1) Λέξη η οποία χρησιμοποιείται έντονα από άτομα που δυσκολεύονται να πουν το «ρ», ή τυχαίνει να πατήσουν το «ε» αντί του «ρ», και σημαίνει «προτείνω».

2) Λέξη που χρησιμοποιείται από αρσενικά για να δείξουν ποιο θηλυκό προτιμάνε ανάμεσα σε δύο.

- Ρε συ, μπάνικα τα γκομενάκια απέναντι, ποια σου αρέσει περισσότερο;
- Πεοτείνω προς τη δεξιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι αρσενικοί κυνηγοί του "ωραίου φύλου". Δεν θα διστάσουν να την πέσουν χύμα σε μια γκόμενα, ακολουθώντας την τεχνική "καγκουροπέσιμο". Κοινώς: οι καυλωμένοι κάγκουρες.

- Τι έγινε Αλέκο; Το βρήκες το γκομενάκι που σε κάλεσε για ποτάκι;;

- Γάμα τα... Μπαίνω στο μαγαζί και την βλέπω να κάθεται με 20 ψωλαραίους γύρω της..πουτανάκι από τα λίγα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καλικάντζαρος

βάλε στην πόρτα σου σπαραγκιά μη μπουν οι καλικατζάροι

Got a better definition? Add it!

Published

Εκ του τέπο.

Η πράξη του τέπειν.

Όταν ακυρώνεις μία κατάσταση είτε εκ των προτέρων είτε κατά την διάρκεια αυτής. Κλίνεται κατά το ρήμα τέρπω.

-Θα έρθει ο Μήτσος;
-Μπα, τέπει σήμερα

Πήγα στο πάρτι χτες αλλά ήταν σώτα και έτεψα γρήγορα

Got a better definition? Add it!

Published

Κοινώς οι ψεκασμένοι, τσιπάκια παντού, συνομοσία ερπετοειδών κτλ κτλ ο ψέκας σαν συντομογραφία προσθέτει λούμπεν πόντους στο ήδη καμένο (sic) και ψεκασμένο.

- Θα μας γεμίσει ο Μπιλ Γκέιτς τσιπάκια με τις μάσκες
- Ασε ρε μάλακα ψέκα, μας έχεις πρήξει με τις παπαριές σου
- Ναι ρε, αλήθεια είναι....

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει Lαϊκή Aγορά, συνήθως για ειρωνεία.

- Από πού πήρες την μπλούζα και είναι τόσο χάλια; Από L.A.;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει γαμάω. Αλλά χρησιμοποείται συνήθως όταν είμαστε εκνευρισμένοι με κάποιον κι έχουνε πάθει σαρδάμ.

-Εξάρες!!!!!!!
-Γαμώ την κωλοφαρδία σου γαμώ! Έτσι και ξαναφέρεις διπλές... θα θα σε αυτώσω, πούστη!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γεροδεμένη, μεγαλόσωμη γυναίκα, νταρντάνα. Συνώνυμο: αλόγα.

  2. Υποτιμητικός όρος για γυναίκα με κακό χαρακτήρα. Συνώνυμο: γαϊδούρα.

  1. Κοίτα αυτήν τη φοράδα, σαν τον μασίστα είναι!

  2. Την παρακάλεσα αλλά δεν με εξυπηρέτησε, η φοράδα! (για λεπτοκαμωμένη γυναίκα δεν ταιριάζει)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την αρχαία ελληνική έκφραση «εις τας όρχας».

- Μαλάκα, δεν εχω λεφτά.
- Στας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι πολύ καυλωμένος.

Ώπα ρε τρίκαυλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified