Η λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, το αγοροκόριτσο. Από το αγγλικό tomboy, που ιστορείται από τον 16ο αιώνα.

Κλασικά τομ μπόι, αισθανόμουν πάρα πολύ άνετα με τα αγόρια, τα κορίτσια μου έφερναν ένα στρες. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 56).

Got a better definition? Add it!

Published

Πουτσαρχιδοφανελα για να μην σας γίνεται γαριδάκι με το κρύο.

Παράδειγμα εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά μαγκίτικη έκφραση για το προφυλακτικό, την καπότα. Βλ. και φερετζές και κελεμπιοφόρος. Τη βρίσκω στον Ηλία Πετρόπουλο, αλλά δεν μπορώ να τη βρω στον γούγλη, όπως το φερετζές, μάλλον είναι παρωχημένη.

Φόρα την κελεμπία βρε αδερφέ να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο! Και τα δύο κεφάλια.

Λέγεται επίσης σκωπτικά για την περίπτωση που μια γυναίκα φορέσει ένα πολύ χύμα φόρεμα που πέφτει στο εντελώς τελείως χύμα. Ή για φούστες τύπου χριστιανόφουστα μέχρι τον αστράγαλο που δεν αφήνουν τίποτα να διαφανεί. Στην τελευταία περίπτωση μπορούμε να πούμε για ένα τρελό μωρό, ότι σε ανάβει ακόμη και με κελεμπία.

  1. Πώς έσκασε μύτη έτσι με αυτήν την κελεμπία; Είπαμε χιπστερίαση, αλλά όχι κι έτσι!
  2. Το μωρό είναι τόσο σέξι που και κελεμπία να φορέσει θα μας καυλώσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που απαντάται σε χρήση παραπλήσια με την κυριολεκτική της σημασία αλλά και μεταφορικά όταν κάποιος δυσμενώς,είτε χειρίζεται καταστάσεις είτε ενεργεί, χωρίς να επιδεικνύει την επιβεβλημένη διάκριση μεταξύ εμφανώς διαφοροποιημένων καταστάσεων.

Η σβάρνα, ως γνωστόν, είναι βαρύ μεταλλικό γεωργικό εργαλείο ισοπέδωσης χωραφιών και διάλυσης σβόλων γης, καθιστώντας τα πιο εύφορα, με σκοπό την ευχερέστερη και βελτιωμένη καλλιέργεια αγροτικών προϊόντων.

Ότι παρασύρει λοιπόν μια σβάρνα στο πέρασμά της, καταστρέφεται, διαλύεται, σκορπάει ισοπεδώνεται.

  1. -Προχθές στην εθνική οδό μια νταλίκα χωρίς φρένα πήρε σβάρνα όλα τα αυτοκίνητα που συνάντησε στο πέρασμά της

  2. -Αυτός είναι να μην ανοίξει το στόμα του στη Βουλή. Θα τους πάρει όλους σβάρνα.

  3. πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα την πουτάνα, κι ο Μήτσος ο κολομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα

παρόμοιες εκφράσεις: μικρό μεγάλο παστρεύει, όλα στο ίδιο τσουβάλι, ισοπεδώνω.

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει επίσης προϊόν πού εχει κίνηση.

Στά ρεμπέτικα δέν εχει κίνηση το ουίσκυ εκεί παίζει τό κρασί

Got a better definition? Add it!

Published

Σαν Τον Πουτσο μου τον Ξενυχτη - ΣΤΠΜΤΞ

Ειναι Σαν Τον Πουτσο Μου Τον Ξενυχτη : Είναι πολύ άσχημη/ος

Παράδειγμα εδώ

- Την βλέπεις αυτή στο μπαρ που κάθεται πλάτη; -Πέρασα πριν να πάω τουαλέτα κι έχει κάτι μούτρα, σαν τον πούτσο μου τον ξενύχτη.

Got a better definition? Add it!

Published

Καημενομανούλα, η (ουσ.). Η μητέρα που παρεξηγείται με ό,τι λες για θηλασμό, καισαρική, σωστό φαγητό, γιατί το παίρνει προσωπικά. (credit: evasive muse)

- Και με αρχίζει η Ναστάζια στις γνωστές μαλακίες: "Εγώ, δηλαδή δεν είμαι καλή μανούλα που δε θήλασα; Αφού μου κόπηκε το γαλα από μάτι. Η κάθε μανούλα κάνει το καλύτερο για το παιδάκι της".

- Τί να της πεις και συ της καημενομανούλας;

Got a better definition? Add it!

Published

Η λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά. Από το αγγλικό dyke που ετυμολογείται πιθανόν από το bull-dyke και μαρτυρείται από το 1921.

Ούτε τις ντάικ είχα, δηλαδή έπρεπε να έχω νταραβεριστεί; Φασωθεί, αν έχω φασωθεί με ντάικς, ε με κάνα δυο. Αποτυχημένα. Είναι σαν να είμαι εγώ. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 65).

Got a better definition? Add it!

Published

Από το τούρκικο tas: λεκάνη, κύπελλο, δοχείο μας προέκυψε το τάσι και το υποκοριστικό του τασάκι που χρησιμοποιείται για το σταχτοδοχείο.

Σε καφέ και καφετέριες την αγγαρεία του να αλλάζεις κάθε μια και δυο (άντε κάθε τρεις και λίγο) τα γεμάτα από στάχτες κι αποτσίγαρα τασάκια με άδεια, ενίοτε πλυμένα κι όχι απλώς αδειασμένα, συνήθως εκτελούν γκαρσονάκια που ουδείς θεωρεί πως είναι κάτι σπέσιαλ στην εργατική πυραμίδα ως προς τις ικανότητες και τη συνεισφορά, αν μη τι άλλο ως προς την συγκεκριμένη αγγαρεία.

Παρά τις όποιες αντιρρήσεις συνδικαλιστικών φορέων και της κάστας των μπάτλερ, ατράνταχτη απόδειξη αποτελεί η απουσία αντίστοιχου μεταπτυχιακού.

Εξού και οι μειωτικές για κάποιον εκφράσεις «τον έχω για να αλλάζει τα τασάκια», «κάνει μόνο για να αλλάζει τασάκια» κι όλες οι παρεμφερείς.

Όλες; Μια αστική ελάφρυνση στην προφορά του –σ- (σίγμα) κι ένα μόνο –ι- (γιώτα) στην ουρά χωρίζουν το τούρκικο taşak: όρχις, αρχίδι από το τασάκι: σταχτοδοχείο.

Αν λοιπόν αντί του «αλλάζω», ακούσετε «αδειάζω» στην χρήση της έκφρασης, αναρωτηθείτε μήπως πρόκειται για λογοπαίγνιο κάποιου γνωρίζοντα.

Αν ναι και στην ομήγυρη υπάρχουν και έτερος, οι πιθανότητες αυξάνουν. Αν η σκούφια τους κρατά από Θεσσαλία και πάνω, ακόμη περισσότερο.

Αν η έκφραση εκστομίστηκε με προσωπική αντωνυμία στο α’ πληθυντικό και άρθρο, μιλάμε σχεδόν για βεβαιότητα.

Αν δε, αφορά εσάς παρόντα και συνοδεύεται από έστω διακριτικότατη θωπεία του καβάλου του λαλήσαντα, ναι ήρθε η ώρα, αφενός αν σας παίρνει, και αφετέρου αν σας χαλά, να προσβληθείτε σφόδρα και να πράξετε τα δέοντα.

1ο

Η επικράτηση του ΟΧΙ είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση του Αντώνη Σαμαρά αλλά αυτό είναι μεγάλο πλήγμα για τη χώρα, αφενός επειδή ο Αντώνης Σαμαράς ήταν η εγγύηση πως η Νέα Δημοκρατία θα πάει στο 3% και αφετέρου επειδή θα ήταν πολύ χρήσιμος στην εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης γιατί χρειάζεται κάποιος για να φέρνει τους καφέδες και να αλλάζει τα τασάκια.

2ο

Επίσης, αυτό το κράτος-μπαμπάς μπορεί επιτέλους να αναλάβει και τη ριζοσπαστική πρωτοβουλία να μας αδειάζει τα τασάκια ή να μας χτυπάει απαλά την πλάτη να ρευτούμε πριν κοιμηθούμε. Μόνο αστυνομικούς μη στείλει γι' αυτή τη δουλειά. Έχουν τη φήμη πως έχουν βαρύ χέρι.

(Όλα απ’ το δίχτυ*)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτυγχάνω σκοπό ο οποίος φάνταζε ακατόρθωτος. Συνήθως αναφέρεται για επιτυχία στον τζόγο (στοίχημα, χαρτιά κλπ.) Αναφέρεται και σαν επιφώνημα αυτοεπιβεβαίωσης χωρίς το ρήμα (βρήκα, βρίσκω)

Παίζω χτες μια τριάδα με τρία ευρώ πήρα 80. Πάλι κόκαλα βρήκα

Got a better definition? Add it!

Published