Ο οίκος ανοχής στα καλιαρντά εκ του μουτζό (<mindž= αιδοίο στη ρομανί) και του τσαρδί (<τουρκικό çardak < περσικό چارطاق çārtāk), σαν να λέμε το μουνόσπιτο ένα πράμα.

  1. Έτσι μπήκα στο μουτζότσαρδο, κάθησα στην μολτοκαθήστρα και άβελα μαρμαρού. (Από το Μπου, σημαίνει ότι μπήκε στον οίκο ανοχής, κάθησε στον καναπέ και περίμενε).
  2. Αμα και διάβασα τη δήλωση Δώνη έπαθα μια ταραχή!!! Γιατί τόση λάλα; Διότι φαίνεται άμα ισάντε τζόβενο και τώρα πουρό, δε πρέπει να έχει πάει ποτέ σε μουτζότσαρδο!!! Διότι άμα είχε πάει, θα ήξερε ότι εκεί επικρατεί μια τάξη. Όλοι περιμένουν τη σειρά τους, με αγωνία μεν, αλλά και σεβασμό στη χαρμάνα του αλλουνού.. Ούτε φωνές ούτε σπρωξίματα και τσαμπουκάδες. Αβέλεις φλόκια, αβέλεις και βιολέτα και .. στην ευχή του θεού!! Και άμα ξεφύγει κανάς βλαχαδερός, κατελανιάζεται και αβέλει ντουπ στο μινούτο κι όξω απ΄ το σπίτι. Και το πιο καλό απ’όλα! Άμα δε σ’αρέσει το προϊόν πας σε άλλο τσαρδί. Τι απ’όλα αυτά συμβαίνει στο ελληνικό ποδόσφαιρο; Μεγάλη αδικία για το μπουρδέλο! (Σύγκριση μπουρδέλου και ποδοσφαίρου εις βάρος του ποδοσφαίρου αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευτοφαινόμενο τύπου "γλώσσεψα την μπέρδα μου", με διάθεση αυτολογοκρισίας από τον ομιλητή, για να μην ακουστεί η λέξη που περιγράφει τη διαδικασία του "στραγγίγματος", δηλαδή της ούρησης. Προέρχεται από εποχές που ήταν μπας κλας να βρίζεις και να αναφέρεσαι με όποιον τρόπο στη γενετήσια περιοχή και στα πέριξ αυτής και στις λέξεις που περιγράφουν λειτουργίες - διαδικασίες της, ιδίως τα μικρά παιδιά που κάποτε ήταν πράγματι παιδιά και φέρονταν ως τέτοια και επειδή η καρδιά τους δεν πήγαινε να μιλήσει τόσο σκληρά (τα "κατουρώ - χέζω", έπαιζαν ως "πιπί - κακά" για πολλά χρόνια μέχρι και τη μέση εφηβεία), αλλά και επειδή η αγωγή του καλού και καθωσπρέπει παιδιού μετρούσε κι επαινούταν, με αποτέλεσμα να μη θέλουν να απογοητεύσουν το περιβάλλον τους με αντίθετες συμπεριφορές. Έτσι γίνεται και αυτοσαρκασμός, και χαβαλές και αποφορτίζεται η ένταση ενός παραπόνου.
Το να κατουρήσει κάποιος τα παλιά χρόνια σε ένα πηγάδι, που για τα χωριά μέχρι και πρόσφατα ήταν η μοναδική πηγή πόσιμου νερού, κατευθείαν από τον υδροφόρο ορίζοντα, λογιζόταν ως απαράδεκτο, γιατί την μόλυνε και μετά έπρεπε να αναζητηθεί άλλο πηγάδι ή άλλη φλέβα που θα οδηγούσε σε άλλο τμήμα του υδροφόρου, μη ρυπασμένου. Μετά την ανακάλυψη του ένοχου, επερχόταν μπανάρισμα από την τοπική κοινωνία, προς παραδειγματισμό. Έτσι η φράση:"στο πηγάδι κατούρησα", σημαίνει πως μένω στην απ'έξω, αποκλείομαι από ένα μυστικό, από μια δραστηριότητα, από μια ομάδα και έτσι κοινωνικά τίθεμαι στο περιθώριο. Χρησιμοποιείται και από κοινωνικές ομάδες εθισμένες στο "μπινελίκιον" (σε όποιο βαθμό, από το μικροαστικό μέχρι το λιμενεργατικό - φορτιγατζήδικο) προς μετριασμό του γλωσσικού βόθρου και χάριν χαριτωμενιάς, εκτός κι αν θεωρείται πολύ φλώρικο ή γουτσίστικο.


1.- Ψιτ! Θα σου το πω, αλλά μην το πεις στις άλλες ότι σου το'πα και προπαντώς στην Κατερίνα, γιατί για κείνη πρόκειται... Της αρέσει ο Βασίλης, αλλά επειδή ξέρει ότι σου αρέσει κι εσένα απ'την παρέα και θ'αρχίσεις να φωνάζεις και δε θα της άφηνες και περιθώρια να κινηθεί κάτω απ'τη μύτη σου, σ'άφησε στην απ'έξω επίτηδες ένα μήνα τώρα!
- Α,ναι; Κι εγώ στο κατούρι πηγάδησα δηλαδή; Ωραία φίλη είσαι κι εσύ που τώρα το θυμήθηκες να μου το πεις... Τί φίλη, δηλαδή; Φίδι!
2.- Τί θα γίνει ρε παιδιά; Εγώ όλο τελευταίος θα μαθαίνω τα νέα; Κερατάς, κερατάς; Πάλι πριν από λίγο έμαθα για το γήπεδο. Εμένα γιατί δε με καλέσατε; Στο κατούρι πηγάδησα να 'ουμ'; Όλοι οι υπόλοιποι μαζί και ο ψωριάρης χώρια;
- Χέσε μας, μας ρε μαλάκα που θέλεις και πρόσκληση προεδρική! Να έπαιρνες τηλέφωνο να μάθαινες. Δεν ήξερες, δε ρώταγες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργό των οικοδόμων είναι το ειδικού τύπου φορτηγό, όπου είναι κατάλληλα κατασκευασμένο για τη μεταφορά μπετό από το εργοστάσιο παρασκευής έτοιμου μπετό μέχρι και την οικοδομή ή το εργοτάξιο. Ετυμολογείτε από το ιταλικό: barella.

- Μαστρό-Τρύφωνα τι ώρα θα 'ρθει η βαρέλα; Έχουμε και σπίτια!

βαρέλες

Got a better definition? Add it!

Published

Το χνέψιμο

συναισθηματική κατάσταση κατα την οποία αισθάνεσαι ταραγμένος-η/ενοχλημένος-η

Ρήμα:χνέφω/χνέφομαι Μετοχή:χνεμένος -η Ουσιαστικό:το χνέψιμο

Ειδα μια κατσαρίδα στο δωμάτιο μου,χνέφτικα και δεν μπορούσα να κοιμηθώ

- Τι έχεις? -Τίποτα,απλά είμαι λίγο χνεμένος σημερα

εκνευρισμόςενόχληση

Got a better definition? Add it!

Published

Ο σκύλος, προέρχεται απο την αγγλική λέξη dog. Συνήθως το ντο προφέρεται έντονα και με διάρκεια.

Ο ντόγκος του Άλεξ ειναι απίστευτος και για πολύ πατ πατ.

Got a better definition? Add it!

Published

Η υπερβολικά ανδροπρεπής και αρρενωπή λεσβία τύπου μπουτς, η βαρυ-μπουτς, το μπουτς το ασήκωτο, τύπου νταλικιέρης, λαχαναγορίτης. Επίσης, το λαϊκό λεσβιάδικο όπου συχνάζουν. Η έκφραση είναι παλαιακή.

  1. Η Οδύσσεια ήταν το βαρύ πυροβολικό. [...] Η Οδύσσεια ήταν βαρύ, ήταν ελληνικό βαρύ κι ασήκωτο μπουτς. [...] Δηλαδή κλασικό τότε για την Ελλάδα, φανελένιο πουκάμισο καρό, καψούρα, κι έτσι λίγο πιο βαρύ. [...] Η Ελλάδα γενικώς δεν νομίζω ότι πέρασε ποτέ το ευμενώς μπουτς, το στυλάτο, κάτι. Εννοώ το old fashion butch, ας πούμε. Ήταν όλες έτσι, δεν ήταν ότι έμπαινες και έβλεπες γυναίκες με κουστούμια να ήταν πιο stylish ας πούμε. (Σόνια, 48 χρονών).
  2. Η Σόνια, όπως η ίδια έχει περιγράψει, ήταν πάντα κοντά στην αμερικάνικη μουσική κουλτούρα, δεν άκουγε ελληνική μουσική, αγαπούσε και ταυτιζόταν με τον ανδρόγυνο καλλιτέχνη David Bowie. Σχετιζόμενη με τον λεσβιακό φεμινισμό της Ελλάδας αλλά και των ΗΠΑ των αρχών του 2000, όπου έζησε, σπούδασε και εργάστηκε για μια δεκαετία, βλέπει σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια τις θαμώνες του μαγαζιού. Συγκρίνοντάς τες με την εαυτή της, μία από τις λεσβίες-δανδήδες της εποχής, που θα έλεγε και η Νίνα Ράπη (1998), δεν μπορεί να βρει κοινά σημεία μαζί τους, και γι’ αυτήν είναι όλες «βαρύ πυροβολικό». Η Λένα, εργατικής καταγωγής, η οποία ζει σε λαϊκή γειτονιά στη νότια Αθήνα, παρ’ όλο που 186διαχωρίζει την εαυτή της από τις νταλίκες και τα γυναικάκια τους, βλέπει τις θηλυκές γυναίκες σε αντίθεση με τη Σόνια. Η ίδια βέβαια σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί stylish μπουτς με τις καθημερινές φόρμες τις οποίες φορούσε παντού, πιο πιθανόν είναι να χανόταν και αυτή στο ομογενοποιημένο πλήθος των λαϊκών γυναικών.
  3. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πολιτισμικά διαμεσολαβημένου βλέμματος και της αναγνώρισης μιας λεσβίας ως μπουτς ως «βαρύ πυροβολικό» αποτελεί και μια βραδιά στη Μαγική αυλή. Για αρκετό καιρό πριν βρεθώ εκεί ως dj σύχναζα με φίλες, και ένα βράδυ ρώτησα τρεις από την παρέα μου ποιες είναι οι μπουτς μέσα στον χώρο. Μία από αυτές μου αποκρίθηκε πως όλες είναι μπουτς, μια άλλη δεν είδε καμία ως μπουτς, ενώ μια τρίτη μου κατέδειξε μία γυναίκα που έμπαινε εκείνη την ώρα στο μαγαζί, περίπου 45 χρονών, ντυμένη με τζιν παντελόνι και τίσερτ και μακριά μαλλιά. Υποθέτω το περπάτημά της και το μη μοντέρνο ντύσιμο ήταν ένα από τα φαινομενικά μπουτς χαρακτηριστικά της, όπως και η παρουσία της στο συγκεκριμένο λαϊκό μαγαζί βέβαια.
  4. Αλλά και τότε είναι που συνειδητοποιώ ότι εγώ πια είμαι ομοφοβική. [...] Ενώ δεν είχαμε πρόβλημα να μπούμε μέσα κτλπ, ότι θα μας δούνε και, σκεφτόμουν πάντα, είχα ένα μικρό άγχος να, άντε τώρα, να κατεβαίνω το δρόμο με τη μάνα μου και να δω μια από αυτές, το ξαναλέω ήταν πολύ βαρύ πυροβολικό, και να με χαιρετήσει, τι θα πω στη μάνα μου; Α, πάω το αυτοκίνητο και μου αλλάζει τα λάστιχα. Χαριτολογώντας το λέω στον εαυτό μου αλλά τώρα συνειδητοποίησα ότι ζούσα, είχα μια ενόχληση, γιατί έλεγα μα δεν γίνεται εγώ κι αυτές.
  5. Η αφήγηση που θέλει τις λεσβίες στο παρελθόν περισσότερο αρρενωπές σε σύγκριση με τις σύγχρονες γκέι γυναίκες δεν προέκυψε πρώτη φορά από την Νικάνδρα. Η Ευγενία, όταν μου περιέγραφε τη ζωή στο μπαρ Mexico, μου μιλούσε για τις ελάχιστες θηλυκές γυναίκες που εμφανίζονταν εκεί και για την ερωτική δίψα των μπουτς που περίμεναν πώς και πώς κάποια από αυτές να εμφανιστεί. Η Μάγδα λέει «παλιά ήταν όλες νταλίκες» και η Σόνια βλέπει μέσα στην Οδύσσεια το «βαρύ πυροβολικό» και όχι τα «γυναικάκια» που αναφέρει η Λένα. Αυτή η τάση, να θεωρείται η λεσβιακή ανδροπρέπεια ξεπερασμένη, οδήγησε τη μπαργούμαν και τη φίλη της ένα βράδυ σε ένα μικρό λεσβιακό μπαρ στο Γκάζι, να μην αναγνωρίσουν τη συνοδό μου ως νεαρό αγόρι. Αυτό συνέβη όσο εγώ μιλούσα με την ιδιοκτήτρια του μαγαζιού η οποία σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί θηλυπρεπής, εκτός, ίσως, από το γεγονός των μακριών μαλλιών της. (Όλα τα παραδείγματα από το βιβλίο: Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022).

Got a better definition? Add it!

Published

Σχήμα λόγου στο στρατιωτικό σλάνγκι για να πούμε οτι κάποιος ωρίμασε με τη βία η συνετίστηκε μετά απο αλλεπάλληλα καψώνια.

Την είχε δει μάγκας ο κοντός άλλα ο λόχας των έχωσε στις καλλιόπες και τελικά έστρωσε χαρακτήρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αμπέλι που δεν έχουν περιφράξει κι απ'όπου μπορεί ο καθένας να μπαινοβγαίνει και να κάνει ο,τι θέλει. Να κλέβει αμπελόφυλλα, σταφύλια κι ο,τι άλλο βρει. Αναφέρεται σε ανθρώπους που εγκαταλείπουν την ιδιοκτησία τους και δεν τη διαχειρίζονται με αποτέλεσμα να γίνεται βορά εισβολέων. Κατ' επέκταση σε ανθρώπους που δεν τους ενδιαφέρει να διαχειριστούν τίποτε, ούτε και την ίδια τη ζωή τους ακόμη γιατί βαριούνται που τη ζουν και πάντα βρίσκουν μια βολική, ισχυρή και αδιάσειστη γι'αυτούς δικαιολογία για το ότι έχουν καταντήσει τη ζωή τους ξέφραγο αμπέλι και δεν τους νοιάζει πως να ζουν. Μοίρα όλων αυτών των καταστάσεων η ερημιά, η κατάντια, η καταστροφή. Ένα ξέφραγο αμπέλι είναι μίζερο πράμα που το'χει γεννήσει ένα πιο μίζερο, ακοινώνητο και κομπλεξικό μυαλό που ωθεί τα ίδια τα σέα και τα μέα του στην εγκατάλειψη, λόγω ανικανότητας αυτοδιαχείρησης και αυτοελέγχου. Συχνά οι ίδιοι ανίκανοι για διαχείριση είναι αυτοί που συνειδητοποιούν την κατάσταση αυτή που οφείλεται σε κείνους, μόνο και μόνο για να μπορούν να την κριτικάρουν έντονα και να την αποστρέφονται για να'χουν κάτι να κλαψουρίζουν, βρε αδερφέ και να ικανοποιούν την έμφυτη κλαψομουνίαση και κακομοιριά τους. Ζητάνε έτσι κηδεμόνες για τη διαχείρισή της και αυτών των ίδιων και να απαλλαγούν από το βάρος των ευθυνών του ξέφραγου αμπελιού που δεν είναι άλλο από τον εαυτό τους. Ποιος νοήμων άνθρωπος εγκαταλείπει το ένα και μοναδικό του χωρίς να έχει βρει κάτι άλλο, καλύτερο; - εκτός κι αν πάσχει από το αμάρτημα της οργής και στρέφεται κατά των εντέρων του, τρώγοντας τα λύσσακά του. Το ξέφραγο αμπέλι ή αλλάζει ή βουλιάζει, mes amis. Tschüss!


1. "Κοίτα τα εδώ τα σκουπίδια... Έχουν πνίξει τη φιλοσοφική και το αεροδρόμιο της Ζακύνθου... Ξέφραγο αμπέλι εδώ, ξέφραγο αμπέλι παντού, όλη η χώρα!"
2. "Τη μια είναι ο Τάκης, την άλλη είναι ο Μάκης, την άλλη θα είναι ο Σάκης; Τί θα γίνει στη ζωή σου, μωρή, με τόσους γκόμενους να μπαινοβγαίνουν; Ξέφραγο αμπέλι την έχεις καταντήσει... Μην απορήσεις αν βρεθείς σε κάνα χαντάκι μ'όλους αυτούς τους άχρηστους που μπλέκεις...

ψυχοπάθεια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος που δίνει την αίσθηση της απλυσιάς, ακατάστατος, απρόσεκτος, αγενής και κάπως μειωμένης ευφυίας.

Θες σοβαρά να καλέσουμε και τον μουντρούχαλο στο σπίτι μας;

Αφού πήγε ο μουντρούχαλος στην τουαλέτα τώρα πρέπει να την απολυμάνω...

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που καθυστερεί να κάνει κάτι. Ο κουσκουτεύων δηλαδή.

Είναι πολύ κουσκούτης αυτός, δεν πάει να φτιάξει τα δόντια του.

Σταμάτα να κουσκουτεύεις, θα αργήσουμε για την έξοδο μας.

Got a better definition? Add it!

Published