Αργκό που περιγράφει τον άνδρα που κανονίζει πολλές κυρίες.Ο μάγκας που ξέρει να επιβάλλεται και να υπερισχύει των υπολοίπων. Δεν είναι απαραίτητα ο πιο ωραίος αλλά ο πιο καπάτσος.

- Αποκαλύφθηκε λέει κύκλωμα που κανόνιζε φάσεις με όργια και ναρκωτικά. Πιάσανε και τον Αχιλλέα χθες!
- Ποιόν Αχιλλέα αυτόν με τα σπόρια στη γωνία;
- Ναι! Από ότι λένε ήτανε το μακρύ δοξάρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που το λυσσάρα και το τσιμπούκια ο τίγρης είναι ανεπαρκή για να περιγράψουν. Η περίοδος κυνηγιού της αρχίζει από τα μεσάνυχτα και τραβάει μέχρι πρωίας. Όποιος πέσει θύμα της, έχει τις συνέπειες του κατασπαράγματος, στραγγίσματος μέχρι τελευταίας σταγόνας και υπερκόπωσης ημερών.

- Μαλάκα τι κομμάτι είναι αυτό;
- Γάμησέ τα φίλε, μαύρη πίπα μες στη νύχτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυσκολία στην παραγωγή αποτελέσματος. Εμπνευσμένο από την γνωστή επιπλοκή της εγκυμοσύνης και λόγω της γειτνίασης των περιοχών, χρησιμοποιείται στην αργκό ως συνώνυμο της δυσκοιλιότητας, μετά από μεγάλο φαγοπότι, όπου αναμένεται μεγάλη παραγωγή σκατού, όμως αυτό αργεί να έρθει αρκετά μέσα στη διάρκεια της ημέρας.

- Πώς πάει ο μαραθώνιος της χέστρας μετά τα χτεσινά στα McDonalds;
- Έχω δυστοκία. Έκανα τσιγάρα, καφέδες, έφαγα για μεσημέρι
και απλά κλάνω κάθε 4 λεπτά. Λογικά τώρα κατεβαίνει το παιδί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γηπεδική διάλεκτο χρησιμοποιείται όταν σε επεισόδια το ένα «στρατόπεδο» τρέπεται σε φυγή και οι «αντίπαλοι» τους κυνηγούν.

- Όπως γυρνούσαμε από γήπεδο, μας την είχαν στήσει κάτι γαύροι στην Κηφισίας.
- Όντως; Τι παίχτηκε;
- Τι να παιχτεί ρε; Τους ρίξαμε τρελό τρέξιμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρεπ ή rep: ο εμπορικός αντιπρόσωπος, εκ του representative. Ευφημισμός για τον πλασιέ, τον τύπο που μπουκάρει στον πιο ακατάλληλο χώρο την πιο ακατάλληλη ώρα για να σου πουλήσει από μαγειρικά σκεύη, επαγγελματικό εξοπλισμό μέχρι τουριστικά πακέτα ή πάσης φύσης ασφάλειες.

Αν τυχαίνει το επάγγελμά σου να έχει να κάνει με προμήθειες του Δημοσίου, την έχεις πουτσίσει. Κατά την εποχή των παχέων αγελάδων, μπορούσες να δεις σε μια μέρα περισσότερους ρεπς απ' ότι αυτοκίνητα ο τροχονόμος Βούλγαρη με Νέα Εγνατία, αλλά τώρα με την κρίση και τα φέσια του Δημοσίου προς τις ιδιωτικές εταιρίες, το φαινόμενο έχει κοπάσει.

  1. Αν έρθει πάλι ο ίδιος ρεπ και με γυρέψει, πες του ότι έχω πάρει αναρρωτική άδεια 45 ημερών.

  2. - Ήρθε ο ρεπ με το κιτ της αρθροπλαστικής, λέει ότι έφερε και δυο έξτρα, κουβανέζικα.
    - Θα περιμένει το επόμενο χειρουργείο, τον πρόλαβε άλλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρωμιά (αρβανίτικα).

Σχετικό το επίθετο σκαρτσίλης: βρωμιάρης.

Για δες το σακκάκι του, έχει δυο δάχτυλα σκάρτσα επάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τρώω στα καλιαρντά και προέρχεται από το hal που έχει την ίδια σημασία στη ρομανί (βλ. μπουτ - ή, οι επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά).

Αβέλω χαρχάλω Βουέλω να χάλω
Κακνά της κακνής δικελτά Αβέλω μπαλόμπα Και νάκα η μπόμπα
Μονάχα τα μπουτ πιασμαντά (Βλ. άζμα στο μήδι)

Μετάφραση: Με έπιασε πείνα, και θέλω να φάω, αβγά μάτια τηγανιτά. Έχω γίνει χοντρή, και δεν κάνω πίπες, μονάχα βάζω συνέχεια χέρι.

Στο 1.30 (από Khan, 20/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τυχερός εραστής μίας όμορφης γυναίκας.

Τον ζηλεύω τον Κώστα, είναι πολύ ομορφομούνης ο μπαγάσας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη σεξοσλάνγκ σημαίνει γλείφω σχετικά επιφανειακά λ.χ. το αιδοίο, τον πρωκτό ή μια άλλη ερωτογενή ζώνη με κινήσεις της γλώσσας που με λίγη φαντασία θυμίζουν κινήσεις σπατουλαρίσματος.

  1. Η γλώσσα μου χάθηκε ανάμεσα στα μπουτάκια της και ακούμπησε το μουνάκι της. Τραντάχτηκε ολόκληρη και τα πόδια της ανοίξανε πιο πολύ. Συνέχισα απαλά με τη γλώσσα μου να σπατουλάρω το μουνάκι της και με τα χέρια μου έβαλα το ένα πόδι της στην πλάτη του καναπέ και το άλλο κάτω. Τώρα το μουνάκι της βρισκόταν μπροστά μου με τα μουνοχειλάκια λίγο ανοιγμένα και κατακόκκινα από γκαύλα. ("Μαθήματα στην άβγαλτη γειτόνισσα", από flock.gr).
  2. Ο ίδιος παραδέχθηκε, πριν την διείσδυση, αρέσκοταν να φιλάει με το στόμα, να αρμέγει το κογχύλι της γυναίκας. Να σπατουλάρει τη Σχισμούλα. (Η Λατρεμένη Στενή Ατραπός των Σοδόμων, όπου ο Ερεβοκτόνος παρουσιάζει και 40 αρχαιόκαυλες λέξεις για το αιδοίο).
  3. ελπίζω κάποια στιγμή να με αφήσει να της "σπατουλάρω" μουνί και πίσω τρύπα, έχω τεράστια ανάγκη να γλύψω [sick] αυτό το μωρό εδώ και πάρα πολύ καιρό,αλλά δεν αφήνει.. (Επίδοξος Πυγμαλίων- το γλείφω με ύψιλον!- από μπουρδελοσάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θηλυκό του οποίου τα χαρακτηριστικά είναι τέτοια ώστε ούτε άσχημη δεν είναι αλλά ούτε και θεά, αλλά άνετα κάποιος θα ήθελε να έρθει σε σεξουαλική επαφή μαζί της. Σε περίπτωση τώρα που το θηλυκό μπορεί να προκαλεί τα αρσενικά στο να θέλουν πολύ έντονα να έρθουν σε σεξουαλική επαφή μαζί της, είτε λόγω χαρακτηριστικών είτε λόγω χαρακτήρα, τότε η κοπέλα θεωρείται άκρως ιππεύσιμη.

- Ωραίο το μωρό που κάθεται απέναντι ρε φίλε... Ιππεύσιμο!
- Καλό είναι, αλλά αυτό που περνάει τώρα φίλε την πατάει... άκρως ιππεύσιμη η κοπέλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified