Όταν δε σε ενδιαφέρει κάτι που κάνεις, το κάνεις σαν αγκαρία.

Σου πέφτει συνέχεια το στυλό κάτω, ενώ έχεις πολύ διάβασμα. Από την πολλή αγάπη που σου χα άντρα μου, ξέχασα και το όνομά σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Η λέξη αυτή προκύπτει από το αγγλικό ρήμα binge + την πρόθεση -άρω στο τέλος. Άρα bingeάρω = μπιντζάρω. Το binge στα αγγλικά χρησιμοποιείται για να πει κανείς ότι έκανε κραιπάλη, συνήθως καταναλώνοντας πάρα πολύ ποτό ή φαΐ σε σύντομο χρονικό διάστημα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να υποδηλώσει κάποιος ότι είδε πάρα πολλά επεισόδια μιας σειράς το ένα μετά το άλλο (binge-watching). Υπάρχει και το binge-eating disorder, που σημαίνει διαταραχή επεισοδιακής υπερφαγίας. Γενικά χρησιμοποιείται για να υποδηλώθεί μια υπερβολή.

Γαμάτη σειρά το Bojack Horseman, μπίντζαρα τις πρώτες δύο σεζόν χτες.

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα εδώ: Δικέ μου. Το έκανα με τη Βίκυ και ήταν Αντετοκούμπωμα.

**Η άψογη εκτέλεση οποιασδήποτε πραξης προς τιμή του Αντετοκούμπο.!! Σεξουαλικής, κατασκευαστικής, φιλανθρωπικής κ.α **

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα εδώ Γιατρέ μου, η πίεσή μου τις τελευταίες ημέρες είναι απόλυτα φυσιολογική. Κάτω από 130/90 mm/Hg. Απάντηση : Μπράβο δικέ μου. Αντετοκούμπωσες.

Αντετοκούμπωμα: Η άψογη εκτέλεση πράξης ή αποτελέσματος προς τιμή του Αντετοκούμπο!!

Got a better definition? Add it!

Published

Η μολόχα είναι λέλουδο και αποτελεί το συνηθέστερο είδος Μαλάχης. Εξ ου και ο άντρας μολόχα αναφέρεται σε άρρενα φλώρο, μαμάκια και ολίγον τι μαλάκα. Το Τσι είναι ενεργειακή δύναμη που ρέει από τις οντότητες μας και χρησιμοποιείται διακαώς από κουλτουλούγκρες και έντεχνα τσικάκια με ενασχόληση την Αέριαλ γιόγκα. Σε συνδυασμό αυτά τα δύο χρησιμοποιούνται για να καταδείξουν κάποιον που δυσανασχετεί με απλές και ξεκούραστες δραστηριότητες χωρίς προφανή λόγο και αιτία.

-Μαν μου, ψήνεις κάνα μπυρόνι μετά τη δουλειά?

- Δεν νομίζω να μπορέσω ρε φίλε

- Γιατί? Θα σου χαλάσει το Τσι μωρή μολόχα?

Got a better definition? Add it!

Published

Κατά Αννίτα Πάνια

Ο έχων διατελέσει συναπτά έτη στην φυλάκα

- Αρχηγόπουλο, από που μας τηλεφωνείς?

- Από Κορυδαλλό!

- Αααα, για καγκελαριο σε κόβω

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός για μεγάλους σε ηλικία ανθρώπους που επιδιώκουν να αποκτήσουν καινούργιες γνώσεις οι οποίες όμως συνήθως σχετίζονται με δραστηριότητες μικρότερων σε ηλικία.

Συνήθως αφορά ηλικιωμένους ή μεσήλικες που ξεκίνησαν να διαβάζουν για νέες θεματολογίες και να πειραματίζονται με νέες γνώσεις. Ωστόσο θα έπρεπε να ασχοληθούν με όλα αυτά πολλά χρόνια πριν. Κάλλιο αργά παρά πουρέ.

- Ο πατέρας μου ξεκίνησε να διαβάζει για Πανελλήνιες. Αύριο πατάει τα 57. Τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα!

Got a better definition? Add it!

Published

Tο βότσαλο έκανε τρία γκελλάκια πάνω στο νερό.

Ο πλεον ορθρός ορισμός για το παιχνίδι με τις ρότσες. Οι αναπηδήσεις στην επιφάνεια της θάλασσας από την ρίψη επίπεδου βοτσάλου. Εμβληματικό θαλασσινό παιχνίδι για παιδιά κάθε ηλικίας.

Δημιουργήθηκε ένα σχήσμα την 3η Αυγούστου 2021, σχετικά με το αν θα πρέπει να αποκαλείται το παιχνίδι αυτο σαν "βατραχάκια". Προφανώς και ήταν γελοία σκέψη και ταυτόχρονα με τη νίκη για τις γκέλλες αυτό θα μείνει και στην ιστορία ως η πιο μικρή διαμάχη.

γκελ το [gél] Ο (άκλ.) : το αναπήδημα που κάνει ένα ελαστικό αντικείμενο, όταν χτυπά στο έδαφος· γκέλα: Tο μπαλάκι έκανε ~ και τινάχτηκε πάνω από το φράχτη. || κάθε ανάλογο αναπήδημα: Tο βότσαλο έκανε τρία ~ πάνω στο νερό. γκελάκι το YΠΟKΟΡ. [ίσως τουρκ. gel έλα΄ προστ. του ρ. gelmekέρχομαι΄]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια όχι ιδιαίτερα πολιτικά ορθή αναφορά για τους Άραβες, από το ρούχο κελεμπία. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για πιο κοσμικούς Άραβες που δεν φοράνε κελεμπία.

- (μεσημέρι Παρασκευής) Τον παίρνω τηλέφωνο τον κελέπη και δεν το σηκώνει - Θα έχει πάει για προσευχή

Got a better definition? Add it!

Published

Για άντρα ή γυναίκα που έχει ωραία φάτσα και είναι ιδιαιτέρα θελκτικός/ή

- Όπα ρε, φατσάρει η αδερφή του Μήτσου, το περίμενες;

- Άσε, ούτε εγώ

Got a better definition? Add it!

Published