Το ευρώ (ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα), όπως συνηθίζει να το αποκαλεί η «κυρία» Ανίτα Πάνια.
- Το τέσσερο Ανιτούλα μου.
- 150 ζεστά ευρώπουλα κυρία μου!
- Ανίτα μου!
Το ευρώ (ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα), όπως συνηθίζει να το αποκαλεί η «κυρία» Ανίτα Πάνια.
- Το τέσσερο Ανιτούλα μου.
- 150 ζεστά ευρώπουλα κυρία μου!
- Ανίτα μου!
Got a better definition? Add it!
Ο αλογομούρης. Αυτός με μακρόστενη φάτσα. Χαρακτηρίζεται από μεγάλο, μακρύ πηγούνι: το μήκος από το κάτω χείλος μέχρι την άκρη του πηγουνιού ισούται ή είναι μεγαλύτερο του μήκους από το κάτω χείλος μέχρι την κορυφή της κεφαλής. Βγαίνει από το γνωστό προπονητή με αντίστοιχο προσωπότυπο.
- Κοίτα το γκομενάκι με τι αλογομούρη είναι....!
- Γκμοχ σκέτος ο δικός σου, χαχα!
Got a better definition? Add it!
Ο δυσκίνητος και κατ' επέκταση άχρηστος παίχτης. Λέγεται και πάλτουρας.
Τι να κάνετε έξω ρε με τα παλτά που 'χετε μαζέψει στην ομάδα!
Got a better definition? Add it!
Ο Ολυμπιακός της Ευρώπης. Προκύπτει απ' το θρύλος, λίιιιγο αλλαγμένο ώστε να αντικατοπτρίζει τις καταστάσεις.
Θρήνε-θρήνε, σ' αγαπώ....
Got a better definition? Add it!
Η τσιγκουνιά, το να είναι κανείς σπάγγος (σπαγγοραμμένος). Βγαίνει από το σπαγγ-o-rama.
- Πήγαμε στο μαγαζί και παρήγγειλε νερό ρε μλκ το άτομο!
- Ε τι θα παράγγελνε ο σπαγγοράμα, κινγκ...;
Got a better definition? Add it!
Το πουλάω μούρη στα γαλλικά... Το ποζερίζειν.
-Κοίτα το μαλάκα. Όλο πουλ μουρ είναι, κι αν τον ρωτήσεις δεν ξέρει τίποτα...
Βλ. και πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.
Got a better definition? Add it!
Πολύ γέλιο δε, έχει όταν χρησιμοποείται από κάποιους έλληνες στην Αγγλία ή άλλη χώρα στο τέλος μιας φράσης...
Can I have a pack of cigarettes ναούμ;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συγχώνευση των λέξεων Ας + (πού)μ(ε) = Ασμ
- Και τώρα εσύ τι γουστάρεις, ας πούμε; Να φας ξύλο;
ή
- Και τώρα εσύ τι γουστάρεις, ασμ...; Να φας ξύλο;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα φιλιά στα μάγουλα που ανταλάσσονται όταν συναντάμε κάποιον.
(www.red-dna.com) Κοίταξε προς την πλευρά από την οποία ερχόταν ο ήχος από τα «μάτσα, μούτσα» και ανατρίχιασε. Ένα ζευγάρι ανδρών φιλιόταν.
(www.elliniko-fenomeno.gr) Τα μάτσα - μούτσα και τα χουφτώματα «δήθεν» φιλικά στην εκπομπή, ήταν σήμα κατατεθέν.
Περί φιλιού: γαλλικό φιλί, γλωσσίδι, γλωσσόφιλο, κυνοδοντόφιλο, μάκια, μάτσα μούτσα, μουτς, μπαγαποντολειχία, πιπιλιά, τριπλογλώσσι, φάκια, φιδάκια, φιλάκι;, φιλάκια φιλικωτά, φιλάκιας, φιλί της ζωής, Φιλοπίππου, φιλώ, χυσόφιλο, χχχ.
Got a better definition? Add it!
Βλ. και τζιτζιλόνι
Got a better definition? Add it!