...Εκ του «μανάρω» (=αυνανίζομαι), ο Μαλάκας!!! ...Χρήζει επεξήγησης;;

  1. - Πάψε, ρε μαναριτά!!

  2. - Και ακούς αυτόν τον μαναριτά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω εκδίκηση.

Μιχάλης: - Μου έβγαλε την πίστη ένα χρόνο ο Laurent, αλλά έτσι και τον πετύχω πουθενά θα πάρω το αίμα μου πίσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρήμα, τα λεφτά.

-Αφού το βλέπεις, φαίνεται καθαρά, όλα για το χαρτί τα κάνει!
-Ε και τι περίμενες, να το κάνει για την ψυχή της μάνας του; Λες και δεν τον ξέρεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολυλογία.

Σταματήστε επιτέλους το μπλα μπλα να δούμε την ταινία σαν άνθρωποι!

Πρώτος και μιλάει και ασταμάτητα. (από Galadriel, 08/03/09)

Βλ. και μπίρι-μπίρι και ενδεχομένως μπούρου-μπούρου μαλακίες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει πώρωση με τον στρατό.

Φοράει στρατιωτικά ρούχα, έχει όλα τα απαραίτητα αξεσουάρ όπως μαχαίρια, στρατιωτική ταυτότητα, αρβύλες ακόμα και όπλα. Επίσης οι συμπεριφορά του και οι κουβέντες του γυρίζουν γύρω από θέματα του στρατού.

- Καλά δεν ξανακάνω το λάθος να πάω για καφέ με τον Γιώργο τον στρατόκαυλο... Όλη την ώρα μας έλεγε για τα Ο.Υ.Κ., πόσο γαμάτα είναι και πως τους εκπαιδεύουν κτλ. Λες και δεν ξέρουμε πως αυτός στον στρατό ήταν μάγειρας!!

Όταν είσαι κάγκουρας και στρατόκαυλος πρέπει να το δείχνεις με κάθε τρόπο #eklapsa  (από soulto, 19/03/15)Πάει ασορτί με το δίπλα κάγκουαρ να το φοράει η καγκουρίνα του στρατόκαυλου! (από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση. Υπερβολή του «μεγάλε».

Πού 'σαι ρε γίγαντα; Πόσο καιρό έχω να σε δώ, πού γυρνάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παπούτσι.

Κοίτα πατούμενο που αγόρασε ο δικός σου, λες και θα πάει για γαμπρός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαφορετικός τρόπος ώστε να πεις «άντε γαμήσου».

- Ρε πάρε τον πούλο που θα με πεις εσύ εμένα ηλίθιο!

Πάρε τον Πούλο (για κανά ανταλλακτικό) (από Hank, 15/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω, την κάνω. Από το παίρνω τον πούλο.

Εγώ την πουλεύω, γιατί είχα πει στην Τόνια πως θα πάω να δω τους γονείς μου και αν με δει εδώ, θα γκρινιάζει μέχρι αύριο.

(από Khan, 12/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω. Συνήθως λέγεται υβριστικά σε κάποιον ώστε να φύγει, να μας αδειάσει την γωνιά. Πλέον χρησιμοποιείται και χωρίς τον υβριστικό χαρακτήρα. Μερικές φορές λέγεται απλά και παίρνω πούλο.

  1. - Πάρε τον πούλο ρε ηλίθιε που ήρθες να μου πεις πώς θα κάνω την δουλειά μου! Άντε, δρόμο!!

  2. - Παιδιά εγώ παίρνω τον πούλο γιατί πήγε αργά και ποιος την ακούει την Κατίνα στο σπίτι!

Να και η κυριολεκτική σημασία της έκφρασης, από μια καρτ-ποστάλ που βρήκα στην Ολυμπία! :D (από Cunning Linguist, 19/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified