Υπάρχουν γκόμενες που ξυπνάνε βρεγμένες και κοιμούνται ακόμα πιο βρεγμένες. Όταν λοιπόν υπάρχει υπερβολική συγκέντρωση από τέτοιες γκόμενες σε έναν χώρο, τότε πιθανότατα να γλιστρήσεις και να πέσεις. Εννοούμε δηλαδή ότι είναι τόσο βρεγμένες που έχει στάξει στο πάτωμα. Συνήθως όμως λέγεται για ωραίες γκόμενες.

- Άσε, γλίστραγε στο κέντρο σήμερα;
- Πώ πώ τόσο μουνί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται όταν κάποιος επεμβαίνει σε μία συζήτηση με αγένεια για να πετάξει/να πει κάποια ανοησία/παπαριά.

Τι πετάγεσαι ρε μαλάκα σαν την ψωλή του κόκκορα;;;

Βλέπε και σφηνόπουτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τονίζει ιδιαίτερα την ιδιότητα του «βλάχου» και ολοκληρώνει το σκηνικό (βλάχος + μπαστούνι).

-Ήρθε που λες αύτος ο μπαστουνόβλαχος απο το χωριό και ζήτησε να φάει σουβλάκια στα Goodys!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(αλλιώς: γέρο-μολιμέντο). Αυτός που είναι πολύ γέρος και έχει ξεμωράνει τελείως. Συνήθως συνοδεύεται από γεροντικές ασθένειες όπως αυτή του parkinson και η επαφή του με το περιβάλλον είναι περιορισμένη.

Ο προηγούμενος Πάπας στα τελευταία του είχε γίνει σκέτο μολιμέντο! Και ήθελε να έχει και ferrari κι ολας!!

Δες και ραμολιμέντο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζονται κι έτσι και οι φίλαθλοι του (Μ)ΠΑΟΚ.

Σχετικά λήμματα: ΜΠΑΟΚ

Έχασε πάλι ο (Μ)ΠΑΟΚ από τον Ολυμπιακό και τα έκαναν γυαλιά καρφιά πάλι οι βούλγαροι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χάρη (συνήθως παράνομη, κρυφή) που ζητάμε από κάποιον να κάνει για εμάς.

Σχετικά λήμματα: βύσμα, δόντι

-Τα έκανα πλακάκια με την γραμματέα του υπουργού και είπε οτι εντάξει, θα μας το κάνει το ρουσφέτι.

Βλ. και κονέ, χαυλιόδοντας. Σχετικά: bluetooth, ρουσφετοπωλείο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σαν μονάδα μέτρησης σε κόντρες με αμάξια. 1 καρότσα ισοδυναμεί με το μήκος ενός αμαξιού.

Ο τύπος με το punto έριξε 3 καρότσες σε εκείνον με το golf μέχρι το φανάρι! Πάει γαμιώντας με την καινούρια τουρμπίνα που έβαλε!

Βλ. και κολόνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται αλλιώς και «άκρη»: η γνωριμία με κάποιο υψηλό πρόσωπο όπου θα κάνει κάτι ευνοϊκό (ρουσφέτι) για εσένα.

- Είχε βύσμα στον στρατό αυτός και τον έκαναν μετάθεση στην Αθήνα.

Αρκάς, Δουλειά δεν είχε ο διάβολος (από patsis, 20/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει την κατάσταση που βρίσκεται κάποιος μετά από μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ η οποία συνήθως είναι ένα βήμα πριν το νοσοκομείο!

Άσε, χθες το πρωί που γυρίσαμε από το κλαμπ είχαμε γίνει όλοι αλοιφή! Μάλλον θα ήταν μπόμπα τα ποτά.

Για συνώνυμα δες λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άδικα, άσκοπα. Εκφράζει θυμό, δυσαρέσκεια.

Με σταμάτησαν τις προάλλες οι μπάτσοι με το αμάξι και πλήρωσα 50 ευρώ γαμησιάτικα για τις ζώνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified