Το κατοικίδιο ζώο το οποίο καταφέρνει να σε χωρίσει από τον γκόμενο ή την γκόμενά σου… Αυτό βέβαια δεν είναι και πάντα κακό.

- Οπότε λέει η Φανή «Ή ο σκύλος ή εγώ!»... Ευτυχώς που υπάρχει το χωριστρίδιο κι είμαι ακόμα ελεύθερος φίλε.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωριστρούλα αποκαλούμε διακριτικά το κενό ανάμεσα στα μπροστινά δόντια ή αλλιώς κοπτήρες.

Πω, σκάω χτες σουπερμάρκετ και βλέπω ένα θεόμουνο στις σερβιέτες, χώνομαι τάχιστα, και κει που της πιάνω την πάρλα πάει να μιλήσει και βλέπω μία χωρίστρα-καιάδα. Σπύρος Λούης έγινα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η λέξη χωριό στην κυπριακή διάλεκτο.

— Τάκη πού πας σήμερα;
— Πάω χωρκόν οικογενειακώς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(άκλ.) Ο χώρος. Λογοπαίγνιο με τις λέξεις χώρος και horror (αγγλ.: τρόμος, φρίκη). Μαθηματικό χούμορ.

Τα Μαθηματικά, από καθαρά φορμαλιστική άποψη, πραγματεύονται πάντοτε χώρους, ή αλλιώς δομές, σύνολα πάντως από πράγματα, τα οποία σχετίζονται μεταξύ τους είτε με απλούς είτε με φρικιαστικά πολύπλοκους τρόπους. Η δεύτερη κατηγορία μάλιστα έχει τέτοιο εύρος, που στην πιάτσα θ' ακούσεις να λεν ότι έτσι παίρνουν οι περισσότεροι χώροι τ' όνομά τους: προστιμήν δηλαδή του ανθρώπου που τρελάθηκε πρώτος, όταν τους βρήκε και τους μελέτησε. Πρώτος, μα όχι και τελευταίος...

Ευκλείδης λοιπόν και Μινκόβσκι, και Χίλμπερτ και Μπάναχ και Σομπόλεφ, και Κολμογκόροφ και Φρεσέ και Χάουσντορφ και Τιχόνοφ, καί καί καί —μα τί λεμε τώρα, εδώ κοτζαμάν πολωνικό έθνος έχει βογκήξει κάτ' απ' το αφύσικο βάρος αυτού που είν' εκεί, εσύ όμως δέν το βλέπεις (αυτό είναι σχήμα λόγου για τα μαθηματικά).

Κι' αν ποτέ —κούφια η ώρα που διαβάζει— ακούσετε για «χώρο vikar» στα μαθηματικά, μη με κλάψτε, αλλά να φέρνετε τσιγάρα, κάπου εκεί στο Άρκαμ θα μ' έχουνε, πιστεύω πως ξέρω και πού, τρίτη πόρτα κάτω, τρίτη κόμμα πρώτη τέταρτη πρώτη πέμπτη ένατη, δεύτερη έκτη πέμπτη τρίτη πέμπτη, όγδοη ένατη έβδομη ένατη τρίτη, και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά, εις τους αιώνας των αιώνων, αατά.

– Δίνω μεθαύριο γραμμική άλγεβρα κι' έχω καραφρικάρει ρε φίλε. Τί σκατά είναι διανυσματικός χώρος ακόμα δεν έχω καταλάβει. Κοιμάμαι κι' ονειρεύομαι βαθμωτά να με κυνηγάν με τόξα και να μου πετάν διανύσματα ντουγρού για την καρδιά...
– Και σε πετυχαίνουν;
– Αμέ, πού και πού. Να, δες εδώ...
– Πό ρε φίλε μου, είσαι και πρωτοετό. Πού να κάνεις και συναρτησιακή ανάλυση να δεις τι εστί χώρορ... Εκεί τον λένε Μπάναχ...

O  χώρος ... ο χώρος ... (από Vrastaman, 31/05/09)(από jesus, 18/08/09)(από BuBis, 19/08/09)Υπερβολικός χώρορ... (από vikar, 30/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωροφυλακίστικα αποκαλούνται οι προσεγγίσεις, συμπεριφορές και εξουσιασμοί που χαρακτηρίζονται από, αυθαιρεσία, ετσιθελισμό, πατερναλισμό, αμβλύτητα πνεύματος, κουτοπονηριά και αλαζονεία τ. «ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;»

Συχνά εκφέρεται με τσι μορφές:

Παλαιότερα χρησιμοποιείτο κυρίως ως πολιτικό μπινελίκι, δεδομένου ότι η αλήστου μνήμης Βασιλική Χωροφυλακή ήταν χρεωμένη με την καταστολή της αριστεράς.

  1. «Φλόρος» είναι μια παλιά μάγκικη λέξη που σημαίνει μαμμόθρεφτο. Ήταν εκείνα τα παιδιά που είχαν πάντα χαρτζιλίκι και ξηγιόνταν χωροφυλακίστικα. Τώρα είναι αυτοί που λένε «μη μου τη λες» (μη μου τη βγαίνεις) ή «έγινε της Πόπης», ή «αχταρμάς» ­ λέξη που προέρχεται από μέθοδο ειδικής κλοπής στα πεζοδρόμια, κ.λπ. (Ηλίας Πετρόπουλος, ΤΑ ΝΕΑ, 26/01/1998)

2.
Φιλαρακο τα χωροφυλακιστικα του τυπου «δεν ξερεις σε ποιον μιλας» αστα

3.
Είναι τόσο επιδερμικά και χωροφυλακίστικα τα μέτρα της κυβέρνησης που, παρά το γεγονός ότι έχουν τη ρητή συναίνεση μεγάλου κομματιού του ΠΑΣΟΚ, είναι πολύ δύσκολο να επιτύχουν την ανοχή της κοινωνίας.

4.
Ομως η ηγεσία του υπουργείου δεν λέει να προχωρήσει λίγο πέρα από τη χωροφυλακίστικη τεχνολογία του χτυπήματος της κάρτας. Αν οι υπάλληλοι έλυναν σταυρόλεξα δεν την πειράζει. Αρκεί να ήσαν παρόντες. Αν έπαιζαν πασιέντζες στον υπολογιστή, τόσο το καλύτερο γι’ αυτούς. Θα έπαιρναν και το ελληνικής εμπνεύσεως «επίδομα υπολογιστή»

5.
Ο θάνατος του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου (6-12-2008) πέρα από τη θλίψη, τον πόνο, και την οργή που είχε γεμίσει την Ελληνική κοινωνία, σηματοδότησε το τέλος μιας κακής περιόδου της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς ήταν η αιτία να αποκαλυφθεί πλήρως η «Χωροφυλακίστικη μέθοδος συγκάλυψης» (η κουτοπονηριά) που εφάρμοζε απερίσκεπτα επί χρόνια σε παρόμοιες περιπτώσεις, η εκάστοτε φυσική και πολιτική της ηγεσία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καλά δικτυωμένος σε παρεΐτσες, αυτό το αεικίνητο είδος ανθρώπου που ασχολείται με το να χώνεται από δω κι από κει και να καταφέρνει, κουτουλώντας, δουλειές για την πάρτη του ή για άλλους, αποκλειστικά μέσω γνωριμιών.

Ο χωσιματίας συνήθως πατάει στα κάτω σκαλοπάτια, δεν είναι δηλαδή τοπ διαπλεκόμενος. Εξυπηρετεί ως εκ τούτου και τους τοπ, αλλά και τους από κάτω, όσο και τους απ' έξω από το μαντρί, στην περίπτωση που οι τελευταίοι αποφασίσουν να μπουν στο κατεστημένο (βλ. παράδειγμα).

Ο χωσιματίας κάνει τις δουλίτσες του και τα κονέ του στα καφενεία, στα μπαρζ, στα παρτάκια, παντού όπου συχνάζουν οι εκάστοτε στόχοι του.

Όπλα και εργαλεία του κυρίως το μπίρι-μπίρι, αλλά ενίοτε και το σεχ, η γαλαντομία, ο μικροεκβιασμός.

Τα δόντι, τσάτσος, άκρη, βύσμα, κονέ, χαυλιόδοντας, ρουσφέτι, bluetooth κλπ, δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Ο χωσιματίας δεν είναι πχ ακριβώς δόντι, ούτε κάνει ρουσφέτια, είναι ουσιαστικά προξενητής. Οι απολαβές του δεν είναι σπουδαίες και παραμένει ένας ανεπιθύμητος πλην αλλ' όμως απαραίτητος κρίκος της ειδεχθούς αλυσίδας του σύγχρονου (ελληνικού κυρίως) νταλαβεριού.

- Λέω να βάλουμε και την Εύα μέσα στους συντελεστές.
- Απαπα αυτή την μαλάγκω!
- Ναι, αλλά είναι χωσιματίας και θα φέρει λεφτά στο πρότζεκτ χωρίς να κουνήσουμε το δαχτυλάκι μας.

Δες ακόμη: χώστρα, -ατίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν από τον ορισμό που καταχωρήθηκε πιο πριν, ο χωσιματίας περιλαμβάνει και άλλους δύο τύπους ανθρώπων:

  1. Xωσιματίας καλείται το άτομο που τα χώνει, που δεν μασάει τα λόγια του και δεν φοβάται να εξαπολύσει μύδρους ενάντια σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε τον χαλάει, στοχεύοντας είτε σε συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις, είτε γενικότερα και αόριστα, τσουβαλιάζοντας ασύστολα τους πάντες και τα πάντα, ασχέτως με το αν έχει δίκιο ή άδικο.

  2. Στην φανταρική ιδιόλεκτο, xωσιματίας καλείται ο στρατιώτης που αγγαρεύει άλλους, δηλ. που χώνει κόσμο, για την εκτέλεση μίας υπηρεσίας ή μίας εργασίας εντός ή εκτός στρατοπέδου. Αυτό συμβαίνει είτε λόγω ανάγκης (π.χ. μία αρρώστια), είτε συχνότερα, λόγω γνωριμίας - κολλήματος - τακιμιάσματος - συγγένειας, ενίοτε δε ακόμη και απλά εντοπιότητας, με τους εκάστοτε επιλοχίες, αξιωματικούς - υπαξιωματικούς.

Πρέπει επίσης να τονιστεί πως ο χαρακτηρισμός του χωσιματία πιάνει εξίσου και τους βαθμοφόρους του Ε.Σ., οι οποίοι δεν διστάζουν να χώσουν τόσο στρατιώτες, όσο και κατώτερους στην ιεραρχία βαθμοφόρους. Είναι δε πάγια τακτική η μετακύλιση του χωσίματος στις κατώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας, φαινόμενο που κυριαρχεί επίσης και σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της πολιτικής και επαγγελματικής ζωής.

  1. Τελικά ο Ριζοσπάστης το παίζει «χωσιματίας» και η Λιάνα «τους» ξεπλένει: [NEMECIS, συνεντεύξεις, (όχι τυχαίες) – τεύχος Φλεβάρη 2010] με τους χαρακτηριστικούς τίτλους «Α. Λοβέρδος: Είμαστε στο χείλος του γκρεμού» και «Κατερίνα Μπατζελή: Δεν είμαι πολιτικός των δογματισμών». (Εδώ)

  2. Θεωρώ ότι η οποιαδήποτε δουλειά πρέπει να γίνεται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ό,τι δουλειά και να είναι, ακόμα και ο στρατός. Αλλιώς, δεν υπάρχει νόημα να κάνεις το ο,τιδήποτε. Ο τεμπέλης στο στρατό, είναι τεμπέλης και στη ζωή του. Ο βυσματίας στο στρατό είναι βυσματίας και στη ζωή του. Ο χωσιματίας του στρατού χώνει συναδέλφους και στην προσωπική ζωή. Αυτό το συμπέρασμα ισχύει πάντα. (Πιο' δώ)

Δες ακόμη: χώστης, χώστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εκτέλεση εργασίας που είτε δεν εμπίπτει στις υποχρεώσεις σου είτε δεν θέλεις αλλά αναγκάζεσαι να την κάνεις. Πολλές φορές επιλέγεις να την κάνεις γιατί αποβλέπεις σε απώτερα οφέλη (βλ. δεύτερο και τρίτο παράδειγμα)

Συνήθως χώσιμο προκαλούν οι:

  • Προϊστάμενοι,
  • Βύσματα και βαθμοφόροι στο στρατό,
  • Συγγενείς,
  • Γκόμενες

Τελευταία με την άνθηση των Νοτιοαμερικανικό σαπουνόπερων χρησιμοποιούνται και κάποια κύρια ονόματα που περιέχουν το πολύ κοινό ισπανικό όνομα Χοσέ. Π.χ. Χοσέ Αρμάντο, Χοσέ Γκαρσία, κ.α.

  1. - Άσε ρε μαλάκα έφαγα χώσιμο από τον προϊστάμενο να του πάρω τα ρούχα από το καθαριστήριο.

  2. - Έφαγα χώσιμο την Κυριακή να πάω τη γιαγιά στο χωριό. Αλλά που θα πάει θα ψοφήσει και το πάρω το διάρι στο Χαλάνδρι.

  3. - Μου ρίξε χώσιμο η Τούλα να πάμε να δούμε χαζογκομενοταινία. Τι να της κάνω που έχει ένα στόμα όλο μέλι...

  4. - Χοσέ Αρμάντο λέμε... Διπλή σκοπιά την Κυριακή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει και γαμήσι. Εξού κι όταν μας χώνουνε δεν το χαιρόμαστε καθόλου (νταξ, υπάρχουν κι εξαιρέσεις).

Εξάλλου ήδη στο σάη τονίζεται η έννοια «γαμώ» του «χώνω».

Κυριολεκτικά είναι το μπήξιμο / θάψιμο στη γη. Η κάλυψη με χώμα.

Το πρόσθεσα περισσότερο για την έκφραση: «Καλές χωσές», που σημαίνει «Καλά γαμήσια» κι είναι βέβαια ευχή (δηλαδή αν το πεις σε φαντάρο, του εύχεσαι να γαμήσει κι όχι να γαμηθεί στο χώσιμο - με τη μεταφορική έννοια).

Να μην μπερδεύεται με το χωσιά, που σημαίνει επίθεση μετά από ενέδρα.

Σάββατο είναι, οπότε σας εύχομαι όλους: - Καλές χωσές!!! Αλάνιααα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας πρόσθεσαν εμβόλιμη δουλειά και ειδικότερα δουλειά που δεν γουστάρουμε και τόσο. Μας χώσανε να κάνουμε υπερωρίες, μας φάγανε την άδεια .

Στη δουλειά:
- Γατί τρέχεις έτσι ρε Μήτσο;
- Άσ' τα, αρρώστησε ο συνάδελφος που βγάζαμε μαζί τη δουλειά και με έχουνε χωσίμπα εδώ και τέσσερις μέρες.

Λογοπαίγνιο με τα πούρα κοχίμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified