Κατατροπώνω χωρίς να αφήσω περιθώρια αντίδρασης.

Κοίτα να 'χεις τα λεφτά αύριο γιατί θα σε φάω λάχανο ρε πούστη! Έχω αλυσίδα που σκοτώνει ελέφαντα!

Τα λάχανα κάνουν καλό. Και τα μπρόκολα. Γενικά τα ζαρζαβατικά. (από Galadriel, 19/03/09)Τελευταία ατάκα [δείτε από ~04.00] σε ένα καθ\' όλα απολαυστικό βίντεο.    (από xalikoutis, 01/06/11)

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργασία τόσο φορτική, βαρετή, ψυχοφθόρα, χρονοβόρα κτλ που σου αναπτύσσει κακοήθεις όγκους.

- 12 ώρες έκανα να την τελειώσω την κωλο-εργασία. Καρκίνος σκέτος σου λέω. Ελπίζω να το περάσω το μάθημα μην τραβιέμαι και του χρόνου πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας αλλά και μαλάκας.

βλάκας + λακαμάς (μαλάκας στα ποδανά) = βλακαμάς

-Εδώ κάνεις κλικ, όχι εκεί πάνω. Βλακαμά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εφέ σε στιγμές αγάπης, έρωτα κτλ στα Μίκι Μάους. Εμφανίζεται πάνω από τον φορτισμένο συναισθηματικά χαρακτήρα, όπως εμφανίζεται το «ΚΑΠΑΟΥ!» πάνω από τον χαρακτήρα που εισπράττει γροθιά.

-Την αγαπάω ρε Σάκη! Την αγαπάω, το καταλαβαίνεις;!
«Φορόμποκ!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κατώτερος, συνήθως ποιοτικά, ο δευτέρας διαλογής, ο λίγος.

Κοίτα κι εμάς τις δευτεράντζες κι ας μη μας αγαπάς. Μπορεί να μην έχουμε φεράρι, αλλά έχουμε παλαμάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που δίνει οδηγίες για τα πάντα, μιας και γνωρίζει τα πάντα. Κάτι σαν τον πανεπιστήμονα, αλλά στο πιο προστακτικό.

- Δεν έβγαζα άκρη στο εργαστήριο και φώναξα τον ινστρούκτορα, μου 'πε δυο μαλακίες με ύφος υπεράνω κιέτς, δεν κατάλαβα τίποτα και το παράτησα. Άντε με το μαλάκα κι αυτόν...

Instructor-pwned. (από patsis, 23/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας που ενώ μαζεύει πολλές γυναίκες κοντά του, τελικά δεν καταφέρνει να κάνει και πολλά, παραμένοντας στην κουβεντούλα, τα χαχανίσματα και όλα αυτά πριν την ουσία.

Σχετικό λήμμα: γκομενοφύλακας, γκομενοβοσκός

- Πώς τις καταφέρνει ο Μάκης ρε φίλε τόσες γυναίκες κάθε φορά;
- Τι καταφέρνει; Τις μαζεύει, τους λέει αστειάκια κι αυτό είναι όλο. Τελικά με το πουλί στο χέρι μένει. Μουνοβοσκός ο Μάκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο -κατα-κόρον μπακούρης- που λυσσάει για γυναίκα, που του τρέχουν τα σάλια. Πολλές φορές παραμερίζει την αξιοπρέπειά του για χάρη του μουνιού. Συνήθως οι γυναίκες τον παίρνουν πρέφα και τον αποφεύγουν, αφήνοντάς τον για πάντα λιγούρι και μπακούρι. Δηλαδή μπαγούρι.

- Πού πα ρε, σαν το λιγούρι. Θα σε πάρει γραμμή και θα σε δουλεύει. Οι γυναίκες αγόρι μου θέλουν να τις γράφεις!

Βλ. και λιγούρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω χαμπάρι / γραμμή. Αντιλαμβάνομαι.

- Μα καλά είσαι τελείως βλάκας;! Πώς γίνεται να μην πάρεις πρέφα ότι σε βλέπει η μάνα σου ενώ τον παίζεις;!
- Είχα ταυτιστεί με τον πρωταγωνιστή ρε φίλε και απορροφήθηκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπολόγας, ο κομπιούτορας, ο Ηλεκτρονικός Υπολογιστής εν πάσει περιπτώσει.

- Ρε Τάκη, πάλι σέρνεται ο υπολογιστήρας. Τι να κάνω;
- Φορμάτ θες μάγκα μου... όταν μπαίνουμε σε τσοντοσάιτ δεν πατάμε yes σε ό,τι μας πετάξουν στη μούρη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified