μιά χαράδρα προέρχεται από αλλοίωση της έκφρασης 《μιά χαρά》. Χρησιμοποιείται ως απάντηση σε ερωτήματα όπως 《τι κάνεις;》 ή 《πώς είσαι》. Μέσω της έκφρασης αυτής δηλώνει κανείς πως τα νέα του είναι τα ίδια σκατά, τα οποία ο συνομιλητής ήδη γνωρίζει, περνώντας έτσι το νόημα πως τίποτα δεν έχει αλλάξει και πως δεν χρειάζεται να μπει σε λεπτομέρειες. Παρομοιάζεται μέσω της έκφρασης αυτής το βάθος μίας χαράδρας, με το βάθος της 《λακκούβας με σκατά》ή απλούστερα με το βάθος των προβλημάτων στα οποία βρίσκεται ο χρήστης της έκφρασης, εννοώντας έτσι πως η κατάσταση αυτή δεν είναι τωρινή αλλά χρόνια. Συχνά μπορεί να ειπωθεί με το τόνο και το ύφος που λέει κανείς 《μιά χαρά》, μόνο και μόνο για να προσθέθει στο τέλος το 《δρα》, με σκοπό να πιάστει ο συνομιλητής απροετοίμαστος.

-Τι γίνεται ρε μαλάκα, τι κάνεις; - Μιά χαράδρα...

Got a better definition? Add it!

Published

1.Όταν κάποιος λέει ψέματα.

-Ο Γιάννης δε θα έρθει γιατί θα κάτσει να διαβάσει.
- Πάλι τσιμιτσελιάζει ;


2.Όταν κάποιος κάνει το χαζό η ότι δεν καταλαβαίνει εσκεμμένα.


3.Όταν κάποιος κάνει κωλοτουμπα σε μια συμφωνία .

-Είχαμε πει μισά μισά τα τσιγάρα.
- Αυτά μείνανε τώρα ..
- Αντε ρε τσιμιτσέλη

Συνώνυμα : ψεύτης , κωλοτουμπας , παπατζης , τόγιας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

το εξής λήμμα σημαίνει ότι το ατμό που το λεει είναι απασχολημένο ή έχει επιβαρυμμένο πρόγραμμα και του ζητάται να κάνει κατι επιπλέον το οποίο ο ίδιος όμως δεν θεωρεί σημαντικό Δηλαδή το λήμμα εχει την σημαία ότι το άτομο δεν ενδιαφέρεται ή δεν θέλει να κάνει κατι καθώς το θεωρεί ασήμαντο η δεν εχει τον χρόνο για να το κάνει

-Γιώργο να πας σούπερ μάρκετ μόλις τελειώσεις με την δουλειά

-Άσε μας ρε Έλη δεν είχα άλλο παπά στα αρχίδια μου (να πάω)/(θα πάω) και σούπερ τωρα

Got a better definition? Add it!

Published

μαλλιάΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ: άγνωστη, μάλλον προηγ. αιώνωνΡΗΜΑ ΜΠΡΥΛΙΖΩ έκφραση που χρησιμοποιειταί σε περιπτώσεις αγανάκτησης προς τον αναφερομενο οταν δηλαδη εχει κανει μαλακια,γαμιεται, πουστιζει τελος παντων. Προερχεται απο τον λεγόμενο ΜΠΡΥΛΟ.

ΠΧ -Μην μπρυλιζεις ρε μαλακα σε εχω μπανισει γτχς -Μπρυλιζε και του ειπα να φυγει -Ολο μπρυλιζεις ρε Μπρυλο

Got a better definition? Add it!

Published

(Διάλογος μεταξύ Θέιου Σκρουτζ και Ντόναλντ) Θ.Σ.: "Τσακίσου ανιψιέ! Τα νομισματάκια μου θέλουν γυάλισμα!" Ντ.: "Σνορτ!"

Επιφώνημα των Μικυμάου για το θυμό (χρησιμοποιείται αντί για γκρρρ, σγκρουντ).

Got a better definition? Add it!

Published

Υποδηλώνει την κατάσταση κατά την οποία ένας άνθρωπος γίνεται στουπί, λιάρδα, σκνίπα, ζάντα κλπ, δηλαδή πίνει τα πόδια του, εν ολίγης μεθάει από την υπερβολική κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών. Αλλά μεθάει πολύ.

Ρε 'συ! γιατί ο Γιώργος κάνει οκτάρια; τις κάλτσες του ήπιε πάλι; [face palm] δεν είναι να δει οινόπνευμα αυτό το παιδί, αφηνιάζει! πίνει δίχως αύριο!

Got a better definition? Add it!

Published

Υποκοριστικό του φαλάκρα.

-Ε μικρέ δες το μαλλάκι του Μικρέ.
-Χαχα άστα φάλας έγινε.

Got a better definition? Add it!

Published

Υποκοριστικό του καράφλα που χρησιμοποιείται σε μέρη της Βόρειας Ελλάδας

Εκείνος εκεί ο καρίφλας γυαλίζει απο χιλιόμετρα

καράφλα, επίδειξη

Got a better definition? Add it!

Published

Η ιδιαίτερα ευτραφής γυναίκα.

Πήγα να ανέβω με το ασανσέρ αλλά ήταν μια χερσοφάλαινα μέσα και δεν χωρούσε κανείς άλλος. Ανέβηκα με τις σκάλες τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published

Η κουκουβάγια στα αρβανίτικα. Δες και Κουκουμάτσια

Ζουμπουλία: Αντε μαρή κουκουμάφκα

λεζάντα video

Got a better definition? Add it!

Published