Αγγούρι μεγάλου μήκους κυρίως με προέλευση από τα Καλύβια.

Χρησιμοποιείται για να περιγράψεις κάποιον με ασυνήθηστα μεγάλο γενιτικό όργανο

"Πωπω, ο Κοσμάς έχει μια γκρούτζα στο παντελόνι του."

Ξυλάγγουρο "Γκρούτζα" Καλυβιότικο/η.

Got a better definition? Add it!

Published

Η όμορφη, καμαρωτή, καλλίγραμμη γυναίκα.

- Χθες συνάντησα τον Κώστα με την αδερφή του.
- Ναι, την έχω γνωρίσει. Πολύ καλή, φίλε. Αλφαδογκόμενα!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο υπερθετικός βαθμός της καύλας. Συνώνυμα μπορούν να θεωρηθούν το τούμπανο, η υπερκαύλα/ο υπερκαύλας (με β, αν είστε μερακλήδες)

-Ρε συ, το μαράκι δεν είναι δεκαράκι;
-Σκέτο καυλοντάμαρο είναι!

Got a better definition? Add it!

Published

Ή αχαμνοξύστης. Ότι προτιμάτε :)

Ξύνω χαμηλά (κοινώς στα άχαμνα). Είμαι δηλαδή ξυσαρχίδας. Φυσικά, δεν χρειάζεται να είμαι ΔΥ για να τα ξύνω.

Είναι η πιο ευγενική εκδοχή, καθώς δεν περιλαμβάνει το "πρόθεμα" αρχιδ-

Οι φοροχωροφύλακες χρειάζονται ζεστό αίμα (ευρώ) για να πληρώσουν τα δανεικά στα αφεντικά τους, τα χιλιάδες ρουσφέτια, τους δεκάδες χιλιάδες αχαμνοξύστες και τις προεκλογικές σπατάλες της κάθε κυβέρνησης, αλλά μένουν με τα ντουβάρια στο χέρι (βλ. κτήρια Γαβαλά σε Κολωνάκι και Κορωπί (*))

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός:ταπείνωση,περιπαίζω, μειώνω αλλά στην ουσία κατακρίνω σε αρκετά μεγάλο βαθμό.Συνήθως χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ποσό απαξιωτική ήταν η συμπεριφορά σου ή αυτά που είπες σε κάποιον. Η λέξη προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη (σκύβαλον) η οποία χρησιμοποιείται περισσότερο στην κυπριακή διάλεκτο και έχει την σημασία του σκουπιδιού, απορρίμματος.

Παράδειγμα εδώ

Παράδειγμα χρήσεως: Φίλε πολύ χοντρή η γκόμενα σαν μπουλντόζα ήταν η κωλάρα της.

Χαχαχαχαχ φίλε τι σκιβάλιασμα ήταν αυτό.

Ποπο φίλε τον είχαν στήσει στον τοίχο και τον σκιβάλιαζαν, δεχόταν κακεντρεχή σχόλια από παντού.

Got a better definition? Add it!

Published

Εκ του αγγλικού «flex» που σημαίνει «επιδεικνύω» και την ελληνική κατάληξη ρήματος -αρω. Επομένως, σημαίνει καυχιέμαι/υπερηφανεύομαι για κάτι δικό μου και το δείχνω επιδεικτικά σε άλλους.

- Ο Μάνος έκανε τατουάζ και το φλεξάρει συνεχώς μπροστά μας.

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν είσαι τύφλα μετά από κατανάλωση αλκοόλ και χρειάζεσαι σκύλο - οδηγό (ενδεικτικά λαμπραντόρ) για να γυρίσεις σπίτι.

- Φίλε πως περάσατε χθες; έφυγα σχετικά νωρίς.

- Άστα. Τι τις ήθελα τις τεκίλες; Έφυγα με λαμπραντόρ.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κανίβαλος μάγκας. Ο υπεράνω αλήτης της περιοχής ή της παρέας. Αυτός που δεν τον σταματάει τίποτα για να κάνει την οποιαδήποτε "βλαχομαγκιά". Κανίβαλοι λέγονται όλοι όσοι είναι μαύρα σκυλιά στην ψυχή.

''Τα κατάφερες ρε τσέχτη;'' Είσαι μεγάλος τσέχτης

Got a better definition? Add it!

Published

Επιφώνημα γενικής χρήσης που δείχνει ένταση

(1) Αδερφέ εχθές γίναμε ένα μαύρο από τον Μιχάλη πολύ Ούς

(2) Τον σακάτεψε τον Νίκο, του μπήκε πολύ Ούς οταν της παίξαν

(3) Πήρα καινούργια μηχανή ρε πάει τάπα σε λέω πολύ Ούς

(4) Ε Ούς ρε φίλε δεν έχω άλλα λεφτά, τα έχασα στα φρουτάκια

Got a better definition? Add it!

Published

Σταματάω να ανταποκρίνομαι και να δίνω σημάδια επικοινωνίας / ζωής.

Α)
- Που είναι ο Νικολάκης;
- Είναι στο άλλο δωμάτιο, έχει σβήσει.

Β)
- Δεν αντέχω άλλο, πρέπει να κοιμηθώ.
- Γιατί σβήνεις ρε μαλάκα;

Γ)
- Ρε αυτό το παιδί γιατί δεν μιλάει;
- Πραγματικά δεν ξέρω, σβήνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified