Πιο μαγκιόρικη εκδοχή για τα χύσια και ό,τι αυτά συνεπάγονται.

  1. Φιλικο στην Τουμπα,ΠΑΟΚ-Αρης....εχει παει στα ασπονδυλα ο Αλεξανδριδης και σε καποια φαση ακουγεται το απιστευτο.........«Κοντε...@ρχιδι...μισο χυσιδι»

  2. Γιατι ανφολο μωρη...Πηγε το χυσιδι στα ματια σου;

  3. Α!!! και κατι αλλο κατούρα και λίγο, δεν μπορουμε αλλο χυσιδι !!!

(Από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως συναντάται ως "τα χυσίδια": Το σπέρμα, συνήθως μεγάλης ποσότητας, εκτινασσόμενο σε ακανόνιστες αποστάσεις, το οποίο προκαλεί μορφασμούς έκπληξης και ηδονής στην ερωτική σύντροφο που το υποδέχεται, συνήθως, με σφιχτά, κλειστά μάτια.

- Έριξα κάτι χυσίδια χτες στη μάπα της Έλενας που ήταν όλα δικά της!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

χυσοβολή, χυσοβόλι

Η κατά βούληση εκτόξευση σπερματορουκετώνε.

- ρε τραβατε και οι δυο σας μην σας ριξω καμια χυσοβολη που λετε οτι πληρωσατε εμενα.. :zfuck: τους πολιτικους πληρωνετε στρακι... (δώθε)

- Για να μην βγω έξω και γαμήσω το σάψαλο εριξα την έτοιμη απο νωρίς χυσοβολή μου και πήγα για άλλα. καλή διάθεση γενικότερα το καυλακι με τα ωραία ματια... (κείθε)

- ΑΥΤΗ Η ΠΟΥΤΑΝΙΤΣΑ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΧΥΣΟΒΟΛΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΠΡΟΓΕΝΝΗΜΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΤΗΣ ΑΚΟΥ ΕΚΕΙ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΔΟΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΚΕΜΑΛ ΑΤΤΑΤΟΥΤΚ... (φωνακλάδικο χυσαυγό, παραδίπλα)

Ιαπωνιστί: το μπουκάκι.
Προς το λυρικότερο: το χυσοβρόχι.

Εκ των χύσια και βάλλω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπέρμα, τα φλόκια που παρομοιάζεται με γάλα, καθώς ο πέοντας αρμέγεται.

  1. και μολις μπει η γρια πετα της το χυσογαλο εξω... (εδώ).

  2. Μου είχε πει ότι τα ήθελε μόνο στα βυζιά και όχι στη μάπα, αλλά στην κρίσιμη στιγμή έκανα προσποίηση κι έφαγε το χυσόγαλο στη μούρη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεύκα. Κατά την περίοδο της Άνοιξης, όταν αρχίζει να ανθίζει, η λεύκα αναδίνει αυτή την περίεργη μυρωδιά που παραπέμπει σ' αυτήν του (ανθρώπινου) σπέρματος, μαζί βέβαια με το άθλιο χνούδι που κολλάει στα παρπρίζ και τα κάνει χάλι μαύρο.

Συνήθως το λήμμα απαντάται στον πλυθηντικό, τα χυσόδεντρα.

Στάθη τι να πω κι εγώ, που απέναντι απ' το σπίτι μου είναι ένα σχολείο, όλο με χυσόδεντρα περιμετρικά. Με πιάνει αναγούλα κάθε πρωί...

(από Khan, 24/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χύσια-Θήκη: η γυναίκα που παραδόξως αφήνει έναν άντρα να χύσει μέσα της (συνήθως στην πίσω πόρτα).

Επίσης η γυναίκα που καταπίνει τα χύσια κατά την διάρκεια της πίπας.

Αλλά και η γυναίκα που όταν θέλει σεξ θυμάται τους πρώην (μάλλον γι 'αυτή την περίπτωση χρησιμοποιείται άλλη έκφραση, εκτός από πουτανάκι).

- Ρε με πήρε τηλέφωνο η τάδε, πολύ πιπατζού αλλά και χυσοθήκη, δεν αφήνει τίποτα, τα καταπίνει όλα'!

- Μαλάκες κάθεστε; Χθες έχυσα μια γκόμενα.''
- Έλα ρε, τι μας λες! Και 'γω νόμιζα ότι χύνουν μόνο οι μπαμπουίνοι...«
- Όχι ρε, μέσα στο μουνί''
-...Μπράβο μαλάκα, θα σε δούμε στα βαφτίσια''

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα τελειωμένη (και των δύο φύλων) που γαμιέται με όλους και τα πίνει όλα, χάπια, ουίσκια και κόκα κόλα. Χρησιμοποιείται κυρίως ως βαριά βρισιά-προσβόλα, αλλά ενίοτε πανηγυρίζεται σε καυλο-ιστοριούλες ή παστικούς διαλόγους όπου πρέπει να εξαρθεί η ολοκληρωτική αυτοπαράδοση του ερωμένου /-ης.

  1. Καθολου οξυμωρο, ειναι ζωη αυτη να σε χρησιμοποιουν τοσα ατομα σα χυσοκανατα; Οπως ειπα και πιο πριν, γαμησι, φαι, υπνος, αυτη ειναι η ζωη τους.
    μπράβο ;)
    αισθάνονται όμως όμορφα μέσα στην αθλιότητά τους! (Εδώ).

  2. α ναι τον θυμαμαι αυτον...αλλος ενας ηθοποιος «εναλλακτικος εραστης» για «σκεπτομενες» γκομενες που πακετο με τον μουζουρακη προσπαθουσε να πασαρει το λαμπρακοκαναλο πριν κατι χρονια...κανει ταιριαστο ζευγαρι με την χυσοκανατα του κομματικου σωληνα που παντρευτηκε.... (Εδώ).

  3. 23 χρονος, άτριχος, ψάχνει άγριο και σκληρό επιβήτορα για να με κάνει χυσοκανατα του !!!!
    Πάνω απ όλα όμως ψάχνω για αισθήματα !!! (Εδώ).

(από Khan, 09/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξαδέλφη της Τατιάνας Πηγαδομούνοβας, πάει σόι το βασίλειο.

Που καταπίνει τα φλόκια και τον αφήνει πεντακάθαρο.

- Έμαθα ότι ο Γιώργος παντρεύεται ξανά.
- Ναι, μια χυσοκαταπίνοβα.

(από Khan, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άντρας ή γυναίκα που έχει (ή θεωρείται ότι έχει) σεξουαλικές σχέσεις ως "παθητικός" ερώμενος-η με πάρα πολλούς εραστές, οπότε θεωρείται ότι χρησιμεύει απλώς ως σκεύος ηδονής και ως τόπος εγκατάθεσης σπέρματος, χωρίς να έχει κάποια άλλη ενδιαφέρουσα ανθρώπινη ποιότητα. Χρησιμοποιείται και ως γενική σεξιστική βρισιά. Συνώνυμα: χυσοκανάτα, σπερματοκανάτα, χυσαποθήκη. Αγγλιστί: cum bucket, sperm bucket.

Καλά με τη Τζένη βρήκε να κάνει σχέση; Αυτή είναι ο χυσοκουβάς όλης της Φιλοσοφικής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ξέψωλη γιαουρτομούνα λουλού της συνομοταξίας lugretia recumbens. Άκρως προσβλητικός σεξισμός.

Βλ. και στα μπούτια τα γιαούρτια.

- Τζους μωρή λεχρόλα χυσολουλού!
- Νέκρα και κασίδα, σαβουρομπινέ!

Got a better definition? Add it!

Published