Προκύπτει από το όνομα του γνωστού τηλεπαρουσιαστή και από το ρήμα ψήνομαι. Δηλώνει αυτόν που είναι σύμφωνος σε κάποια πρόταση.

- Ρε, το βράδυ λέμε για Ρέμο. Είσαι ψηνάκης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν καθόμαστε και παρακολουθούμε το φαγητό που ψήνουμε, λες και αν το κοιτάμε θα ψηθεί πιο γρήγορα.

Εγώ της μιλούσα για το πρόβλημά μου και αυτή ψηνατένιζε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοδήποτε κονέ παίζει με γκόμενα. Το αναφέρουμε κυρίως τις ημέρες που γίνεται το ψηστήρι και μέχρι ένα δευτερόλεπτο πριν δέσει το γλυκό και πέσει το πρώτο γλωσσόφιλο.

- Ρε μαλάκες σαν πολύ δε μιλάει ο Γρηγόρης με την αδερφή μου απόψε;
- Ε και; Καλά δεν έχεις πάρει πρέφα ότι ψήνεται κατάσταση εδώ και μέρες;

(από HardcoreGR, 25/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως από τη νεολαία αλλά πλέον χρησιμοποιείται και από τους πιο γέρους. Ψήνεσαι; σημαίνει «θέλεις;» Συνήθως το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πείσουμε κάποιον να έρθει μαζί μας κυρίως σε κλαμπάκια ή για να κάνουμε κοπάνες.

- Ρε μαλάκα, ψήνεσαι την τελευταία ώρα να μην μπούμε για μάθημα;; Έλα ψήσου, ψήσου. - Εντάξει ρε.

(από Khan, 04/03/14)

Δες και ψήνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. (αναφερόμενο σε πρόσωπα) (α) Με υπομονή, επιμονή, επιχειρήματα και παρακάλια (αλλά όχι τσαμπουκάδες), προσπαθώ να πείσω κάποιον να δεχτεί κάτι που αρχικά δεν ήθελε και πάρα πολύ. (β) Ως υποκατηγορία του (α), κάνω καμάκι σε γκόμενο/α με την ίδια μεθοδολογία. Παράγωγο ουσιαστικό: [ψηστήρι]

2. (αναφερόμενο σε καταστάσεις) Θέτω σε εφαρμογή οργανωμένο σχέδιο ή προετοιμάζω μια σημαντική αλλαγή. Συνήθως λαθραία, αποσκοπώντας σε κάτι παράνομο ή παράτυπο, ενίοτε νόμιμα ή ακόμα και ηθικά, αλλά οπωσδήποτε λάου-λάου και χωρίς να το διαφημίζω (τουλάχιστον μέχρι να είναι πολύ αργά για να με εμποδίσουν).

3. (αναφερόμενο σε κρέατα) Με την κυριολεκτική έννοια, το ρήμα ψήνω (εννοώντας στη σχάρα) χρησιμοποιείται πολλές φορές χωρίς αντικείμενο, διότι παραλείπεται το ευκόλως εννοούμενο κρέας. Όποτε δεν αναφέρεται αντικείμενο, αποκλείεται ο ομιλητής να εννοεί πατάτες ή κολοκυθάκια, αλλά οπωσδήποτε έχει στο νου του μπριζόλες, μπιφτέκια, σεφταλιές, λουκάνικα, κοντοσούβλια, κοκορέτσια, γαρδούμπες, σουβλάκια... Κυρίως όμως μπριζόλες. Αγγλιστί (και εντελώς ξενέρωτα): μπάρμπεκιου.

Ετυμ.: < μσν. ψήνω < έψησα, νεότ. αόρ. του αρχ. έψω (= βράζω)

Μεταφορικά για τις δύο πρώτες έννοιες, λογικό είναι να υποθέσουμε ότι η λέξη παραπέμπει στην αργή διαδικασία του ψησίματος, που σιγά-σιγά μετατρέπει κάτι ωμό, άνοστο και σκληρό σε κάτι ζουμερό, τρυφερό και στο έλεός μας.

Άχρηστη πληροφορία: το αρχαίο έψω σήμαινε αρχικά βράζω σε νερό, και κατά μεσαίωνα μεριά άρχισε να σημαίνει ψήνω. Στα αρχαία, το ψήνω (στη χόβολη, στην πέτρα ή κατευθείαν στη φωτιά) λεγόταν οπτάω, απ' όπου το οπτός, και οι πατάτες οι οφτές που λένε στην Κρήτη και αλλού.

1.
(α) - Και με πιάνει, που λες, στο μπίρι-μπίρι ο τελεμαρκετάς, και με ψήνει ν' αγοράσω αποχυμωτή! Τι να τον κάνω τον αποχυμωτή, μου λες; Τι σκατά σκεφτόμουν;
- Αυτούς, ρε, πρέπει να τους κλείνεις το τηλέφωνο στη μάπα πριν ανοίξουν το στόμα τους. Θα σε ψήσουν ν' αγοράσεις και τον Πύργο του Άιφελ.

(β) Ρε παπάρα Αρίστο! Τρεις μήνες το ψήνεις το γκομενάκι! Τι θα γίνει πια, θα σκοράρεις επιτέλους;

2.
Κάτι ψήνει αυτό το λαμόγιο ο προϊστάμενος. Όλο σούξου-μούξου με το λογιστήριο είναι, κι άμα μπει κανένας μέσα, κάνει τον Κινέζο. Να δεις που θα μας φάει τις υπερωρίες και θα πάρει και μπόνους που μείωσε τα έξοδα του τμήματος!

3.
- Δε μαζευόμαστε στου Μάκη το Σάββατο να ψήσουμε;
- Ναι, αλλά θα ψήσει ο Γιώργος που 'ναι μάστορας. Όχι εσύ, που έκαψες όλα τα μπριζολίδια την άλλη φορά και τα 'κανες σαν τα μούτρα σου.
- Προσπαθώ να μάθω, ρε μαλάκα...
- Παράτα τα. Ο μάγειρας γίνεται, ο ψήστης γεννιέται.

Δες και ψήνομαι. Δες και ψήννω στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορική έκφραση, η οποία σημαίνει ότι βασανίζω κάποιον, τού κάνω τη ζωή δύσκολη. Άλλο ένα δείγμα του πλούτου της γλώσσας μας, όπου η υπερβολή και το απίθανο, δημιουργούν μία μοναδική εκφραστικότητα.

  1. Απόσπασμα από άρθρο εφημερίδας του διαδικτύου:

Έτσι λειτουργεί ο Δήμαρχος. Του αρέσει να ψήνει το ψάρι στα χείλη τόσο στους Δημοτικούς Συμβούλους όσο και στους εκπροσώπους του Τύπου.

  1. Σχόλιο συντρόφου Vrastaman σχετικά με το λήμμα τυλίγω.

Υπάρχει ένας φαύλος αέναος κύκλος στο Ελλάντα όπου η πεθερά ψήνει στο ψάρι στα χείλη της νύφης της, την οποία επ’ουδενί λόγω θεώρει άξια για τον γιόκα της. Όταν με την σειρά της η νύφη αποκτήσει γιο που κινδυνεύει να «τυλιχθεί» θα κάνει ακριβώς τα ίδια στην δική της νύφη, ξεχνώντας όσα υπέστη η ίδια. Λοιπόν κορίτσια του slang.gr, σας λέω ακριβώς αυτό που είπα στην Vrastawoman: κανονίστε κακομοίρες μου να κάνετε και σεις μια μέρα τα ίδια!!!

  1. Διήγηση από το διαδίκτυο:

Τελικά έφτασε σώα.
Σχεδόν δύο χρόνια μετά από εκείνη τη μέρα και η Αγγελική ακόμα περιμένει ν’ ακούσει εκείνο το «Καλωσήρθες» από την πόλη. Η αλήθεια είναι ότι η Αθήνα δεν υπήρξε και πολύ ευγενική μαζί της. Την ταλαιπώρησε από την πρώτη κιόλας μέρα και συνέχιζε – χωρίς οίκτο – να της «ψήνει το ψάρι στα χείλη» καθημερινά.

Ο,τι απέμεινε απο τον Karembeu (από Vrastaman, 11/03/09)

Σχετικό: κινέζικο βασανιστήριο, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρμόνιο, ιδίως σε σκυλοδημοτικά, σκυλονησιώτικα, σκυλολαϊκά και καθαρά σκυλάδικα συμφραζόμενα. Η λέξη χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε σχέση με λάιβ - ποτέ για ηχογραφήσεις, αφού η (όποια) ομοιότητα είναι μόνο οπτική.

Ειδικότερα, για την περίπτωση όπου ο ψήστης δεν παίζει κανονικά αλλά βάζει μόνο τα έτοιμα ακομπανιαμέντα, οπότε κάθε ενάμισι λεπτό απλώς πατάει ένα πλήκτρο για να αλλάξει ακόρντο ενώ όλη την υπόλοιπη ώρα είναι ελεύθερος να στρίβει τσιγάρο, να γράφει μηνύματα ή να κατεβαίνει για κατούρημα, εκεί λοιπόν χρησιμοποιείται και η έκφραση «Γύρνα τα σουβλάκια»!

-Πώς πήγε το φρη κάμπινγκ στη Χιλιαδού;

-Μια φρικαλεότητα! Εκτός ότι ήμασταν μιλιούνια κόσμος, πέσαμε και στη Γιορτή Σαρδέλας. Ένα τύπου πανηγύρι, με ορχήστρα, πυροτεχνήματα, διαγωνισμό ψαρέματος και ό,τι σουρεάλ μπορείς να φανταστείς.

-Τουλάχιστον η μουσική δεν έλεγε τίποτα;

-Μια ελεεινιά σου λέω! Άθλια σκυλοκιεγωδεγξερωτί, μπουζούκι - βιολί - ψησταριά, ξεκουρδιστάν, εκατομμύρια ντεσιμπέλια, ένα γεροντοξέκωλο κακοφωνίξ, άσε, να μη σου τύχει! Κι όλα αυτά μες στη μέση της παραλίας, όλη νύχτα!

Στο 3.15 περίπου ο απίστευτος αρμονίστας (από Hank, 04/07/09)

Δες και γυφταρμόνιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συσκευή που ψήνει καφέ ή άλλα τινά.

Σλανγκιστί σημαίνει άλλο ψήσιμο: το καλόπιασμα, την ψιλοεκβιαστική διπλωματία, το πέσιμο στον άλλον μπας και τον πείσουμε να κάνει κάτι για μας, επίσης το καμάκι (επειδή ψήνουμε τη γκόμενα μήπως μας κάτσει), τεσπα το κουραστικό μπίρι-μπίρι προς κάποιον προκειμένου αυτός να κάνει ό,τι του υποδεικνύουμε.

  1. Ο Πατρίς Εβρά ξεκίνησε το... ψηστήρι, προκειμένου να πείσει τον Σαμίρ Νασρί να συνεχίσει την καριέρα του στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και όχι στην συμπολίτισσά της, Σίτι, που μοιάζει να έχει τον πρώτο λόγο...

  2. «Ψηστήρι» σε Ρεν και Γιούνκερ πριν το Eurogroup Οικονομικά Θέματα.

  3. Άσε το ψηστήρι, ακόμα δε μπήκε η κοπέλα!!!

  4. Ο Γιαννάκης (Ζαμπέτας)

Γιαννάκη ομορφόπαιδο
Γιαννάκη λεβεντόπαιδο
παμπόνηρε και παραμυθατζή
Με το παραμύθι σου την έκανες την τύχη σου
και το ψηστήρι σου φιγουρατζή

όλα από το δίχτυ

Στην αρχή το λέει ο δεξιο-τέχνης Γ. Ζαμπέτας. (από Khan, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη συγγενής με τα φτιαχτικά, σημαίνουσα τα λεφτά που παίρνει ο ψήστης σε μια ταβέρνα για να ψήσει το κρέας ή τα ψάρια. Για ευνόητους λόγους χρησιμοποιείται όταν κάποιος πηγαίνει το κρέας ή τα ψάρια στον ψήστη, οπότε δεν χρεώνεται το κόστος τους.

- Λοιπόν παιδιά, είναι τριάντα γιούρια τα ψηστικά-σαλάτες-πατάτες και τα ρέστα, και οι μπύρες από μένα.
- Νά 'σαι καλά μάστορα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κρεατικά, αυτά που ψήνονται, της ώρας.

Ομολογώ ότι ο ορισμός αυτός είναι αυτοσχέδιος καθώς προσπαθώ να ερμηνεύσω το παράδειγμα της αρχικής καταχώρισης. Δεν πιστεύω ότι ο ταβερνιάρης χρέωσε «ψηστικά», αλλά «ψητά», ακόμα κι αν τα είπε έτσι.

Βλ. αρχική καταχώριση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified