του κώλου την ύλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικά το προφυλακτικό.

- Μωρό μου, να σ' το βάλω εγώ το σκουφάκι;
- Γιατί μωρή, δέν μ' εμπιστεύεσαι;
- Μιά φορά εμπιστεύτηκα άντρα μωρό μου, και ξέμεινα με τρίδυμα...

(από Khan, 15/10/11)

Και σκουφίτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified