Φαντασίωση παραδοσιακών (traditional στα αγγλικά, τραντ στα κομμέ) για μια γυναίκα η οποία θα τηρεί τα κλασικά πατριαρχικά στερεότυπα, ήτοι να κάνει οικιακές δουλειές, να έχει σεμνή εμφάνιση, να είναι χαμηλοβλεπούσα ή κατ' ελπήδα χαμηλοβλεπούτσα στη λογική reject modernity- embrace tradition. Χρησιμοποιείται στους ιδεολογικούς πολέμους των συντηρητικών ενάντια στη woke κουλτούρα. Από το αγγλικό trad wife. Χρησιμοποιείται και ως αυτοπροσδιορισμός από γυναίκες pick me με εσωτερικευμένη πατριαρχία, οι οποίες προβάλλουν τον παραδοσιακό τους ρόλο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ώστε να προτιμηθούν αυτές και οι αξίες τους.

Θέλω μια τραντ γουάιφ που να μην έχει γκέι ως καλύτερο φίλο, να μην έχει τατουάζ, να μην είναι πολιάμορους, ε, και να σιδερώνει και κάνα πουκάμισο. Ζητάω πολλά;

Got a better definition? Add it!

Published

Εθνικό αυτοφαυλιστικό για την Ελλάδα ως μη επαρκώς εκκοσμικευμένο κράτος, όπου δεν έχει δηλαδή επιτευχθεί επαρκώς ο διαχωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος, γεγονός που μάλλον την προσομοιάζει κατά τους χρησιμοποιούντες την έκφραση με -στάν της Εγγύς και Μέσης Ανατολής όπου ο Ισλαμισμός είναι στενά διαπλεκόμενος με τις δομές του κράτους. Το λένε όχι μόνο φιλελέφτ, αλλά κατ' εξοχήν και ελληνοκεντρικοί παγάνες. Επίσης, σε αντίθεση προς τα παρόμοια βυζαντινιστάν, βυζαντιστάν, ορθοδοξιστάν, ρωμιοσυνιστάν, το χριστιανιστάν έχει το χαρακτηριστικό ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να θίξει τον φανατισμό, σκοταδισμό, φονταμενταλισμό και άλλων χριστιανών εκτός Ελλάδας, ακόμη λ.χ. και στις Η.Π.Α. ή σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης.

  1. ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΤΑΝ: 6 εκατομμύρια δολλάρια... η χειροτονία! Φανταστείτε τον πακτωλό του χρυσού που μαζεύουν από το...ποίμνιο! Να χαίρεστε τους τσοπαναραίους. (Επανελληνισμός).
  2. Το Άγιο Φως γιατί έρχεται με τιμές αρχηγού κράτους; Ποιου κράτους είναι αρχηγός, του Χριστιανιστάν; (Εδώ).
  3. Στο "χριστιανιστάν" τα λαμόγια-δημόσιοι υπάλληλοι, που λειτουργούν ως εκπρόσωποι του θεού τους (αλήθεια,έχει ανάγκη χρημάτων ο θεός τους;), που πληρώνονται από τους εν υπνώσει χριστιανόπληκτους φορολογούμενους αυτού του κράτους, δεν τους φτάνουν τα λεφτά που παίρνουν (όπως όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι), απαιτούν και έξτρα μίζα για να τελέσουν τα..."μυστήρια"...! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Είσαι;
- Είμαι.

Από τις πιο σύντομες στιχομυθίες που απαντά κανείς στον προφορικό λόγο. Είναι συντόμευση της ερωταπάντησης - είσαι μέσα; - είμαι μέσα, δηλαδή μετέχω σε μια δραστηριότητα, συμφωνώ και γουστάρω να περιληφθώ κι εγώ.

Μαγκίτικη, κούλικη, αεράτη και ακομπλεξάριστη, ενίοτε επιτακτική στον καιρό της, γιατί τώρα και έχει εκπέσει και έχει χάσει αυτόν τον αέρα άνεσης που είχε κάποτε και είναι συναισθηματικά αποφορτισμένη από τη σημασιολογική ανορθοδοξία της, όπως κάτι αντίστοιχο έχει πάθει η λέξη μαλάκας, που πια είναι νίλα του προφορικού λόγου και υπάρχει εκεί για να γεμίζει τα κενά της έκφρασης όταν δεν έχουμε τίποτε άλλο να πούμε και έχουμε στερέψει από προσφωνήσεις ή περιγραφές καταστάσεων (τί κάνεις, ρε μαλάκα; = «πας καλά, είσαι με τα σωστά σου;», τί κάνεις, ρε μαλάκα; = «πώς πας, είσαι καλά;», έμεινα μαλάκας = «έμεινα άγαλμα, παγωτό, μού 'ρθε πλάγιο, έμεινα ενεός»). Έτσι και το είσαι; είμαι αντικαθιστά το ρήμα της προηγούμενης πρότασης του ομιλητή. Πλέον η έκφραση που το έχει αντικαταστήσει σχεδόν είναι η ψήνεσαι;.

- Πάει ο αδερφός μου στο γήπεδο για εισιτήρια του αγώνα την Κυριακή. Θα του πω να πάρει και για μας. Είσαι;
- Είμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επαναπροσαρμογή της ισορροπίας στα καμπανέλια.

- Ρε μη σακουλεύεσαι σα χλεχλες, βλέπει το παστάκι.. - Άσε τα δικά μου χρειάζονται συχνά ζυγοστάθμιση

Got a better definition? Add it!

Published

Μανιτάρια

Πάμε για μανίτες στο βουνό;

μάζευε χόρτο που θα βρεις και μανίτα που γνωρίζεις

Got a better definition? Add it!

Published

ΕΤΥΜ. < καρα- (τουρκ. α' συνθ. kara- “μαύρη, μεγάλη”) + ποῦτσ(α) (ἀβεβ. ἐτύμου, ἴσως < ἀρχ. πόσθη “δέρμα ποὺ περιβάλλει τὸ πέος”, ἢ < ἰταλ. puzzo “δυσωδία”. Ὀλιγώτερο πιθ. < τουρκ. puç “σχισμὴ γλουτῶν”, ἢ < σλαβ. butsa “προεξοχή”) + -ακλ(α) (μεγεθ. ἐπίθημα θηλυκῶν οὐσιαστικῶν μὲ σκωπτικὴ σημασία) + -αρα (μεγεθ. ἐπίθημα θηλυκῶν οὐσιαστικῶν).

ΣΗΜΑΣ. ἀρχικὴ σημ. “πάρα πολὺ μεγάλη ποῦτσα”.

Συνήθ. στὴν φράσιν τῆς Ν. Ἑλληνικῆς “στὴν καραπουτσακλάρα μου”, δηλώνει πλήρη ἀδιαφορία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενας ανθρωπος ή μια κατασταση χαρακτηριζεται ως Σάση Γουάση οταν καποιος ειναι καχυποπτος για αυτον τον ανθρωπο ή κατασταση. (Σάση Γουάση μπορει να υπαρξει και ως Σάση Γκάση, Σάς, Αμόγκας, Αμίγκος ή Αμούγκας).

Δεν ξερω μπρο μου, το να ερθω σπιτι σου και να ειμαστε μονοι μας μου ακουγεται λιγο Σαση Γουαση, λεγω τη αληθεία

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιακός χαρακτηρισμός για λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, τύπου νταλίκα ή μπουτς, λαχαναγορίτης, νταλικιέρης κ.τ.ό., ενώ από τον 21ο αιώνα η αντίληψη αυτή έχει δώσει τη θέση της στην αναζήτηση πιο εναλλακτικών προς τους αμιγείς πατριαρχικούς ρόλους και εναλλασσόμενων επιτελέσεων με μεγαλύτερη αμοιβαιότητα.

Μην περιμένεις να δεις κάνα ντουβάρι λιμενεργάτη, η Μαρία είναι stylish butch.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην εκλογοσλάνγκ το μπετό σημαίνει τον αριθμό σίγουρων ψήφων που πρόκειται να λάβει, βρέξει-χιονίσει, ένα κόμμα ή ένας υποψήφιος. Διακρίνεται από τον "αέρα", δηλαδή τις αβέβαιες ψήφους που παίζονται.

1) - Πώς θα πάμε στο χωριό μπάρμπα;
- Καλά παιδί μου, έχουμε 30 ψήφους μπετό.
2) - Έμαθα ο κυρ Κώστας κατεβαίνει για κοινοτάρχης και μπορεί να βγει.
- Ναι και μου είπε ότι έχει 100 μπετό και 10 αέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολαδερός και λολοπαιγνιώδης χαρακτηρισμός εις βάρος της εγχώριας φυλής των φιλελέδων.

Ο φιλελέλλην κος Ποτάμης

Συχνά το συναντάμε κι ως μαργαριταρένια εκδοχή του φιλέλληνας.

"Ο Σόιμπλε είναι φιλελέλληνας" είπε η Ντόρα... tweet (εδώ)

Εν του φιλελέ και της εθνοφαυλιστικής γαμοσλανγκοκατάληξης -ελληνας. Βλ. επίσης: βαζέλληνας, κωλοέλληνας, τεμπέλληνας, τσιφτετέλληνας, φραπέλληνας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified