Προσφώνηση, χρησιμοποιείται όπως το «μάγκα», «φίλε», «αρχηγέ».

Ρε ψηλέ, μήπως έχεις ένα τσιγάρο;

Σχετικά: γιατρέ μου, μάστορας, μεγάλε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αόριστος χαρακτηρισμός αναφερόμενος σε οποιονδήποτε άνθρωπο ή άλλο ον.

Πάτησα ένα σκύλο σήμερα με το αμάξι. Ο ψηλός πετάχτηκε από το πουθενά.

Σχετικά: αρχηγός, γιατρέ μου, μάστορας, μεγάλε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό ψηλός λέγεται ο ψαράς, ο νεοσύλλεκτος, και μάλιστα αποτελεί δείγμα ψαρά το ότι δεν ξέρει τι σημαίνει ο χαρακτηρισμός όταν τον αποκαλούν έτσι οι άλλοι και χαίρεται.

- Ψηλέ, πιάσε την τσουγκράνα και έλα από εδώ γιατί γίνεται αποψίλωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Από το στρατό ως προσφώνηση ενός φαντάρου (ανεξαρτήτου ύψους).

  2. Η γκόμενα, ο δεσμός εν γένει.

- Πού 'σαι ψηλέ;
- Εδώ μωρέ, μαλακίες...

- Το βράδυ θα σκάσεις με την ψηλή;
- Μάλλον ναι.

ή εναλλακτικά

- Το βράδυ θα είσαι ψηλός;
- Μάλλον ναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψηλόφτερες ονομάζονται οι μοτοσυκλέτες οι οποίες είτε προορίζονται για καθαρή χρήση στο χώμα (εντούρο – μοτοκρός), είτε έχουν χωματερό χαρακτήρα (ψευδοεντούρο και κάποια on-off), ενώ ψηλόφτεροι οι αναβάτες τους.

Σε αυτές τις μοτοσυκλέτες, το εμπρός φτερό (λασπωτήρας) δεν βρίσκεται, όπως σε όλες τις υπόλοιπες μοτοσυκλέτες, 3-4 εκατοστά πάνω από τον τροχό, αλλά αισθητά ψηλότερα. Λόγος; Ο εξής: επειδή προορίζονται για χρήση στο χώμα-βουνό (και κυρίως κατά την χειμερινή περίοδο που λόγω των βροχών το χώμα είναι πιο μαλακό), πράγμα που πολλές φορές συνεπάγεται αρκετή, έως και πάρα πολύ λάσπη, εάν το φτερό ήταν «χαμηλά» η λάσπη θα «χτιζόταν» από κάτω και, μόλις θα ξεραινόταν, είτε απλά θα έτριβε το ελαστικό ή και στην χειρότερη θα μπορούσε να μπλοκάρει τον τροχό.

Λοιπον.. φιλοι μου οπως οι περισσοτεροι απο εδω γνωρίζετε.. τελικα ανεβηκα κατηγορια και μαλιστα εγινα ψηλοφτερος χωματινος.. εδώ

ετσι πρεπει! ο ψηλοφτερος μονο με βροχη και λασπη βγαινει! ειναι ενα πραγμα σαν τα σαλιγκαρια! εδώ

Μαουνα το ΤΑακι αλλα μπορει να παει σχεδον παντου οπου πανε και τα ελαφρα ψηλοφτερα ;) Και οχι απλα να περασει αλλα να παει εντουραδικα και να δωσει ευχαριστηση στον αναβατη ;D
εδώ

(από euripidisk, 13/09/12)(από euripidisk, 13/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο «πνευστός» που δεν έχει κουρδίσει σωστά το όργανό του· ο τόνος του είναι είτε λίγο χαμηλότερα, είτε λίγο ψηλότερα από το σωστό. Κατά άλλη εκδοχή γράφεται με γιώτα, ψιλοχάμηλος, και σημαίνει ότι το κούρδισμα είναι κατά τι χαμηλότερο από αυτό που πρέπει, κοινώς ψιλοχαμηλότερα.

Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για τα πνευστά, καθώς είναι γνωστό ότι είναι δυσκολότερο το κούρδισμα των πνευστών οργάνων, παρά των εγχόρδων· ο «έγχορδος» που δεν έχει κουρδίσει σωστά είναι απλώς φάλτσος ή παράτονος.

Αν και έχω παίξει κλαρινέτο αρκετές φορές με τη μπάντα του Δήμου Θεσσαλονίκης (1980-1982), την έκφραση την άκουσα πρώτη φορά από τον Δημήτρη Βάμβα, πρώτο όμποε της Κ.Ο.Α. στην κυριακάτικη εκπομπή της ΕΤ1 «Μικρά Πορτραίτα» της 6ης Δεκεμβρίου 2009.

Υπενθυμίζω ότι το «κούρδισμα» των πνευστών γίνεται συνήθως με αυξομείωση του μήκους του ηχητικού σωλήνα μετακινώντας κατάλληλα μέρος του σωλήνα. Το όμποε είναι αρκετά «ιδιότροπο» και λόγω της δυσκολίας που παρουσιάζει στο κούρδισμα, χρησιμοποιείται για να δίνει τον τόνο της ορχήστρας (συνήθως 443 Hz για το μεσαίο λα).

Ρε συ, κάτι δεν μου πάει καλά με το δεύτερο φλάουτο.
— Αυτός ο Ευαγγελόπουλος είναι μόνιμα ψηλοχάμηλος!

Δημήτρης Βάμβας (από panos1962, 06/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άβγαλτος, ο αφελής κι ο εύπιστος, ο επαρχιώτης στην Ομόνοια που θα έλεγε κι ο Νιόνιος.

Η χαρά του πάσης φύσεως αετονύχη παπατζή, νταβατζή, πολιτικού, έμπορου: θα τον γδάρει στα ζάρια, θα του πουλήσει μαϊμού iPhone, θα τον πείσει εύκολα να κάνει χρήση ναρκωτικώνε.

Εκ του ψιμάρι, το όψιμο κατσικίδιο και ωσεκτουτού, κορόιδο. Βλ. επίσης: ψάρι, νουμπάς.

[1.](3.
Την άλλη μέρα ξαναστήνανε τη «μηχανή τους» για να βρούνε καινούρια ψημάρια.

4.
μερικοί παπατζήδες και «μαύρο-κόκκινο κερδίζει» τη βγάζουν στα πεζοδρόμια με κράχτες, περιμένοντας τα ψημάρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χασίς. Η αποξηραμένη και συμπιεσμένη ρητίνη που προέρχεται από κατεργασία της ινδικής καννάβεως. Το μαύρο καθαυτό. Σε αντιδιαστολή με τη φούντα (που είναι από πράσινη μέχρι καστανόχρυση-golden brown) και το λάδι.

- Όλο φούντα, φούντα, τη βαρέθηκα. Να’χαμε κανα ψημένο να μοσχομυρίσει το δωμάτιο!

(από joe909, 19/07/11)Στο τέλος του βίντεο. (από patsis, 11/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το όνομα του γνωστού τηλεπαρουσιαστή και από το ρήμα ψήνομαι. Δηλώνει αυτόν που είναι σύμφωνος σε κάποια πρόταση.

- Ρε, το βράδυ λέμε για Ρέμο. Είσαι ψηνάκης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν καθόμαστε και παρακολουθούμε το φαγητό που ψήνουμε, λες και αν το κοιτάμε θα ψηθεί πιο γρήγορα.

Εγώ της μιλούσα για το πρόβλημά μου και αυτή ψηνατένιζε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified