Ο πούστης, η αδερφή.

Προήλθε από την χαρακτηριστική κίνηση των σερβιτόρων να σπάνε τον καρπό όταν σερβίρουν, κίνηση που κάνουν συχνά και οι τοιούτοι...

Λέγοντας την λέξη, συνηθίζεται ο ομιλητής να κάνει και την κίνηση αυτή, να σπάει δηλαδή τον καρπό, για να δώση έμφαση με μια τάση ειρωνείας και σαρκασμού.

Μην δούμε άντρα να το κουνάει λίγο, αμέσως να τον πούμε σερβιτόρο!!

Τσεκάρετε στο 4:50. (από patsis, 06/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μία μεγαλειώδης κινηματογραφική ερωτική φράση. Νομίζω ότι είναι αρκετά αυτονόητη για περαιτέρω ανάλυση. Το μόνο που αξίζει είναι ειδική μνεία στον κύριό της, τον απόλυτο άρχοντα του ελληνικού καλτ (το οποίο έχει καταντήσει τρεντ και χιπ, και η κουτσή Μαρία μιλάει για καλτ εννοώντας τα τραγούδια της Αλέξιας και τα σίριαλ με τον Ευρυπιώτη) τον μεγάλο μας Κώστα τον Γκουσγκούνη, που μέχρι και διαδήλωση είχε γίνει για πάρτη του με το σύνθημα «το Γκουσγκούνη στη βουλή, να χορτάσωμε μουνί».

Μια από τις μεγαλύτερες, από όλες τις απόψεις, ατάκες του είναι και η προκειμένη, η οποία μετατράπηκε σε καθημερινή έκφραση για πλείστες εφαρμογές, όπως οι ακόλουθες.

1ο
«Μαστορέματα φώτη;»
«Υγρασία Θωμά»
«Δεν το ρίχνεις κάτω, να μην παιδεύεσαι;»
«Βάστα τοίχο, θα σμπρώξω»

2ο
«Ανεπανάληπτε Uri, μας κούφανες κι απόψε! Τι άλλο θα δουν τα ματάκια μας;»
«Giorgo, vasta tiko, ta sbrokso!»

(από ΠΡΩΤΕΥΣ, 18/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που, ενώ συχνά έχει την ευκαιρία να εκσπερματώσει χωρίς τη βοήθεια των χεριών του, δεν την αξιοποιεί για ηθικής φύσεως λόγους.

  • «Τα είχε παλιότερα με έναν παλιό μου συμμαθητή από τα Αγγλικά»,
  • « Κάνουμε παρέα στο γραφείο και θα ήταν μετά άβολα και για τους δύο»,
  • «Θα έφευγε την άλλη μέρα από το νησί οπότε δεν είχε νόημα»,

    είναι μερικές από τις δικαιολογίες που δίνει στο αρχέγονο ανδρικό ερώτημα «τελικά γιατί δεν την γάμησες;».

Εννοείται ότι, πολύ συχνά, δεν τις πιστεύει ούτε ο ίδιος αυτές τις δικαιολογίες, πόσο μάλιστα ο εκάστοτε φίλος που τις ακούει έντρομος και του υποδεικνύει το μέγεθος της μαλακίας του, εξηγώντας ότι οι γκόμενες, όταν είναι στο νησί, θέλουν να γαμηθούν, κυρίως δε τη μέρα πριν φύγουνε. Επειδή εύκολα και σύντομα πείθεται για τη χαζομάρα του, με αποτέλεσμα να τον τρώνε οι τύψεις για την ευκαιρία που σπατάλησε, ο ηθικομαλάκας προκαλεί τον οίκτο και την συμπόνοια του περίγυρού του, καθιστώντας τον έτσι πιο συμπαθή από τον average γκομενοφύλακα.

- Τελικά σου 'ρθε σπίτι η Τζέσικα;
- Ναι, αλλά δεν έγινε τίποτα.
- Γιατί;
- Δεν μου κάθισε καλά η φάση, τα είχε κάποτε με τον Νίκο από τα Αγγλικά που με βοήθησε πολύ στο Lower και αισθάνθηκα άσχημα να της την πέσω. - Σ' έπιασε πάλι η ηθικομαλακία σου δηλαδή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα πολύ καλοσχεδιασμένο αντικείμενο, με ιδιαίτερο και ψαγμένο στυλ, με μοντέρνο και μινιμαλιστικό κυρίως σχεδιασμό.
Αν είναι μπαρόκ, ρουστίκ ή οτιδήποτε άλλο, όσο καλοσχεδιασμένο κι είναι δεν χαρακτηρίζεται έτσι.

Όλοι αυτοί οι ορισμοί προκύπτουν από τον αγγλικό όρο design, γιατί στα ελληνικά δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος πλην του σχεδιασμού, που είναι αρκετά προβληματικός εφόσον χρησιμοποιείται για τελείως διαφορετικά πράγματα.

Πχ. σχεδιαστής μπορεί να είναι ο γραφίστας, μπορεί να είναι και ο χειριστής autocad που φτιάχνει αρχιτεκτονικά σχέδια, ή κάποιος που σχεδιάζει ρούχα.

  1. Ανακάλυψα ένα σούπερ ντιζαϊνάτο μπαράκι, είσαι για κανένα ποτάκι το βράδυ μωρό;

  2. Πάει ο άλλος και παίρνει laptop χωρίς να κοιτάξει specs, παρά μόνο κοιτάει να είναι ντιζαϊνάτο για να πουλά μούρη.

  3. Πολύ ντιζαϊνάτο το καινούργιο κινητό της Τsimpanarxidi.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επεξηγηματικό που τονίζει την επεξήγηση που έχει ήδη και μόλις προηγηθεί. Γι' αυτό και μπαίνει πάντα στο τέλος της φράσης και προφέρεται με συρτό το -α, συνοδευόμενο από ταυτόχρονη διαπλάτυνση των ματιών, τράβηγμα του κορμού ελαφρά προς τα πίσω και ελαφρύ άνοιγμα και των δυο χεριών. Ένα μικρό θεατρικό που ενέχει παράπονο ή και μικρή ενόχληση προς το συνομιλητή με νόημα «έλα τώρα που δεν καταλαβαίνεις!!»

- Και γιατί όλο το σόου;
- Μη και ξεχαστείς και δεν πας να τον ψηφίσεις για!! Χθεσινός είσαι κι εσύ βρ' αδερφάκι μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατοσλάνγκ είναι ο πεζικάριος, ο τζίτζικας.

Εκει εκατσα 1 μηνακι, καναμε καλή εκπαιδευση τζιτζικαριου και μετα απο 30 μέρες +. Μετα πήγα στο 9ο Συνταγμα Πεζικού στην Καλάματα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως έχουμε δει στο ήδη υπάρχoν λήμμα, το κόζι είναι χαρτοπαικτικός όρος και σημαίνει ατού, το «χρώμα» δηλαδή που έχει οριστεί να είναι ανώτερο των υπολοίπων, σε ένα παιχνίδι.

Η φράση λέγεται όταν θέλουμε να πούμε ότι άλλαξε η κατάσταση, υπό την έννοια όμως ότι κάποιος ή κάποιοι είχαν το πάνω χέρι και καρπώνονταν κάποια πράγματα, και τώρα η δύναμη αυτή έχει μεταβιβαστεί σε διαφορετικά χέρια.

Σαν να λέμε ότι γύρισε ο τροχός.

  1. - Από βδομάδα θα δεις τι έχει να γίνει!
    - Από βδομάδα θα μου κλάσεις, άλλαξαν τα κόζια μεγάλε.

  2. - Τι έγινε εδώ ρε καρντάσια; Θα φάμε τσαμπουκά από τον λίγδα μέσα στο μαχαλά μας; - Άλλαξαν τα κόζια όσο ήσουν μέσα, Τάκαρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει το ξυλοφόρτωμα.

  1. Άμα σε πιάσω έχεις να φας πολλή ντουμπίτσα.

  2. Του 'ριξα μια ντουμπίτσα και μετά μου γλίστρησε από τα χέρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαρτί που ήταν κολλημένο στην πίσω μεριά του χρυσόχαρτου στα πακέτα τσιγάρων «κασετίνα», λείο και στιλπνό σαν λαδόχαρτο (για να μην απορροφά την υγρασία από τον καπνό του τσιγάρου), λεγόταν στράντζα.

Δεν φαίνεται να έχει ετυμολογική σχέση με το αντίστοιχο εργαλείο, όποτε εικάζω οτι ήταν παραφθορά του στρατσόχαρτου > στραντζόχαρτο > στράντζα.

- Πριν κυκλοφορήσουν τα «χαρτάκια», στρίβαμε (ενν. μπάφους) με τις στράντζες και τις κολλούσαμε με γάλα ζαχαρούχο.
- Και δε σας γαμούσε τα λαιμά;
- Και τα λαιμά μας μας γαμούσε και τα μάτια μας πέταγε τόσο που λέω πως την ακούγαμε πιο πολύ από τη στρά(ν)τζα παρά από το σταφ. Για καυτές ούτε λόγος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομάδα υποειδικοτήτων της Γυναικολογίας ασχολούμενη αποκλειστικά με το μουνί (όχι σάλπιγγες, ωοθήκες και εξαρτήματα). Στους γιατρούς αυτούς καταφεύγουν κυρίες ή/και δεσποινίδες με φαγούρα στο μουνί τους αγνώστου αιτιολογίας. Οι υποειδικότητες αυτές είναι: ''μουνίατρος - ψωλοχώστης'', ''μουνίατρος - χυσοβύζης'' και ''μουνίατρος - μουνογλείφτης''.

- Αχ έχω πάει γι' αυτή τη φαγούρα σε όλους τους γυναικολόγους βρε Σούλα μου και δεν βρίσκω γιατρειά!
- Σε μουνίατρο πήγες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified