Καβλόρδα, η (ουσ.). Η ξαφνική υπέρτατη πείνα που κυριεύει ένα θηλαστικό μόλις αντικρύσει ή συλλογισθεί τον πραγματικό ή δυνητικό ή φανταστικό σύντροφό του. Η παρουσία φαγητού είναι προαιρετική.

- Παίρνω άδεια από τη μονάδα, γιατί τρεις μήνες είχα να τη δω. Μου γύρισε το μάτι από την καβλόρδα. Δεν ήξερα αν ήθελα να την πηδήξω ή να τη φάω.

- Και σκάει η Βεατρίκη με χειροπέδες και νουτέλα.
- Πω ρε φίλε, καβλόρδα!

- Έβλεπα στον ύπνο μου τη Λέα Σεϊντού να τρώει παγωτό ξυλάκι και με είχε πιάσει μια καβλόρδα, πού να στα λέω.

Got a better definition? Add it!

Published

Άτομο που δεν είναι σαφώς ομοφυλόφιλο, αλλά ψάχνει τον σεξουαλικό προσανατολισμό του και είναι περίεργο για αποκλίνουσες εμπειρίες. Από την αγγλική λέξη inquisitive.

Το μπαρ μάζευε γκέι, λεσβίες και ινκουίζιτιβ άτομα.

Got a better definition? Add it!

Published

κρόδομα / μόλος / καγιά

Άλλη μια τριάδα λέξεων από την ντοπιολαλιά της Κύθνου, σχεδόν ταυτόσημες αυτή τη φορά, που δείχνουν τις βασικές επιρροές της. (Δες λήμμα συνεικάζω).

Σημαίνουν και οι τρεις πέτρα.

Το κρόδομα σημαίνει μεγάλη πέτρα, αγκωνάρι. Χρησιμοποιείται σαν βασικό δομικό στοιχείο σε τοίχους από ξερολιθιά. Πιθανή ετυμολογία από το άκρον+δόμος (Δες εδώ) Η εναλλακτική ετυμολογία άκρον+δώμα (που αλλάζει την ορθογραφία σε κρόδωμα) είναι λιγότερο πιθανή, κατά την άποψή μου.

" Έλα να κουβαλήσουμε ετούτο το κρόδομα. Θέλω να το βάλω στη γωνιά, για να δέσει ο τοίχος."

Ο μόλος, εκτός από την κοινή σε όλη την Ελλάδα έννοια της προκυμαίας, στη Θερμιώτικη ντοπιολαλιά σημαίνει πέτρα, μικρότερη σε μέγεθος, που μπορούμε να την πετάξουμε. Πιθανή ετυμολογία από το ιταλικό molo (Δες εδώ)

Ρε συ ο γέρος έχει απολωλαθεί! Πήα ψες στο κελί να δω ήντα κάνει και μ' έβαλε με τσι μόλους!

Το κελί είναι αγροικία από ξερολιθιά, και η έκφραση "μ' έβαλε με τσι μόλους" σημαίνει "με πήρε με τις πέτρες".

Τέλος η λέξη καγιά σημαίνει μεγάλη πέτρα, βράχος και προέρχεται από το τουρκικό kaya εδώ.

"Ρε το πούστη! Σήκωνε κάτι καγιές, πιο μεγάλες από δαύτονε, σα νάτανε σύκα! Και τσε πετούσε κι όλας μακριά. Εκατό νοματαίοι δε τόνε κάνανε ζάφτι! Ε ρε και να τον είχα να μου κουβαλεί πέτρες! Θά 'χτιζα ούλες τσι βουλιάχτρες μονήμερα!"

Έτσι περιέγραψε κάποιος συμπατριώτης μου τη δεκαετία του '60, την πρώτη ταινία με το "Μασίστα", που είδε σε σινεμά της εποχής, σε κάποιο ταξίδι του στην Αθήνα. Οι ταινίες αυτές, γυρισμένες στα στούντιο της "Τσινετσιτά" έκαναν θραύση την εποχή εκείνη. Αμφιβάλλω όμως αν οι "ηρωες" με τα φουσκωμένα μούσκουλα θ' άντεχαν, έστω για μερικές βδομάδες τη σκληρή ζωή του αγρότη, που είχε τόσο εντυπωσιαστεί από τον τρόπο που πέταγαν τους χάρτινους ογκόλιθους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουτσότριχας είναι κάποιος ο οποίος θέλει τα πάντα να είναι στην εντέλεια και η παραμικρή απόκλιση από αυτό που θέλει έτσι όπως το θέλει του προκαλεί άγχος και εκνευρισμό.

1) - Ο άλλος ήθελε μίση ώρα να φτιάξει τα μαλλιά του πριν βγει και νευρίασε επειδή δεν καθόντουσαν όπως τα ήθελε...
- Πόσο πουτσότριχας ρε φίλε.

2) Ο άλλος ο πουτσότριχας χτες έκανε ολόκληρο θέμα γιατί άφησα το ποτήρι στον πάγκο και δεν το έβαλα στο πλυντήριο των πιάτων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία χρησειμοποιείται για να δηλώσει το γεγονός ότι η εργασία η οποία επιτελεί κάποιος , αν και μπορεί να έχει ένα ακόμα και μεγάλο , βαθμό δυσκολίας δεν απαιτεί πολύ πνευματική προσπάθεια.Συνήθως χρησιμοποιείται σαν απάντηση στην ερώτηση '' Πως πάει η δουλειά ''

Έπιασε ο γιος μου δουλειά , λέει ότι κουράζεται , αλλά , εντάξει δε στέλνει και πύραυλο στη Σελήνη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στοματικός έρωτας που γίνετε σε άνδρες με μικρό μήκος πέους που κυμαίνεται στα 2-5 εκατοστά και φθάνει έως το εσωτερικό των χειλιών της κοπέλας.

Ο φαραώ πάλι μου ζήτησε τιπθρόου, πάλι καλά που βρήκα εκείνους τους μπασκετμπολίστες και μου τον κάρφωσαν λιγό γιατί βαρέθηκα το κοφτό μακαρονάκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα εδώΠχ:Περίμενα στο μετρό και πέρασε ένας τύπος που κοίταζε με ένα χαμένο βλέμμα τόσα έντονα και έλεγε κάτι ακαταλαβίστικα που άρχιζα να κριπουλιάζω και σηκώθηκα κι έφυγα

Η συναισθηματική κατάσταση στην οποία περιέρχεται κάποιος εξαιτίας ενός προσώπου ή ενός περιστατικού που περιέχει στοιχεία ικανα να προκαλέσουν φόβο/άγχου/αμηχανία

Got a better definition? Add it!

Published

Το αγορέ σβάκι, από το γαλλικό femme garçon, που είναι στα γαλλικά το αντίστοιχο του αγγλικού τομ μπόι.

Είμαι φαμ ο γκαρσόν, ένα κορίτσι που μοιάζει να νιώθει λίγο σαν αγόρι και αγαπάει κάποια κορίτσια. Θαυμάζει κάποια κορίτσια, που είναι τελικά κορίτσια, η δασκάλα μου θα συμφωνούσε. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 183).

Got a better definition? Add it!

Published

Οποιοδήποτε υλικό αγαθό αποκτά μια γυναίκα με την χρήση των φυσικών της χαρισμάτων, ιδιαίτερα δε όταν το καταφέρει ξελογιάζοντας κανέναν φραγκάτο γερομπισμπίκη.

- Φίλε είδες αμαξάρα η Μαρία η βυζού;
- Ναι είδα, της αγόρασε το χούφταλο που τραβιέται, είναι αιδοιοκτησία της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φλυαρώ ακατάσχετα για άσχετα ζητήματα ή ελάσσονος σημασίας

πχ. Η μάνα μου σπαμάρει στα αφτιά μου όλη μέρα

Got a better definition? Add it!

Published