1. Συνομοταξία ανθρώπων της φυλής των Ρομά (αλλιώς απλά τσιγγάνος).

  2. Ο τελείως ξεφτίλας άνθρωπος, ο βρωμιάρης, ο τσιγγούνης, ο άνθρωπος χωρίς τρόπους κλπ.

Εμφανίζεται συχνά και ως γύφτουλας.

- Πάλι στην τράκα την έβγαλε ε; - Αφού είναι γνωστός γύφτος!!

(από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ χοντρός άνθρωπος (συνηθέστερα χρησιμοποιείται για γυναίκες).

Κοίτα πώς έχει παχύνει αυτή!! Έχει γίνει σκέτη ντρόσχω από το πολύ φαΐ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ τριχωτός άντρας.

- Κοίτα τον τυπάκο ρε, πόσο τριχωτός είναι!! Σκέτος αρκουδιάρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπινελίκωμα με μάνες. Θεωρείται το ύψιστο στάδιο ύβρεως προς κάποιον, γι' αυτό κι επιστρατεύεται σε περιπτώσεις εξέχουσας προστριβής. Χρησιμοποιείται προσεκτικά.

ΟΚ ρε φίλε, ντάξ'. Τελευταία φορά όμως. Την επόμενη θα τον αρχίσω στο μάνογουορ και δεν τον σώζει τίποτα και κανένας!

Manowar, Manowar, livin\' on the road... (από Cunning Linguist, 05/05/09)(από xalikoutis, 31/01/15)

Δες και αστοδιάλογος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανθρωποειδές αρσενικού φύλου, το οποίο είναι διατεθειμένο να κάνει οτιδήποτε, παρά τη θέλησή του, μόνο και μόνο επειδή του το ζήτησε κάποια κοπέλα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι η κοπέλα είναι όμορφη, ή ότι πρόκειται να παιχτεί κάποια φάση με αυτή.

Οι «επιστήμονες» πιστεύουν ότι τέτοια φαινόμενα οφείλονται στην απελπισία που προέρχεται από την αγαμία.

- Τι μουνόδουλος είναι αυτός ο Βαγγέλης ρε παιδί μου!!! Χάρισε το μόνο ενθύμιο της πείνας των διακοπών στην Ιωάννα, επειδή του το ζήτησε με υφάκι.

Αρκάς, Καστράτο (από patsis, 07/09/09)(από suxumuxu, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διορθώνω με blanco.

-Πάλι τζατζικώνεις; Αν δε προσέξεις θα φας δύο blanco τη σελίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση ατόμου ξηγημένου, που φέρθηκε σωστά ή είπε κάτι σοφό ή αστείο ή έξυπνο. Όσο περισσότερα τα σ, τόσο πιο ξήγας.

Είσαι ωραίος -> 'σ' ωραίος -> σωραίος

- Ρε φιλαράκ', έχεις ένα τσιγάρο; - Πάρε δύο... - Σσσσσσσωραίος!

(από Galadriel, 05/07/14)(από patsis, 28/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τελείως φαλάκρας. Ο γλόμπος. El globo στα λατινικά.

- Πώς έγινες έτσι ρε βλάκα;! Χαχαχ...
- Μου κόλλησαν τσίχλα στα μαλλιά και τα πήρα όλα γουλί. Δε γινόταν αλλιώς. Ελ γλόμπο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει πρωτεύοντα λόγο ή ρόλο σε μια κατάσταση. Ή αυτός που ενώ θα έπρεπε να είχε, τελικά δεν έχει. Ο παρακατιανός.

-Ο Τάκης; Ποτέ δεν κατάφερε κάτι μόνος του. Όλες τις αποφάσεις άλλοι τις έπαιρναν γι' αυτόν. Κομπάρσος στην ίδια του τη ζωή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ ελεεινός.

- Και σκοντάφτει η γριά και πέφτει κάτω. Μου ζητάει βοήθεια, πάω κοντά, ρίχνω δυο κλεφτές ματιές αριστερά και δεξιά, κι αφού σιγουρεύομαι οτι δε βλέπει κανείς, της βουτάω το πορτοφόλι και το βάζω στα πόδια! Τα πιο έυκολα 20 ευρώ που έβγαλα ποτέ!
- Είσαι ελέουρας ρε φίλε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified