Ο τελείως τρελαμένος, φευγάτος, ο αλλού γι' αλλού.

Τheo: Κοίτα ρε μαλάκα, σαν την κοκκινοσκουφίτσα ήρθε αυτή ντυμένη στη κηδεία του θείου. Saki: Άσε, την ξέρω, είναι πολύ τσίου το άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άμπαλος ποδοσφαιριστής που παίζει για κάνα μισάωρο και μετά κλατάρει.

- Τι χωματερή είναι αυτός ο Αρουαμπαρένα αδερφέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γνωστά ζιζάνια που επιτίθενται στις αγροτικές καλλιέργειες, πρωταγωνιστούν σε αυτή τη ρήση.
Λέγοντας αυτή την ατάκα, εννοούμε πως βρισκόμαστε στη δίνη συγκυριακών δυσκολιών. Βαλλόμαστε από παντού.

- Πρέπει να μας μάτιασαν άγρια.
- Γιατί το λες;
- Eμ τι να πω μ' όλα αυτά που μας έχουν συμβεί τον τελευταίο καιρό; Μόνο η μουχρίτσα και ο βέλιουρας δεν μας την έχουν πέσει ακόμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα το αφήσω, θα το παρατήσω.

Δεν θα πάω για κούρεμα, θα το αμολήσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σαβουρογάμης. Προέρχεται από ανέκδοτο ξένων γλωσσών, ήτοι: -Πώς λέγεται ο Ιάπωνας σαβουρογάμης; -Ό,τι κάτσει. (Χα χα χα χα...). Αλλά κατέληξε να χρησιμοποιείται ευρύτερα.

Σχηματίζεται αναλογικά με το «κάτσει-δεν-κάτσει».

Συνώνυμα: σαβουρογαμόσαυρος, σαβούρης.

Ο ό,τι κάτσει είναι ένας τύπος, πώς είναι, ας πούμε ο Carembeu, πώς είναι ο Vincent Cassel... Ε, καμία σχέση!

Βλ. και σχετικά λήμματα Σάββας Ουρογάμης, σαβουρογάμης, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεράστιος βύζος. Όχι απλά οι βυζάρες, δε μιλάμε για βυζολάκκο, αλλά βυζοχαράδρα. Εκτιμητέες στην αντρική υπόληψη όσες διαθέτουν γαλακτοτουρμπίνες. Απαραίτητη προϋπόθεση για όσες θέλουν να εργαστούν σε μπουζουκλερί. Κάποιο tv persona (δεν θυμάμαι ποιο) είπε ότι η Ελεονώρα Μελέτη έχει γαλακτοτουρμπίνες (συμφωνώ), και το άρπαξε το εξώδικο του (διαφωνώ), κοπλιμέντο σου έκανε ρε Ελεονώρα ο άνθρωπος!

(Μπροστά σε οικοδομή στην Πάτρα)

- Τι γαλακτοτουρμπίνες είναι αυτές μάνα μου;;;;
- Αϊ να χαθείς παλιοκαλουπατζή!
- Άμα κατέβω απ' τη σκαλωσιά θα σου δείξω εγώ...
- Να πας να δείξεις στη μάνα σου και στην αδερφή σου ρε μινάρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tα κάθε λογής έντυπα που θα μας κρατήσουν συντροφιά τις «ώρες» της «ενεργητικής» μας συνεισφοράς στην παραγωγική διαδικασία.

-Pε παπάροβιτς, θα μου δώσεις τα «κόκκινα αυτιά» του reiser που έχεις στην τουαλέτα;
-Mπαά... δεν το αποχωρητίζομαι...

(από Vrastaman, 25/01/09)

βλ. και χεστικό, περιοδικό τουαλέτας, χεζόλεξο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι εξωγήινοι που κατέβηκαν μαζί με τους Νεφελίμ και τους ΕΛ. Διίστανται οι απόψεις αν οι σύγχρονοι Έλληνες είναι απόγονοι των Ελ ή των Νωχελίμ.

Πάντως όσοι περνάνε όλη την μέρα τους με Λιακό κι ένα φραπέ στο χέρι σίγουρα είναι απόγονοι των Νωχελίμ ή και των Αφελίμ.

Επίσης, όσοι κοκορεύονται ότι όταν οι άλλοι δεν είχαν να φάνε, εμείς είχαμε χοληστερίνη!

-Λες να είμαστε απόγονοι των Ελ;
-Εσύ ειδικά είσαι των Νωχελίμ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φάρμακο. Βασικά, είναι νέας μορφής ασπιρίνη. Χρησιμοποιείται από ανθρώπους που πραγματικά τους πρήζουν τα αρχίδια.

- Μαλάκα! Τι γίνεται; Τελευταία, όλοι έχουν πέσει πάνω μου. Οι γονείς με πρήζουν για το διάβασμα, η γκόμενα γκρινιάζει γιατί δεν με βλέπει και οι φίλοι μου με βρίζουν γιατί βλέπω την γκόμενα και όχι αυτούς. Θα πάρω μια γραψαρχιδίνη, μου φαίνεται, να ησυχάσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για αρχή η λέξη δεν πρέπει να μπερδεύεται με το «λέτσος» [<ιταλ. lezzo (=δυσωδία)], το οποίο σημαίνει ακριβώς το αντίθετο.

Ντύθηκα λέντζος σημαίνει πως έχω ντυθεί στην τρίχα ή στην πένα, δηλαδή πάρα πολύ καλά και επίσημα.

Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από την επωνυμία λέντζος (παλιό κατάστημα ανδρικού ρουχισμού στον Πειραιά με ρούχα υποτίθεται πρώτης διαλογής - το κατάστημα αυτό μάλλον υπάρχει ακόμα).

Παραδόξως κάποιοι παλιοί λούμπεν θρύλοι αναγνωρίζουν ευκολότερα τη λέξη λέντζος (την οποία χρησιμοποιούν και συχνότερα) από την αντίθετή της «λέτσος».

...και που λες Κωτσαρή, ρίξαμε «κορώνα-γράμματα» έξω από την «Πάρνηθα», και έπεσε το γαμημένο το κέρμα κάτω απ' τ' αμάξι. Τι να κάνω, συρθήκαμε όλοι από κάτω να δούμε τι ήρθε... και φόραγα ρε το άσπρο κουστούμι με τα άσπρα τα σκαρπίνια, γιατί όποτε ανέβαινα στο «βουνό» ντυνόμουν λέντζος από πάνω μέχρι κάτω...
(Σημ. πραγματική εξιστόρηση)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified