Ιδιαιτερότητα στο DNA. Συναντάται κυρίως σε φύλα της νοτίου Ελλάδος ΣΥΝΗΘΩΣ γένους αρσενικού, όπως σε αυτά της Κρήτης κυρίως, αλλά και της Μάνης λιγότερο. Το λεβεντογονίδιο προσθέτει στο άτομο που το κατέχει την απόλυτη υπερβολή στα ΠΑΝΤΑ, αλλά κυρίως.:

-Λεβεντιά και πρωτιά: Κυρίως στην πεντοζάλη και σε άλλες λεβέντικες συνήθειες.

-Δύναμη: Ο έχων το γονίδιο συχνά θα καυχιέται για το πόσα τσουβάλια ελιά σήκωσε με τη μία ή πόσα σακιά ΤΙΤΑΝ των 50. Εξαίρεση αποτελούν οι μεγαλύτερης ηλικίας οι οποίοι καυχιούνται ότι την πρώτη τους κήλη την έβγαλαν στην ηλικία των 6 χρονών.

-Γνώση για τα πάντα: Συνοδευόμενο από το γνωστό και μη εξαιρετέο "εγώ θα σου πω ή εμένα άκου".

Πώς θα τους αναγνωρίσεις;

-Η στολή των ατόμων αυτών, περιλαμβάνει μαύρο πουκάμισο και παντελόνι, σε κάποιες περιπτώσεις μποτικό σε ίδιο χρώμα, ΠΑΝΤΑ πάνω από το παντελόνι. Τα λεγόμενα και στιβάνια. Στις ιστοσελίδες των συγκεκριμένων ατόμων θα βρεις 8 εκατομμύρια φωτογραφίες της Κρήτης από χάρτη, από δορυφόρο, από τους ίδιους, από σουβενίρ μαχαίρι κ.α. οι οποίες θα συνοδεύονται από μαντινάδες για το πόσο ωραίος είναι ο τόπος τους και πόσο τους λείπει, Παναγίες, Καλασνικοφ στημένα σε ντουβάρι χιαστί και γενικά μια συνεχόμενη κούραση, επίδειξη και φασαρία.

-Το αυτοκίνητό, εαν ο έχων το γονίδιο είναι ντόπιος, θα είναι κάποιο πανάκριβο πικ απ με καγκελοσωλήνα και σκύλο ΜΟΝΙΜΑ φορτωμένο στην καρότσα, 5αρι φιμέ τζάμι και ανάρτηση. Εαν είναι ετεροδημότης, θα οδηγεί κούρσα δεκαετίας, με αυτοκόλλητο την Κρήτη σε περίοπτη θέση, σαρίκι στον καθρέφτη και τέρμα στο κασετόφωνο παραδοσιακά άσματα για αγάπες, ΕΚΑΜ, σφαίρες και λοιπές λεβεντομαγκιές του τόπου.

-Ρε συ... Τί καρούμπαλος είναι αυτός ο Χρήστος? Μας έχει "φάει" πια με την Κρήτη. Τί ωραία έθιμα και πόσο ωραίες θάλασσες και πόσο ωραίο φαγητό... -Ναι μωρέ, άστους να λένε... Έχουν το λεβεντογονίδιο εκεί κάτω.

Got a better definition? Add it!

Published

Τακτικό κάπνισμα μπάφου με σκοπό την επίτευξη νέου ρεκόρ μπάφων που πίνονται σε μία σεζόν.

Πάμε για μπάφκετ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος ένω περπατούσε γλίστρησε και έπεσε.

-Γιατί περπατάς έτσι;
-Γλίστρησα από το χιόνι και έφαγα σάρα!

Σάρα (από nikolaosvlas, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψεύτης. Όταν μιλάει σε μια παρέα, τραβάει την προσοχή, γιατί κανείς δεν πιστεύει τα φίδια που πουλάει.

Λέγεται και φιδέμπορας από ηλικίες άνω των 30.

- Και που λέτε την είχα στα 4... Και δίπλα πέφτουν οι δίδυμοι πύργοι... Ναι ρε φίλε ενώ κάνουμε σεξ! Και σκάει πετώντας απο τον πάνω όροφο ο διευθυντής, που παρεμπιπτόντως ήταν άντρας της!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά αεράτος gay με χαλαρό περπάτημα και απαλό λίκνισμα των οπισθίων. Απαντάται συνήθως με see through ενδυμασίες και απαράδεκτο κόκκινο ή ροζ λουστρινάκι.

Μήτσος: - Κοίτα 'κει μια κουνιστή...
Κίτσος: - Καλά ο τύπος δεν παίζεται. Πουστάρα αραχνοΰφαντη...

(από Khan, 28/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σωστό είναι: τι είναι φτούνα φτού... (αυτούνα αυτού κανονικά)... αυτούνα / φτούνα = αυτά
αυτού / φτού = εκεί

Τι είναι φτούνα φτου που φόρεσες μωρή;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο φίλος, ο γνωστός, ο συγχωριανός.
Χρησιμοποιείται σε τοπικές διαλέκτους.

-Που 'σαι ρε φούλη; Καιρό έχεις να φανείς στο καφενείο...
-Φτιάξε έναν καφούλη και άσ 'τα λόγια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι συνδυασμός του μετά και του αργότερα...

- Θα έρθεις τώρα;
- Όχι. Θα έρθω μετότερα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα διαλύω όλα, τα σπάω, τα κάνω άνω-κάτω.

- Μπήκαν κάτι μπάτσοι στο μαγαζί και τα κάνανε βίδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ψηλή γυναίκα. Λέγεται και ταβανόσκουπα και καμήλα.

Ξαραχνιάστρα ή ταβανόσκουπα λέγανε τη σκούπα με το μακρύ ξύλινο κοντάρι που της βάζανε κι ένα πανί μπροστά και τη σέρνανε στις ακμές των δωματίων ψηλά για να πάρουν τις αράχνες.

- Να του ζήσει η ξαραχνιάστρα του, να τη χαίρεται. Άργησε αλλά ψώνισε από σβέρκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified