Φράση η οποία ενδείκνυται σε περιπτώσεις περιγραφής απίστευτης ασχήμιας.

Τι σου αρέσει στη Μαρία την άσχημη;; Σαν κινούμενη χλέπα είναι...!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πρόκειται φυσικά για το πλάσμα της ελληνικής μυθολογίας, αλλά για ακόμα έναν λαϊκό όρο που χρησιμοποιείται κατά την εκδήλωση ενδιαφέροντος ενός άνδρα σε μια γυναίκα. Συνώνυμο του «μανίτσα» και του «ζαργάνα».

Πού θέλει η γοργόνα μου να την πάω απόψε;

(από xalikoutis, 21/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που αρχικά παραπέμπει στο γνωστό ψάρι-αντίγραφο ξιφία (σε μινιατούρα) -ο οποίος όμως συνυποδηλωτικά χρησιμοποιείται για την εκδήλωση του ανδρικού θαυμασμού στο γυναικείο φύλο. Έχει λαϊκή προέλευση και είναι συνώνυμο του «μανίτσα».

-Άννα μου, ζαργάνα μου, θέλεις να σε πάω στου Φλόκα για παγωτάκι;;;;

(από GATZMAN, 29/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος λαϊκής προέλευσης που χρησιμοποιείται για την εκδήλωση του ανδρικού θαυμασμού στο γυναικείο φύλο.

Μανίτσα μου, να σε κεράσω έναν γκαϊφέ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξευγενισμένος όρος (αντί του προσβλητικότερου «παπάρια») που παραπέμπει στα γνωστά ανδρικά όργανα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι είναι χαζό, βλακώδες, ανάξιο λόγου.

(από γνωστό καθηγητή χημείας σε γυμνάσιο των Νοτίων Προαστίων)
- Έτσι είναι, δεν διαβάζετε κι έρχεστε και μου γράφετε παπαρούνες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός όρος από κατοίκους της Πρωτεύουσας για κατοίκους της Θεσσαλονίκης -και όχι μόνο- ο οποίος είναι εμπνευσμένος από τη γειτνίαση της συγκεκριμένης περιοχής με την αντίστοιχη χώρα και την ομοιότητα της συμπεριφοράς των Θεσσαλονικέων με τους Βουλγάρους.

Οι Βούλγαροι πάλι γυαλιά καρφιά τα κάνανε μόνο και μόνο επειδή είδαν αθηναϊκές πινακίδες. (sic)

Λεωφορείο 31 Βούλγαρη - Σφαγεία... (από HODJAS, 04/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση η οποία είναι ιδιαιτέρως εύχρηστη όταν κάποιος θέλει να δηλώσει το λιγοστό ή και ανύπαρκτο ύψος ενός άλλου, το οποίο παρομοιάζεται ποσοτικά ως 1 μέτρο και ένα μπουκάλι γνωστού σοκολατούχου ροφήματος.

- Μ' αρέσει που είπες στην Ελίνα να αλλάξει τη λάμπα που κάηκε. Αυτή είναι 1 και 1 milko!!!

Συνώνυμα: μισή μερίδα, μισοριξιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που βασικά χρησιμοποιείται για άτομα άξεστα που δεν ξέρουν να φερθούν και συμπεριφέρονται παρόμοια με το συμπαθές θηλαστικό.

Αυτός ο πιθηκάνθρωπος ο Νίκος, πάλι την πέταξε τη χοντράδα του. Ας τον επιστρέψει κάποιος στο τσίρκο... Τώρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γελοίο και αναξιόπιστο άτομο.

- Πήγα στο Υπουργείο να ρωτήσω τι χαρτιά χρειάζονται και έπεσα σε έναν φοβερό κλαπαρχίδη, ένα-ένα μου τά 'λεγε και με έκανε να πάω και νά 'ρθω πέντε φορές. Όλο κάτι είχε ξεχάσει να μου πει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να τονίσουμε την τάση ενός ατόμου να προδίδει. Το καρφί, ο δοσίλογος.

- Του είπα τι έγινε χθες και το μοιράστηκε με όλο τον κόσμο ο Αρτέμης Μάτσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified