Έχω γίνει λιώμα απ' το ποτό, δε βλέπω μπροστά μου. Κυρίως για τα ναβαρινοαλάνια χρησιμοποιείται.
Έχω γίνει λιώμα απ' το ποτό, δε βλέπω μπροστά μου. Κυρίως για τα ναβαρινοαλάνια χρησιμοποιείται.
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που μετράει, συνήθως άσχημα, που κωλολέει, που δεν παίρνει χαμπάρι μία.
Χρησιμοποιείται για να υπογραμμίσει την αρτιότητα, την αξία, το μέγεθος της εγγύησης που αποτελεί κάποιος ή κάτι.
Ψηλλλέ τσίμπησα μια οθόνη, πολλλή ζόρικη σε λλλέω. Τρακόσα εκατομμύρια χρώματα, 85 ίντσες και δε συμμαζεύεται...
Άσε τον Τάκη πάνω μου. Είναι ζόρικος ο Τάκης, θα του εξηγήσω και θα καταλάβει...
Got a better definition? Add it!
Η προσβολή, συνήθως μπροστά σε άτομα που δε θα έπρεπε να είχε γίνει, αποτελώντας μέγιστη προσβολή και δημόσια ξεφτίλα.
Του χουφτώνουν τη γυναίκα μπροστά του, τον αποκαλούν βλακάκο μπροστά του, κατουράνε το αμάξι του μπροστά του, κολλάνε τις μύξες τους στα ρούχα του μπροστά του και δεν κάνει τίποτα! Τη μία προσβόλα μετά την άλλη τρώει ο ξεφτίλας...
Δες και -α.
Got a better definition? Add it!
Το στραβάδι, ο γκαβός, ο τυφλοτσόγκας αυτός που δε βλέπει την τύφλα του.
Προκύπτει απ' τον γνωστό ποιητή Νίκο Καββαδία:
γκαβός + Καββαδίας = γκαβαδίας
-Θα μας σκοτώσεις ρε γκαβαδία; Το κόκκινο δεν το βλέπεις;!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται ως μουνί καπέλο, μουνί καλλιγραφία, ή σκέτο μουνί, για να εκφράσει την κακή κατάσταση ή εμφάνιση ενός αντικειμένου ή μιας φάσης.
Προκύπτει απ' τον ομώνυμο προπονητή του Παναθηναϊκού. Ο όρος έκανε την εμφάνισή του στο δεύτερο μισό του 2006 κι έκτοτε η χρήση του έχει γνωρίσει ευρεία αποδοχή.
-Έχεις καμιά μπλούζα ν' αλλάξω γιατί έβρεχε όπως βλέπεις κι έγινα μουνιόθ...
Got a better definition? Add it!
Το σύνολο των ηλεκτρικών εργαλείων της Black&Decker, και κάθε άλλου κατασκευαστή παρόμοιων συσκευών, στα ελληνέζικα.
Λέγεται και μπλακεντέκερ απ' όσους Έλληνες έχουν στην κατοχή τους τουλάχιστον First Certificate in English, University of Cambridge.
- Δεν πρόκειται να περάσει με σπρώξιμο. Πρέπει να του ανοίξουμε τρύπα. Έχεις μπλακεντέκε;
Got a better definition? Add it!
Είναι ο υπερθετικός του ελέους. Χρησιμοποιείται όταν πρέπει να ζητηθεί έλεος, αλλά πολύ έλεος, όταν η ανάγκη για λύπηση είναι επιτακτικότερη από ποτέ.
- Μα σού 'κανα αναπάντητη μωρό μου να με πάρεις εσύ. Δεν είχα μονάδες.
- Έλεος και πολυέλεος ρε Σούλη πια! Ποτέ δεν έχεις μονάδες, όλο εγώ χρεώνομαι. Άντε και γαμήσου, χωρίζουμε!
Got a better definition? Add it!
Η coca cola εκ παραδρομής και/ή βαρεμάρας για άρθρωση ορθού λόγου. Τα πολλά κ κουράζουν κι έτσι αφαιρούμε ένα.
- Και που 'σαι μπάρμπα, πιάσε και δυο κοακόλες...
Βλ. και κοκολίτσα
Got a better definition? Add it!
Χτύπημα, κυρίως στο κεφάλι / πρόσωπο, συνήθως με τη βοήθεια αντικειμένου που παραπέμπει στη ματσόλα (είδος ξύλινου σφυριού).
Το χτύπημα δε διακρίνεται από καμία τεχνική, αντιθέτως μάλιστα, χαρακτηρίζεται από αγαρμποσύνη. Το ταβερνόξυλο είναι είδος ξύλου κατά το οποίο πέφτουν πολλές ματσολιές.
Ρίχνω μια καρατιά σε μια καρέκλα που είχε εκεί δίπλα και την κάνω κομμάτια. Βουτάω το ένα πόδι και τον αρχίζω σε κάτι ματσολιές, μέχρι που το πόδι έγινε σαν αγγλικό ερωτηματικό απ' το κεφάλι του...
Got a better definition? Add it!
-Άσε ρε Μπάμπη τα μπλα μπλα και την παπάτζα. Τυφλά πουτσιλίκι πουλάς, σοβαρέψου.
Got a better definition? Add it!